τους ουρανούς σου.
Πλούσια νιώθω κι ευλογημένη.
Τις νύχτες μαζεύω αστερόσκονη
σε σατέν σακουλάκια.
Πληγώνομαι λίγο μα τα καταφέρνω.
Σπινθήρες βγάζουν τα άστρα
και με καίνε.
Το τσακμάκι του παππού μου
θυμίζουν που σαν άτακτο παιδί
κρυφά έπαιρνα και το άναβα.
Έχω μαζέψει πολλά από αυτά
σακουλάκια.
Στολίζω τους σκοτεινούς μου
στίχους, αέρα τους δίνω και φως
στα χάη να αιωρούνται κι
επιλεκτικά να διαλέγουν
αναγνώστες.
Είναι αμαρτία να φέρουν
μέσα τους τόσο σκότος και αίμα
τα τραγούδια μου.
Ο κόμπος στο λαιμό σφιχτός
πρέπει να τον ξεσφίξω και
να προσέξω να μην πέσω
απ' το σκαμνάκι.
Είναι καιρός τώρα που κατοικώ
τους ουρανούς σου.
Μετέωρη νιώθω και δυνατή.
Τις ημέρες γνέμα τραβώ
από τον ήλιο.
Σε κουβάρια το μαζεύω.
Στο ψάθινο καπέλο μου
τα τοποθετώ.
Εργάζομαι εντατικά.
Βγαίνω στην πόλη
κι ακτινοβολώ.
Όλοι με κοιτάζουν περίεργα.
Πολλά έχω κουβάρια.
Στους ανθρώπους με τα
σαραβαλιασμένα πόδια τα
χαρίζω, ενέργεια να πάρουν
κι ορθοί να περπατούν.
Έτσι έχω φτιάξει ένα
ολόκληρο στράτευμα
με φωτεινούς ανθρώπους
Είσαι κι εσύ ο ένας από
αυτούς.
Επικεφαλής του στρατού μου
γίνεσαι και τα τάγματα μου
οδηγείς.
Δεν μου λείπεις, τα πυρωμένα
κουβάρια δώρα σου είναι.
Αγαπάς την άνοιξη
και το καλοκαίρι τότε
που το φως ανελέητα χτυπά
τον κόσμο.
Εγώ φροντίζω απ' τους χειμώνες
φωτεινές μέρες να αποσπάω
Αλκυόνες με συντροφεύουν
και στο πέτο μου πάντα
καρφιτσώνω ένα κλαράκι
ανθισμένης αμυγδαλιάς.
Τα καταφέρνω μια χαρά.
Στις εκστρατείες μου
μόνο προσέχω κι άλλους
ακόλουθους να βρίσκω
έτσι που να μην κρυώνεις
στα σκιερά που κατοικείς
μονοπάτια.
Αρχηγό του φωτός σε διορίζω
και μαγικά κόλπα κάνω
κοντά μου να έρχεσαι.
Επικεφαλής πάντα εσύ, τους
στίχους μου τους λουσμένους
από αστερόσκονη
να απαγγέλλεις και μπροστά
να απαγγέλλεις και μπροστά
να τραβάς σαν άρχος του έρωτα.