Έκανες θόρυβο.
Ήσουν δίπλα στην ιτιά
και μιλούσες.
Ακατάληπτα έλεγες λόγια
μπερδεμένα.
Για μάγισσες μιλούσες, για
ψαράδες και για τσιγγάνες
ερωτιάρες με μακριές
τις μαντήλες.
Τα πλήθη στέκονταν
και σε κοιτούσαν με μάτια
εκστασιασμένα.
Οι μάγισσες ήταν τα χέρια
της μάνας που σκάφτει τη γη.
Οι ψαράδες ήταν τα πόδια
του πατέρα που ανεβαίνει
στην ανεμόσκαλα χωρίς
να στρεκλάει.
Και τέλος οι τσιγγάνες ήταν
τα ρόδινα μάγουλα της αδελφής
που αποκοιμήθηκε με το
παραμύθι του αθώου γίγαντα.
Έκανες μεγάλη φασαρία.
Ήσουν δίπλα στην ιτιά
και τής έπιανες κουβέντα.
Τα πλήθη απομακρύνονταν
σαν τα νερά της παλίρροιας.
Αντρίκια λόγια έλεγες
διανθισμένα με σπάνιες
λέξεις σαν τα ξεχωριστά
κοσμήματα της γιαγιάς
μπροστά στην εικόνα
του Άη Νικόλα στο ομώνυμο
ξωκλήσι.
Ένα παιδί μονάχα απόμεινε
να σε παρακολουθεί.
Ήταν ο μικρός Αναστάσης
με δυο κεριά αναμμένα.
Ψηλά ίσα με το μπόι του.
Εσύ συνέχιζες να συνομιλείς
και το παιδί σού μετέφραζε
τη γλώσσα των φύλλων.
Ένας κόμπος σε έπνιγε.
Σαν απόσιωσες κι ήρθε
η νύχτα πήρες το δρόμο
για το σπίτι.
Το παιδί έμεινε όλη νύχτα
να εξετάζει την ιτιά.
Ο άνεμος σού έστελνε
μυνήματα κι από μακριά
έρχονταν τα θροΐσματα
των δέντρων.
Έτριβες τα χέρια σου
ικανοποιημένος σαν
τον δάσκαλο που στέκει
μπροστά στο λυμένο
πρόβλημα με καμάρι
κι ύστερα απομακρύνει
τη σκόνη της κιμωλίας
απ' το μουστάκι κι από
τα βλέφαρα για να μην
θολώσει τη μνήμη του κάδρου.