Τα σπίτια που πέθαναν άδοξα
Από στιλέτα αγαπημένα
Η μνήμη καλά τα συντηρεί
Δεν ξεχνιούνται τα σπίτια ούτε παλιώνουν
Κι ας καρδιοχτυπούν δυνατά που και που
Κάτω από τις αχτίδες του σεληνόφωτος
Κι ας τα πνίγει πυκνός κονιορτός
Που τα πορτοπαράθυρα εξουσιάζει
Δεν λησμονούνται τα σπίτια
Ζητούν απέλπιδα ανάσες φυγής
Που θα τα επαναφέρουν σε χρόνο αλλοτινό
Τότε που οι νεφέλες τ' απογείωναν στ' άστρα
Κι ο νυχτερινός ύπνος φλέγονταν από όνειρα συμπαντικά
Τα σπίτια όταν μεγαλώσουν απιστούν
Ταξιδεύουν στις μέρες της άνοιξης
Στα ματωμένα από τη σφαγή σεντόνια
Υπογράφουν με τρέμουλο συνθήκες
Με πρόσωπα που θα τα σύρουν δέσμια στις ψυχρές νύχτες
Χωρίς έρωτα κρεβάτι πόθου ακριβά αρώματα
Μόνο με λέξεις χιλιοειπωμένες που νοσταλγία σταλάζουν
Τα σπίτια που παρασύρθηκαν στο κενό
Από χέρι Θεού τιμωρού
Η αγάπη αβρά τα περιθάλπει
Τούς στέλνει μηνύματα
Συντάσσει επιστολές λατρείας
Καλλιγραφεί αινίγματα στα υπερώα
(Μόνο που η γραφή ευθύς σβήνεται)
Φοβούνται τα σπίτια με τα χρόνια τους πυκνούς ιστούς
Που τα πορτοπαράθυρα εμποδίζουν να αναπνεύσουν
Ξεσκονίζουν με φτερά παγωνιών
Τα κρυφά δωμάτια που για τελετές προορίζονταν
Ξορκίζουν τα σπίτια την αμαρτία
Γι αυτό θυμιάματα ετοιμάζουν με βαριές μυρωδιές
Και στα σκαλιά αποθέτουν τρίποδα
Να 'ρθει η Πυθία να ελαφρύνει τη σκέψη
Με τα ιερά βαγιόφυλλα στα χέρια
Περιγελούν τα σπίτια τη λησμονιά
Στέκουν μια στιγμή μπροστά στο φακό του φωτογράφου
Κι ανθίζουν ξάφνου οι ακακίες στον κήπο
Τα γεράνια φουντώνουν επανάσταση
Τα ερωτικά γιασεμιά γεμίζουν το πανέρι της τυφλής
Απιστούν τα σπίτια και σε διώχνουν
Μαγεύονται από τα οδοφράγματα
Απ' τα χάλκινα κρόταλα των παιδιών
Απ' τα ράμφη των γερακίνων
Σπάνε όμως στο αιφνίδιο γέλιο των μανάδων
Συντρίβονται γεμίζουν ίσκιους απειλητικούς
Σε περιπαίζουν χαιρέκακα
Σαν χάντρες πολύτιμες σε περιφέρουν στα παζάρια
Σπάνε τα σπίτια κι οι ρωγμές τους αλυσιδωτά ραγίζουν κι εσένα
Κι ας τούς ετάχθης φρουρός έμπιστος πλην μοιραίος