Τέσσερις γενιές ασπάστηκαν
τα ακρόνυχα της ιερής τρέλας.
Πρώτη ξεκίνησε η προγιαγιά
η ξακουστή Θάλεια.
Μια αντρογυναίκα που έμπαινε
στο αλώνι μπροστά από τα
άλογα και δεν λιγοψυχούσε.
Αυτή αγαπούσε παθολογικά
τις παπαρούνες.
Μάζευε κάθε άνοιξη
ασταμάτητα παπαρουνόσπορους
μέσα σε τσίγκινα κουτιά
με ξεφτισμένη επίστρωση.
Απ' αυτούς που συνέλεγε
άλλους τους έσπερνε σε
βραγιές, με άλλους
νοστίμιζε τις σούπες κι ο,τι
περίσσευε τους έστριβε μαζί
με καπνό και τους κάπνιζε.
Μια συνήθεια που κράτησε
ευλαβικά ως τα βαθιά γεράματα.
Η Θάλεια έφυγε στα εκατό .
της συνοδευόμενη από
στεφάνια με παπαρούνες.
Δεύτερη η κόρη της η Ευτέρπη
αγαπούσε παθολογικά
τους αγγέλους και τα αρσενικά.
Αρσενικό δεν της ξέφευγε
δείχνοντας μεγαλύτερη
προτίμηση στους αμούστακους
άνδρες.
Οι γυναίκες την έβλεπαν
κι έστριβαν φτύνοντας τους
κόρφους τους.
Επιπλέον οι άγγελοι την είχαν
σημαδέψει.
Νόμιζε ότι είχε φτερά.
Μια μέρα μάλιστα πήγε και
πέταξε από τον τρίτο όροφο,
ήταν και δεν ήταν εξήντα
χρόνων.
Η τρίτη στη σειρά η Αντιγόνη
αγαπούσε παθολογικά
τα μαντήλια.
Όλα τα συρτάρια του σπιτιού
ήταν γεμάτα από αυτά.
Τα δίπλωνε με τάξη στα
τέσσερα στα οκτώ στα δεκάξι
κατά πως έλεγε ο ποιητής
και τα αρωμάτιζε με άνθη
λεβάντας.
Το καθένα από αυτά το φορούσε
μόνο μια φορά κι ύστερα
το κολλάριζε και το
τακτοποιούσε δίπλα στα άλλα.
Μια μέρα την βρήκανε
στην κάμαρα της να αιωρείται.
Οι κόμποι διπλοί και την κράτησαν ψηλά.
Είχε διαλέξει τρία ολομέταξα
μαντήλια για να κλείσει μέσα
τους τα τριάντα της χρόνια.
Ο τέταρτος στη σειρά
ο Μιχάλης αγαπούσε
παθολογικά τα πουλιά
κι ιδιαίτερα τα περιστέρια.
Έβγαινε στις πλατείες είτε
ήταν μέρα είτε ήταν νύχτα
και τα τάιζε.
Αυτά τον ήξεραν και κάθονταν
στα χέρια και στους ώμους του.
Περιστρέφονταν γελώντας
δυνατά και γύριζαν κι αυτά
μαζί του.
Αυτός σεβάστηκε την αρρώστια
του, γάμο δεν έκανε και ποτέ
δεν πήγε με γυναίκα.
Έζησε σαν την προγιαγιά
του πολύ και θάφτηκε κάτω
από ένα πλάτανο που
φιλοξενούσε κιρκινέζια
και κοκκινολαίμηδες
Ήταν η τελευταία του επιθυμία
και το χωριό την σεβάστηκε.