Η κούπα που έπινες τον πρωινό
σου καφέ έμεινε άθικτη εδώ.
Ξεράθηκε το κατακάθι στο βάθος.
Τα σχέδια στα τοιχώματα καθαρά
μένουν κι εξήγηση ζητούν.
Μια μάγισσα ή μια καφετζού θέλουν
να τα βάλει σε τάξη.
Δρόμοι, πολλοί δρομοι και στο επάνω
μέρος μια καρδιά που εξακολουθεί
να χτυπάει, η δική σου καρδιά.
Ολοζώντανη εδώ την άφησες.
Απορώ πώς κυκλοφορείς τώρα
χωρίς αυτή.
Πώς συντονίζεις το βήμα σου
χωρίς τους χτύπους της.
Πώς κοντράρεσαι με τον βοριά
χωρίς την δύναμη της.
Και τέλος πως παραδίνεσαι (τάχατες)
στον έρωτα χωρίς τις αυταπάτες της
και σκληρά της ψεύδη.
Μια καρδιά που τώρα μου ανήκει.
Με όλου του κόσμου το χρυσάφι
δεν θα την άλλαζα.
Σε έχω.
Σε διατηρώ ακέραιο.
Σε σκουντώ για να ξυπνήσεις
και στην παραζάλη μου μέσα να μπεις.
Αχ πόσο θα ήθελα:
να με ακολουθούσες έστω μια φορά
χωρίς προσκόμματα με το αμπέχωνο
σου στον ώμο ριγμένο.
Δεν θα σου την επιστρέψω.
Σε ομηρεία θα την έχω.
Την διαφεντεύω όπως ένας κυνηγός
την κάνη του όπλου του.
Όπως ένα παιδί το καινούργιο του
παιχνίδι.
Όπως ένας λιποτάχτης τη φυγή του.
Δίδυμη την έκανα παρουσία μου.
Με αυτήν αναπνέω.
Με αυτήν ξεμπερδεύω τον μίτο
των ονείρων.
Κι αν χαθώ μαζί μου θα την πάρω.
Κοίτα πως έγιναν κάρβουνο τα χέρια
με το να την κρατώ.
Δεν θα τα παρατήσω όμως, οι πληγές
με τον καιρό θα γιάνουν μα εσύ
αν πάλι μου το σκάσεις, ούτε λόγος,
θα σε χάσω ολοκληρωτικά και τότε
με ποιον θα πίνω τον πρωινό μου καφέ
και για ποιον θα μηδενίζω το κοντέρ
της λύπης;