Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Το πολύχρωμο έντομο σε γνωρίζει

Τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μου 
τις πέρασα μαζί σου.
Πες μου πώς γίνεται δύο μόνο ώρες
να ισούνται με μήνες, χρόνια κι ακόμα
ακόμα με χιλιετίες;
Πες μου ακόμα πώς είναι δυνατόν ένα 
μόνο φιλί να μαγεύει και να παραλύει 
το σώμα για τόσα χρόνια;
Δεν λυγίζω, σε συλλογίζομαι σαν έναν 
ώριμο λωτό που όσο κι αν τον γεύομαι 
τόσο τον αποζητώ. 
Έτσι κι η αγάπη σου. 
Μεγάλη σαν την κοιλάδα της πατρίδας
και γλυκιά σαν ένα όνειρο στο προσκέφαλο 
του Πρωτομάη. 

Είσαι ο σιδηροδρομικός σταθμός που 
κάτω από τους φανοστάτες του σμίγουν
φλύαρα ζευγαράκα. 
Πρόσεξε την Ξένια, την Αλίκη, την Μυρσίνη  
τον Αγησίλαο, τον Κωστή και τον Ορφέα 
με τι περιπάθεια κοιτάζονται κι αν έρθεις 
πιο κοντά θα δεις τα φτερά που φυτρώνουν
στους ώμους τους.
Άγγελοι γίνονται σε μια χώρα που δεν 
ξεχνά τους ήρωες της αλλά αντίθετα 
επιμένει να δένει βραχιολάκια για να 
θυμάται πεντακάθαρα τις μορφές τους. 
Μες τους ήρωες κι εσύ. 

Και τώρα αν δεν έρχεσαι λίγο με πικραίνει. 
Απλώνω το σάλι μου, ξεδιπλώνω σεντόνια, 
κόβω τα νύχια μου και ακούω συνεχώς 
βήματα απέξω. 
Ξέρω πως είναι μικρών παιδιών αλλά 
βαυκαλίζομαι πως είναι τα δικά σου. 
Αυταπάτη θα πεις μα αλίμονο είναι 
μονόδρομος.
Ψευδαίσθηση θα αντιτείνεις αλλά το 
πολύχρωμο έντομο που έχει γαντζωθεί 
στην κουρτίνα μου επιμένει να έχει 
άλλη άποψη κι αυτό σε γνωρίζει πιο καλά
απ' όλους και το πιστεύω. 

Πρωινή συντροφιά

Η κούπα που έπινες τον πρωινό 
σου καφέ έμεινε άθικτη εδώ.
Ξεράθηκε το κατακάθι στο βάθος.
Τα σχέδια στα τοιχώματα δυσδιάκριτα
μένουν κι εξήγηση ζητούν. 
Μια μάγισσα ή μια καφετζού θέλουν 
να τα βάλει σε τάξη. 
Δρόμοι, πολλοί δρομοι και στο επάνω 
μέρος μια καρδιά που εξακολουθεί 
να χτυπάει, η δική σου καρδιά. 

Ολοζώντανη εδώ την άφησες. 
Απορώ πώς κυκλοφορείς τώρα 
χωρίς αυτή. 
Πώς συντονίζεις το βήμα σου 
χωρίς τους χτύπους της.
Πώς κοντράρεσαι με το βοριά 
χωρίς τη δύναμη της. 
Και τέλος πως παραδίνεσαι (τάχατες)
στον έρωτα χωρίς τις αυταπάτες της
και σκληρά της ψεύδη. 

Μια καρδιά που τώρα μου ανήκει. 
Με όλου του κόσμου το χρυσάφι 
δεν θα την άλλαζα. 
Σε έχω.
Σε διατηρώ ακέραιο.
Σε σκουντώ για να ξυπνήσεις
και στην παραζάλη μου μέσα να μπεις.
Αχ πόσο θα ήθελα:
να με ακολουθούσες έστω μια φορά 
χωρίς προσκόμματα με το αμπέχωνο 
σου στον ώμο ριγμένο. 

Δεν θα σου την επιστρέψω. 
Σε ομηρεία θα την έχω.
Την διαφεντεύω όπως ένας κυνηγός 
την κάνη του όπλου του.
Όπως ένα παιδί το καινούργιο του
παιχνίδι. 
Όπως ένας λιποτάχτης τη φυγή του.
Δίδυμη την έκανα παρουσία μου. 
Με αυτήν αναπνέω. 
Με αυτήν ξεμπερδεύω τον μίτο
των ονείρων. 

Κι αν χαθώ μαζί μου θα την πάρω. 
Κοίτα πως έγιναν κάρβουνο τα χέρια 
με το να την κρατώ. 
Δεν θα τα παρατήσω όμως, οι πληγές 
με τον καιρό θα γιάνουν μα εσύ 
αν πάλι μου το σκάσεις, ούτε λόγος,
θα σε χάσω ολοκληρωτικά και τότε 
με ποιον θα πίνω τον πρωινό μου καφέ
και για ποιον θα μηδενίζω το κοντέρ
της λύπης;