Οι ψάθινες καρέκλες ξεκουράζονταν νωχελικά
στην αυλή, η μία με πράσινη φορεσιά μια
φούστα αχλαδιού, η άλλη με το χρώμα του
κοζανίτικου κρόκου, χρυσή…
Ατάραχες έκοβαν το φως σε τέσσερα μεγάλα
ωχροπράσινα τετράγωνα κομμάτια.
Ο γνώμονας απόντας, ο γεωμέτρης τον είχε
κρύψει στο λυσάρι του, δεν ξεπέρασε ποτέ
την έμφυτη κλίση των παιδιών στα σχήματα
και την αμφισβήτησή τους.
Ήρθες αποσταμένος, τράβηξες με βιαιότητα
τη χρυσή καρέκλα και κάθισες.
Έξαλλη η γυναίκα έτρεξε σαν σε αντελήφθη,
στην πόρτα. Ούρλιαξε
Μη! μη περιορίζεις…και μη διαταράσσεις τη
γεωμετρία του φωτός!
Αχρωμάτιστος κοίταξες τη σκιά σου στο πεζούλι
κι άρχισες ένα προκλητικό χαιρέκακο γέλιο
Η γυναίκα αποσύρθηκε ταπεινά στο δωμάτιο
με τα σπασμένα πικραμύγδαλα
Ανακάθισες, έβγαλες το καπέλο σου και
χάιδεψες ηδονικά το γείσο
Η μοίρα σου έταξε να ζεις στη στερεότητα
των φυλακών και στην απληστία του
σκυροδέματος,
κι αν εσύ διέπραττες κατά συρροήν
μικρούς καθημερινούς φόνους
η στρογγυλή σφαίρα του νομοθετικού
κώδικα ποτέ δεν σου απήγγειλε κατηγορίες
Σε περιφρονώ!