μια φουρτουνιασμένη
θάλασσα.
Το κορμί μου χρόνια
πολλά φθείρεται από
την αρμύρα.
Αλατίζω το φαΐ μου,
την σκορπίζω στα μαλλιά
μου κακό να μην με βρει.
Ανάμεσα σε δύο κύματα
κοιμάμαι κι όνειρα
βλέπω με πειρατές
σκληροτράχηλους.
Ψάχνουν τα τιμαλφή μου,
φτωχαίνω.
Σταγόνες αίμα μού
αποσπούν, ζαλίζομαι.
Μια κλεφτή ματιά
ρίχνουν στα ποιήματα μου,
υπερηφανεύομαι.
Φορούν φαρδιές βράκες,
μαύρα πουκάμισα και στα
χέρια τους κρατούν λάβαρα.
Κατά σμήνη έρχονται,
με κουρσεύουν,
αποδημώ σε χώρα ξένη
και λευκή ξεδιπλώνω
σημαία.
Άρματα δεν έχω μόνο
μια πλατιά αγκαλιά από φιλιά.
Μέσα μου κοιμάται
μια γαλήνια θάλασσα.
Τις ημέρες την ξεχνώ,
μα τις νύχτες μάτι δεν
με αφήνει να κλείσω.
Κοπάδια από γλάρους
κάνουν χαμηλές πτήσεις.
Το χρυσόψαρο στην γυάλα
μου φοβάται.
Τα κοράλλια στην
κοσμηματοθήκη μου
χάνουν την γυαλάδα τους.
Το ψωμί στην ψωμιέρα
ξεραίνεται.
Χάνω τους φίλους μου,
την λάμψη μου, την
επιούσια τροφή μου.
Ένα δελφίνι με κοιτάει
στα μάτια, παρηγοριέμαι
προς στιγμή.
Γύρω από την φούστα μου
πεθαίνουν τα μελτέμια.
Σε ένα θερμό κλοιό ζω,
ξεχνώ τις προσευχές,
αδυνατίζω κι η χλωμάδα
μαρτυρά τις λίγες
που μου μένουν ώρες.
Τα παράθυρα μου φινιστρίνια
φέγγουν ένα φως επιθανάτιο.
Χάνω τους ένδοξους χειμώνες
μου, τα κρύσταλλα στα
δάκτυλα μου λιώνουν,
η ενθύμηση του έρωτα
χαλαρώνει, σωπαίνω
και τα θορυβώδη φτερά
σκεπάζουν τους παλμούς
μου, δεν υπάρχω.
Θυμάμαι τον ποιητή
κάτω από το δέντρο
(βελανιδιά ήταν ή πεύκο;)
με το χέρι στην σκανδάλη.
Του προσφέρω ένα λουλούδι.
Με αγνοεί και τις νουθεσίες
μου δεν ακούει.
Σε στενά σοκάκια τριγυρνάω,
παλιώνουν τα ρούχα μου,
τρίβονται τα μανίκια μου
κι η καρδιά μου σκεπάζεται
με βλέννες.
Περιτριγυρισμένη από
τις θάλασσες εξοβελίζομαι
σε μια άγονη νησίδα.
Χνωτισμένος καθρέφτης
με θαμπό το είδωλο μου
Γύρω από την φούστα μου
πεθαίνουν τα μελτέμια.
Σε ένα θερμό κλοιό ζω,
ξεχνώ τις προσευχές,
αδυνατίζω κι η χλωμάδα
μαρτυρά τις λίγες
που μου μένουν ώρες.
Τα παράθυρα μου φινιστρίνια
φέγγουν ένα φως επιθανάτιο.
Χάνω τους ένδοξους χειμώνες
μου, τα κρύσταλλα στα
δάκτυλα μου λιώνουν,
η ενθύμηση του έρωτα
χαλαρώνει, σωπαίνω
και τα θορυβώδη φτερά
σκεπάζουν τους παλμούς
μου, δεν υπάρχω.
Θυμάμαι τον ποιητή
κάτω από το δέντρο
(βελανιδιά ήταν ή πεύκο;)
με το χέρι στην σκανδάλη.
Του προσφέρω ένα λουλούδι.
Με αγνοεί και τις νουθεσίες
μου δεν ακούει.
Σε στενά σοκάκια τριγυρνάω,
παλιώνουν τα ρούχα μου,
τρίβονται τα μανίκια μου
κι η καρδιά μου σκεπάζεται
με βλέννες.
Περιτριγυρισμένη από
τις θάλασσες εξοβελίζομαι
σε μια άγονη νησίδα.
Χνωτισμένος καθρέφτης
με θαμπό το είδωλο μου
στον επέκεινα ζω χρόνο.