Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Σε κορμούς που κάποτε χαράξαμε τα αρχικά μας
Με σμίλη θα σκαλίζεις αινίγματα δυσεπίλυτα
Δεν θα σου απαντώ
Σιωπηλά θα σε απορρίπτω
Οι λύσεις είναι για τους επιφανείς
Εκείνους που η καρδιά τους αφόρμισε απ' την σκληράδα
Το πείσμα και τα υπερφίαλα θέλω
Κι εγώ ισορροπώντας πάνω σε τεντωμένο σκοινί
Πάει καιρός που αποστασιοποιήθηκα
Απ' τον παγωμένο ορυζώνα και ρίζες έριξα ξανά στην καρδιά μου
Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Ανάρριχτα θα φοράς τις λαμπηδόνες του πόθου
Το σακάκι σου τρύπιο θα μπάζει ανέμου ριπές
Δεν θα βρίσκεις πατρίδα να απιθώσεις
Τα φλογισμένα του μετώπου σου στεφάνια
Τίγρεις με καψαλισμένες κεφαλές
Θα αναπηδούν ανενόχλητες στα αλώνια του χρόνου
Χλομός θα γίνεσαι μες το φόβο σου
Θαύματα θα υπόσχεσαι
Οριογραμμές θα καταργείς
Κάθετα τις ράγες θα τοποθετείς
Κι εγώ με ημίψηλο καπέλο θα τριγυρίζω ανάλαφρη
Στις σκαμμένες βραγιές των κρυφών μου ποιημάτων
Να αναθερμαίνω με ανάσες κοφτές της σκέψης την ενεργή λάβα
Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Σε χώρες που κατοικούνται από ανθρώπους χλομούς
Θα ψάχνεις εναγώνια κλειδί για να προσβάλλεις τις θύρες τους
Άδικος κόπος
Ουρλιαχτά θα σε συνοδεύουν
Κεραυνοί θα χτυπούν το βλέμμα σου
Πυξίδες σκουριασμένες θα σε οδηγούν πέρα στο άγνωστο
Σε σφαιρίδια χίλια θα σπάζει το σώμα σου θα λυγάν τα φτερά σου
Στη θέαση του αδιέξοδου
Σε καθαρτήριο νερό θα εισέρχεσαι να εξαγνιστείς
Περιπλανώμενος σε λειμώνες οι ποιμένες
Ξένιο θα σε ονοματίζουν επισκέπτη
Κι εγώ άγκυρες θα ανεβάζω παλαιών ναυαγίων
Πλεύση θα βρίσκω ξανά σε γαλήνια πελάγη
Τη δική μου βραχονησίδα ζητώντας να βρω μακριά απ' τα εφήμερα
Απόψε θα σε αρνηθώ μια και καλή
Δεν θα έχεις τόπο να στάξεις το δάκρυ σου
Στα παγκάκια της έρημης πλατείας τσίλιες θα φυλάς σαν κλέφτης
Τα νύχια σου θα σκληραίνουν ξάφνου
Αιμόφυρτες οι παρειές σκούρα τα χείλη
Προσωπεία θα σου τάζουν θεοί βλοσυροί
Να γητεύσεις του έρωτα το κρυφό πηγαινέλα
Κωδικούς θα ξεχνάς
Το σφουγγάρι της λήθης θα σφίγγεις
Με πλοιάριο σκεβρό διαδρομές θα διανοίγεις σε πράσινες λίμνες
Θα μετράς τις ακμές των βουνών και θα ξεχνιέσαι
Χοϊκός και δασώδης μες τη πλάνη θα ζεις
Κι εγώ πικραμύγδαλα άγουρα θα τρίβω στα χείλη
Και στου ύπνου τα πέπλα θα βυθίζομαι
Να σε δω να κωπηλατείς κι ένα φιλί στερνό να σου αφήνω στην πλώρη