Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

αμαρτύρητοι στίχοι



Τρία νεκρά κορίτσια έστησαν μια αναθηματική στήλη

Για τον αρχάγγελο του κήπου 

Μέσα στην θαλάσσια δρόσο της αυγής

Βγήκαν χιλιόχρονα ιστία

Με σφραγιστά τα ονόματα των πλοιαρίων 

Ανακόλουθος ο πόνος πισωγύριζε δειλά

Τους κύκλους της ενόρασης στη λάμψη       

Στιχουργήματα παρακλητικά και δασώδεις ύμνοι

Φλυαρούσαν πάνω στα χείλη 

Του απεσταλμένου αρχάγγελου 

 

Μην αποσπάσεις το ορφανεμένο βότσαλο

Από το έγκλειστο δάκρυ της ζωής

Φύλαξε βαθειά στο αίμα σου

Την κρήνη της εμπόλεμης σκηνής

Έτσι που να μην απεργάζεται

Τις κρύπτες των αδένων σου  

Έπειτα στην μάχη δώσου ακμαίος

Και ετοιμότατος  

Μάζεψε άναμμα από της φυγής το αμπέλι

Για να μην κυρτώσει η ευλογία

Της ελιάς πάνω στο είδωλο της λίμνης

Πάρε χαράκι και στιλέτο της αστραπής

Και βίασε τις λευκές ομπρέλες

Που έκρυψαν για πάντα τη μορφή της ζωής 

Και τις αιθέριες γλύπτριες του σήμαντρου

Γαλούχησε τα έμβρυα του ναού

Με το στημόνι της επίγνωσης

Κι άφησε ελεύθερη τη γη να γεννοβολά

Κρινάκια με μαύρους ύπερους

Στη ράχη της αχιβάδας χάραξε έναν χρησμό

Και τον βραχώδη ρόγχο του Τρίτωνα

Και όταν κάποια  στιγμή θα έρθουν οι ξένοι

Από της Ρηνανίας τα μέρη

Φίλεψε τους φασκόμηλο μέντα αχνιστή

Και διοσμαρίνι κρύο

 

Τρεις ξένοι από τα χωριά της Ρηνανίας

Αναθυμούνται τις πλαγιαστές πλάτες

Των ερωμένων τους και σιγούν

Πάρε ένα θυμητάρι φως από την εικόνα

Της γλώσσας

Το στερνό γράμμα από την άνω πόλη

Κι ύστερα αφάνισε μονομιάς

Τις λέμβους της φραγκοσυκιάς

Σαν να ήσουν από χρόνια θαλασσοπόρος

Και μαχητής της αργίλου

Ένας πεισιθάνατος έμπορας της ευστάθειας

Πάρε βαμβάκι που αστόχησε στην αιθάλη   

Και πλύνε τις πληγές στο μηρό

Του αγεφύρωτου  πόντου

Σήκωσε αχούς και τραγούδια

Την ώρα που τα παιδιά κλαίνε

Την ιλαρότητα του ηλιοβασιλέματος

Κούρντισε το τριζόνι στο κύμβαλο της μέρας

Για να αποκτήσουν ζωή οι αναστημένοι αδερφοί

 

Με πείσμα και τέχνη τράβηξε τη βαριά

Που βρήκε πάνω στις αμυχές του αιματίτη 

Έτσι θα έχεις δυο περιστέρια που θα τσιμπολογούν

Τη χολή του έρωτα σου

Κι έναν αποστολέα γέρο και τυφλό να σου θυμίζει

Τα αλληλούια της λαβωμένης σιταρήθρας

Στάσου κοντά μου όταν σου μιλώ

Για τα κοντόκλωνα δέντρα της αλέας

Κι όταν το δάχτυλο ακουμπήσεις

Πάνω στο μάρμαρο

Δεν θα καείς

Ένα αποτύπωμα θα αφήσεις μόνο

Του εσφιγμένου πόθου

Κι όταν αρχίσεις να αναζητάς την ηδονή

Της εκπνοής

Εγώ θα είμαι η πρώτη που θα σου παρασταθώ

Με χέρια βέβηλα

Και πόδια αποστατούντα

Και μάτια βαθυγάλανης φλέβας

 

Θα είμαι εκεί δίπλα στα πέτρινα

Μνήματα των κορασίδων

Να επιτηρώ την ανάληψη της Άγιας πέτρας

Με μόνο στολίδι τη διαιρεμένη φωνή μου

Αναζητώντας τις πατρικίες των αθανάτων

Για σένα ήταν οι χαράξεις πάνω στην στήλη

Ο αρχάγγελος έφυγε δαγκώνοντας τα χείλη του

Ώσπου έσταξε αίμα

Άοπλος από πάθη τράβηξε

Για το οφίκιο της λησμονιάς

Σε σένα έλαχε ο κλήρος μιας δεύτερης ζωής

Πρόσεξε μόνο η ετεροθαλής αδερφή σου

Σμιλεύει με το χώμα παγωμένα ανθάκια

Κυκλάμινου

Και κρουστούς λαιμούς εδωλίων

Μην παραπλανηθείς από τα ζυγωματικά της

Κι  έλα την ώρα που το πεπρωμένο

Του ενάλιου όρκου ορίζει