Στο ανεμόκαμα της εφηβείας μαμά
Είχα την καρδιά σου για αντήλιο
Είχα τη ματιά σου για λιμάνι
Είχα την φωνή σου για ονειροδρόμιο
Μόνη μη μείνω
Σ' εκείνο το περβόλι με τις πιπερίτσες
Ένα απόγευμα ξάφνου μεγάλωσα
Στο έκρυψα μαμά
Για τον απλό μεγάλο λόγο
Πως το στοργικό σου χάδι λαχταρούσα ακόμα
Μικρό παιδί να μείνω
Ταχταρίσματα να μου κάνεις
Στροβιλιστά να γυρίζω γύρω από την ποδιά σου
Στα γόνατά σου τη φωνή μου να καλημερίζω
Μπήκα στην κάμαρα μου και δάκρυσα
Ξυλόγλυπτα αναφάνηκαν μπροστά μου
Τα σκεφτικά σου χέρια
Τ' αγκάλιασα βιαστικά
Λυγαριές κλαίγανε
Στης μέσης σου το δρομάκι σείοντας το άρωμά τους
Πόσο σ' αγαπούσα
Δεν σου μίλησα
Σκεφτική στο τραπέζι έκοβα το ψωμί
Μέτραγα τις βελονιές στο τραπεζομάντηλο
Έκανα χρόνια να σε δω ίσα στα μάτια
Φοβόμουν και τις φουρκέτες
Μα πιο πολύ με ταλάνιζε η σιωπή σου που αγάπη φώναζε
Ποτέ μου δεν μεγάλωσα μαμά
Ποτέ δεν πέταξα τη φανελένια σου κούκλα
Ποτέ δεν έσκισα το τετράδιο με τις ιχνογραφίες
Κοντά μου σε ήθελα βιαστική κι αγέραστη
Σαν πεταλίδα μυθική να γλυκαίνεις το χαμόγελο μου
Ολοδική μου μαμά να μου ξυπνάς
Ολόδροσες μελωδίες στο πάνινο μου καπελάκι
Μέχρι και σήμερα
Μυστικά σου κρατάω ακόμα
Τα πρώτα μου σκιρτήματα
Εκείνο το γλυκό μεθύσι κάτω από τις νεραντζιές
Αν στα φανέρωνα μαμά ίσως σε βάραινα
Ίσως έπαιρναν απόσταση τα φιλιά μας
Φοβόμουν το κεντρί της Άνοιξης
Που επωάζονταν στα βλέφαρά μου
Μην μας χωρίσει
Μην μας αφήσει μ' άκληρες τις χούφτες
Εκεί που κρυφά ακουμπούσες
Το καλοσιδερωμένο μου μαντήλι
Και το ζεστό γλυκό σου άρτο!
Έλαβε μέρος στο 16ο Συμπόσιο Ποίησης που με
φροντίδα και αγάπη διοργάνωσε η φίλη μας Αριστέα