Οι στίχοι που γράψαμε πάνω στο
χνώτο που αφήνει η ανασα μας
στο παγωμένο τζάμι θα αντέξουν
στον αιώνα!
Δεν λαθεύαμε γνωρίζαμε σαφώς
πόσο δυνατοί ήταν καθώς μιλούσαν
για τα μαρτυρολόγια των εφήμερων
ερώτων και κυριως γιατί πρίν από
εμάς ένας άγγελος τους είχε ψιθυρίσει
στο χωνάκι του κρίνου σαν αγγελτήριο
για τη μεγάλη έλευση.
*
Η αγάπη τους ήταν πολύ μεγάλη
και θα ήταν άδικο να θυσιαστεί
στα σκαλοπάτια της λήθης.
Πήραμε λοιπόν απόφαση να την
σκαλίσουμε πάνω στο άδειο
καβούκι μιας υπεραινώβιας
χελώνας αθάνατη να γενεί.
Μας άρεσε η ιδέα πολύ, την
πραγματοποιήσαμε, κουμπώσαμε
ως απάνω τα πουκάμισα μας
και απευθυνθήκαμε ύστερα στη
διεύθυνση αρχαιοτήτων, ξέραμε
καλά πως η πιο σωστή θέση
θα ήταν στις προθήκες των
μουσείων ανάμεσα στα παιδικά
ειδώλια και τις ασημένιες πόρπες.
*
Τρελό λιοπύρι κι ο ζητιάνος
του σταθμού φορούσε μάλλινη
μπλούζα, αμπέχωνο, μπότες
ως απάνω και χοντρή τραγιάσκα.
Ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα.
Δεν ήξερε πως η μοναξιά
των χάλκινων κερμάτων θέλει
πολλά περιτυλίγματα για να μην
φαίνεται η απονιά και η αδιαφορία
των καλοντυμένων κυρίων.
*
Τινάζαμε την καρυδιά να πέσουν
τα καρύδια κι ήταν φθινόπωρο
κι γη φορούσε διπλές στρώσεις
από χαλκοκίτρινα χαλιά.
Ψάχναμε με τα χέρια να βρούμε
απεγνωσμένα τους καρπούς
τους κρυμμένους κάτω από τις
φυλλωσιές.
Ο επιστάτης φώναζε να κάνουμε
πιο γρήγορα.
Κανείς δεν του είχε πει πως το
ασυντόνιστο κυνήγι των καρπών
μοιάζει με την πρώιμη ηδονή
των ανήλικων αγαλμάτων και
θέλει ιδρώτα και σπουδή μεγάλη.
*
Σου είπε τα χαρτιά, σου διάβασε
και τον καφέ.
Η μάγισσα είχε φορεμένο ένα
μακρύ μαύρο φόρεμα με βαθύ
ντεκολτέ και διακοσμημένο με
πλήθος αστέρια και μισοφέγγαρα.
Νόμιζες πως βρέθηκες εγκλωβισμένος
σε μια απέραντη νύχτα χωρίς
καμιά ελπίδα να αποδράσεις.
Αφού τελείωσε και την ευχαρίστησες
κίνησες να πας προς την πόρτα
για να ξεφύγεις από το έρεβος.
αδίκως όμως δεν μπορούσες
να κάνεις ούτε ένα βήμα.
Παραδίπλα σιγόκαιγε η φωτιά
με το καζάνι και το δωμάτιο μύριζε
λιωμένη ποτάσα.