Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

οι χρησμοί του δάσους

Τη μέρα που έφυγες προς το δάσος
Κρατούσες στα χέρια σου
Δυο ελατοκορφές
Πικρά ρυάκια σε συνόδευαν
Απέριττα ελεύθερα
Δεν έβρισκαν τρόπο να συγκλίνουν
Με τον μέγα ποταμό
Ή μήπως τρελά απιστούσαν;
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σου
Να φτάσεις τη κορυφή του ρετσινόδεντρου
Η φωλιά της γερακίνας σου έστελνε
Μηνύματα
Λιτά νοήματα ασαφή
Πώς να τα ερμηνεύσεις;
Η βροχή κόχλαζε στο τζάμι του βράχου
Αλαβάστρινες λέξεις
Λιτά νοήματα ακριβά
Που να τα εμπιστευτείς;
Απλά τα απομνημόνευες στο κίτρινο
Κουτάκι της μαργαρίτας
Ξένιος ο πόνος απαρηγόρητος
Τα ονομάτισες τα Πάθη του Αυγούστου
Και τα φυγάδευσες σιγά- σιγά στη γλώσσα
Της ναρκωμένης οχιάς
Ποτέ δεν τα ερμήνευσες
Απλά παρακαλούσες την έλευση τους
Οι ελατοκορφές έγιναν το σημείο
Της δικής σου σταύρωσης
Αποκλίνουσες λέξεις και εύλαλοι ήχοι
Συνόδευαν την κίνηση της ευκαρπίας
"Ακριβά αρώματα έκρυψε στο χώμα
Μια βιαστική νυφίτσα
Ο επιτάφιος κίονας χλόμιασε ξάφνου
Στον υαλοκαμβά της γης έπεσε νεκρό
Το φτερό του πορφυρού πετεινού
Πριν το ξημέρωμα
Θυμωμένη η πυρκαγιά
Ανέβαζε στην κόμη της
Ψιχαλιστά ώριμα κίτρα
Στο ψυχανθή ιστό της πέτρας
Πέτρωσε της φυγής το ελάφι
Άναψες την οργή του κεραυνού
Σαν ντύθηκες την ομίχλη
Των κοιμητηρίων
Κύκνοι κι ασφόδελοι ταξίδευαν
Στα υπώρεια χωριά
Αποσοβώντας την θράκα των άστρων
Στο θρυμματισμένο τσόφλι του κύματος
Επωάζεται η ευθανασία των εραστών"
Διττά μηνύματα ακριβά
Ξάφνισμα της εικόνας
Σκόρπισες τη γύρη της πέτρας στην θάλασσα
Εκεί που πνίγηκε το τρίσβαθο όνειρό σου
Κι ύστερα κανάκεψες με νανουρίσματα ακριβά
Τα μαύρα ρόδα που είχαν μείνει ορφανά
Στο ανθογυάλι της λίμνης
Τώρα κοιμάσαι αγκαλιά με τα παγωμένα μούσκλια
Τροφή έγινες
Χλόη έγινες
Και φωλιά των γερακιών