Έρχεσαι πάντα νύχτα.
Κατράμι τα χέρια σου και πώς
θα βρω το μικρό σου δάκτυλο
που σου πέρασα κάποτε
το δακτυλίδι των αρραβώνων;
Κατράμι τα μάτια σου
και πώς να αγγίξω τις λίμνες σου
που από μέσα τους αναδύονταν
στοιχισμένες οι μικρές νεράιδες
των παραμυθιών;
Κατράμι ο αυχένας σου
που πάνω του έβρισκαν χώρο άπλετο
για να ξεκουράζονται οι πονεμένοι
μου καρποί και τώρα πού να εφορμήσουν;
Κατράμι οι μηροί σου και με αφήνουν
ανέραστη να παρακολουθώ
την τρελή πορεία των οχημάτων
σε εκείνη την λεωφόρο που
με πρωτοκοίταξες κάποιο
μακρινό απόγευμα Κυριακής.
Κατράμι ο θώρακας σου εκεί
που πέρναγες τα φυσεκλίκια
κι άναβαν στα βουνά του δειλινού
οι φωτιές για να φωτογραφίζονται
τα νεαρά ζευγάρια με ζωντανά
χρώματα παρμένα απ' τις σπίθες τους.
Κατράμι τέλος η καρδιά σου
που έβρισκαν φωλιά τα αηδόνια
και οι κοκκινολαίμηδες κι απίθωναν
εκεί τα αυγά τους έτσι που ο κόσμος
να μπαίνει στο γλέντι ξανά
και να κερδίζει πόντους η ομορφιά
στη σκακιέρα της ζωής.
Έρχεσαι πάντα νύχτα
κι εγώ ξεχασμένη στην απέναντι όχθη
ενός βουερού ποταμού πώς να
σε συναντήσω που έκοψες τα
γεφύρια όλα με την ορμή
των δακρύων σου;