Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Έβγαινε στην αυλή με τα
Καλαίσθητα παρτέρια
Παντού σαρκοβόρα φυτά
Κι αφανισμένες σημύδες του χθες
Χορτάριαζε το χέρι του στις πέτρες
Και στα πολύριζα
Ανάριος ο τόπος σαν τα υγρά σημάδια
Στο περίγραμμα του φιλιού
Στο σιντριβάνι ριγμένο ένα κομμάτι
Ύφασμα με κεντημένα πάνω του
Τα δυο αρχικά μιας οργισμένης αγάπης
Στύλωνε τα μάτια διέκρινε το πρώτο
Μονόγραμμα καθαρά
"Άλφα" αναστάσιμα ανθισμένο
Χάνονταν ασαφής η όραση του
Στο δεύτερο μονόγραμμα
Κάτι ανάμεσα σε "Ζήτα" και "Ύψιλον"
Σαρκοβόρα φυτά παντού κι ένας κάκτος
Κοντόθωρος στου χρόνου τα πανιά
Η λίστα των εντόμων και το νωπό
Πουκάμισο της βέργας αδειανό
Μια αράχνη μόνο μπερδεύονταν
Στα μαλαματένια στημόνια της γης
Ξέχασε τις ανάρριχτες βελονιές
Αν κινδυνεύεις χρεώνεις
Δάνεια πολλά στη μοναξιά
Μια τεθλασμένη γραμμή
Στο κλειστό ορίζοντα του πηγαδιού
Τον απορροφούσε
Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Οι φωλιές στην αγκαλιά της οξιάς
Πλημμύριζαν νότες ανειρηνευτων πουλιών
Με καλλίγραμμα ράμφη
Σε αυστηρά εξάγωνα σχήματα
"Ζήτα" ή "Ύψιλον" έπαψαν πια να το παιδεύουν
Τουναντίον τα απολάμβανε
Η Ζωή επιζητεί το μέγα 'Υψος
Για να Αναστηθεί
Έκλεισε την στρόφιγγα στο σιντριβάνι
Το νερό κυοφορούσε δάκρυα γυρίνων
Μάζεψε το ύφασμα
Μια μοναξιά…
Τώρα στο σπίτι έγραφε στίχους
Πάνω στο δεύτερο μονόγραμμα
Ποτέ δεν απίστησε
Κάθε που έφταναν οι γερανοί
Τα σαρκοβόρα φυτά γίνονταν
Καμπανούλες κι ανεμώνες
Μέλισσες οργίαζαν πλάι
Στο μεθυσμένο Αηδόνι
Ο θάνατος επιζητεί το μέγα ύψος
Για να αναστηθεί
Η τεθλασμένη του κήπου άπλωνε
Το μαύρο μαντήλι στην ακριβή πτυχή
Της αόρατης βεντάλιας
Ήταν πια συνηθισμένος
Στις μεταμορφώσεις του σώματος
Έβγαινε στην αυλή με τα
Καλαίσθητα παρτέρια
Παντού σαρκοβόρα φυτά
Κι αφανισμένες σημύδες του χθες
Χορτάριαζε το χέρι του στις πέτρες
Και στα πολύριζα
Ανάριος ο τόπος σαν τα υγρά σημάδια
Στο περίγραμμα του φιλιού
Στο σιντριβάνι ριγμένο ένα κομμάτι
Ύφασμα με κεντημένα πάνω του
Τα δυο αρχικά μιας οργισμένης αγάπης
Στύλωνε τα μάτια διέκρινε το πρώτο
Μονόγραμμα καθαρά
"Άλφα" αναστάσιμα ανθισμένο
Χάνονταν ασαφής η όραση του
Στο δεύτερο μονόγραμμα
Κάτι ανάμεσα σε "Ζήτα" και "Ύψιλον"
Σαρκοβόρα φυτά παντού κι ένας κάκτος
Κοντόθωρος στου χρόνου τα πανιά
Η λίστα των εντόμων και το νωπό
Πουκάμισο της βέργας αδειανό
Μια αράχνη μόνο μπερδεύονταν
Στα μαλαματένια στημόνια της γης
Ξέχασε τις ανάρριχτες βελονιές
Αν κινδυνεύεις χρεώνεις
Δάνεια πολλά στη μοναξιά
Μια τεθλασμένη γραμμή
Στο κλειστό ορίζοντα του πηγαδιού
Τον απορροφούσε
Κάθε που έφευγαν οι γερανοί
Οι φωλιές στην αγκαλιά της οξιάς
Πλημμύριζαν νότες ανειρηνευτων πουλιών
Με καλλίγραμμα ράμφη
Σε αυστηρά εξάγωνα σχήματα
"Ζήτα" ή "Ύψιλον" έπαψαν πια να το παιδεύουν
Τουναντίον τα απολάμβανε
Η Ζωή επιζητεί το μέγα 'Υψος
Για να Αναστηθεί
Έκλεισε την στρόφιγγα στο σιντριβάνι
Το νερό κυοφορούσε δάκρυα γυρίνων
Μάζεψε το ύφασμα
Μια μοναξιά…
Τώρα στο σπίτι έγραφε στίχους
Πάνω στο δεύτερο μονόγραμμα
Ποτέ δεν απίστησε
Κάθε που έφταναν οι γερανοί
Τα σαρκοβόρα φυτά γίνονταν
Καμπανούλες κι ανεμώνες
Μέλισσες οργίαζαν πλάι
Στο μεθυσμένο Αηδόνι
Ο θάνατος επιζητεί το μέγα ύψος
Για να αναστηθεί
Η τεθλασμένη του κήπου άπλωνε
Το μαύρο μαντήλι στην ακριβή πτυχή
Της αόρατης βεντάλιας
Ήταν πια συνηθισμένος
Στις μεταμορφώσεις του σώματος