Στο πεζούλι η γιαγιά
Σου ξεσπύριζε σποράκι - σποράκι
Τα κομμένα απ' τους αγρούς στάχυα
Με περηφάνια περίσσια αρχοντική
Διάνοιγε αυλακιές στα πέτρινα τριγύρω τοιχία
Να ξεγελιέται για λίγο μια πείνα αρχέγονη
Δική σου πείνα και πείνα των οικείων σου
Χαιρόσουν σαν να σε άγγιζε
Φτεράκι πεταλούδας στη γυμνή σου κνήμη
Στο πεζούλι σκυφτή η γιαγιά
Μαυροφορούσα με βαθιές τις ρυτίδες
Και τα χέρια δύσκαμπτα από τις ταλαιπώριες
Σου 'φερνε τον πλούτο του κόσμου
Μέσα σ' ένα κυριακάτικο μπακιρένιο πιάτο
Ποτέ όσο ζεις δεν θα ξεχάσεις τα χέρια της
Ακάματα σαν τους ποταμούς του χειμώνα
Το κάπως αφελές και θλιμμένο βλέμμα της
Μα τόσο στοργικό για την ζωή των ταπεινών
Εκείνες τις ρυτίδες που χάρτες γίνονταν
Να μαθαίνεις σπιθαμή - σπιθαμή τον κόσμο ολάκερο
Που δρόμοι γίνονταν να σε πηγαίνουν
Στης ευτυχίας τη χώρα πάνω σε άτι ολόλευκο
Μα πάνω απ' όλα θα θυμάσαι για πάντα
Το ελάχιστό της χαμόγελο
Που στο άνοιγμά του στόχευες το μεγαλείο της χαράς
Και την γευόσουν μ' απλότητα φυσική
Σαν όπως γευόσουν τα άστρα απ' το δέντρο της αυλής
Παρέα με τ' αδέρφια σου ντάλα καλοκαίρι
Κι αν ήταν δύσκολα τα χρόνια και σκληρά
Μια σποριά στάρι σου ήταν αρκετή
Για να πλάθεις όνειρα χρωματιστά
Όπως τους ανεμόμυλους τους παιδικούς
Που στα παζάρια του τόπου σου χάζευες
Και τόσο απέλπιδα ποθούσες ν' αποκτήσεις
Σαν τους ανεμόμυλους
Αγαπημένος αυτός ο στρόβιλος σε συνέπαιρνε
Αγαπημένος κι αυτός ο μετεωρισμός σε ακολουθούσε
Γρήγορα όμως επέστρεφες ξανά εκεί
Παρηγοριόσουν με τα λίγα ξανθωπά σποράκια
Απ' το μεσάλι της γιαγιάς σου
Κι αν ένα σπουργίτι εμμονικά σε περιτριγύριζε
Συντράπεζο το έκανες στη γιορτή σου
"Γιατί είναι άπρεπο να μην αγαπάς και να μην συντρέχεις
Ό,τι η γη κλείνει στις χούφτες της και το θρέφει"
Λόγια της γιαγιάς, θυμοσοφία αιώνων
Που το κύτταρο σου με αχορτασιά αφομοίωσε
Να έχει το μέλλον κληρονομιά να πάρει από εσένα