Αν ποτέ έρθεις αγάπη
εγώ θα φοράω το μαύρο
ημίκοντο φόρεμα μου.
Ακριβό ρούχο με τέσσερις
πιέτες μεταξωτές στο
τελείωμα να μπαίνει
ο ήλιος σάρκα να παίρνουν
τα όνειρα κάθε ξωμάχου.
Ένας ραφτάκος αριστερόχειρας
μου το έραψε πάνε χρόνια τώρα.
Πώς να τα υπολογίσω;
Προσεκτική δουλειά, τίμια
Φρόντισε στις κουμπότρυπες
της ράχης να βάλει
την περίσσεια του τέχνη του
έτσι που τα κουμπιά να
θηλυκώνουν σφιχτά το γυμνό
τοπίο των σπονδύλων.
Καλό ρούχο φολιδωτό με την
λεβάντα να έχει διαπεράσει
τις ραφές του μπούστου
και το γιορτινό γιακαδάκι
με την χειροποίητη δαντέλα.
Το συντηρώ αγάπη για σένα.
Μία και μόνη φορά
το φόρεσα σε μια τελετή
αφιερωμένη σε ένα αδούλωτο
πνεύμα απ' το χώρο της τέχνης.
Ξεχνώ το όνομα του.
Δεν τσαλακώθηκε καθόλου
μόνο με λίγο ιδρώτα
λερώθηκε στις αμασχάλες.
Το έπλυνα αγάπη
με το παλιό σαπούνι της μαμάς.
Μοσχομύριζε ελιά, σπίτι,
χέρι φιλικό και ξυλάκι κανελας.
Αν λοιπόν έρθεις αγάπη
αυτό θα βάλω.
Ξέρεις, νομίζω
πως θα με αγαπήσεις
μέσα από αυτό
το ρούχο, εσύ που
πάντα κατέλυες στης
ομορφιάς τα φιλήδονα χείλη.
Α! δεν σου είπα:
Κάποτε πήγα να το χάσω.
Μια τσιγγανοπούλα πολύ
το λάτρεψε κι ήθελε
να μου το πάρει.
Ταίριαζε λέει με τις
δέκα σειρές χρυσά βραχιόλια
που είχε και με τους δυο
πλατινένιους κυνόδοντες της
που φάνταζαν όταν χαμογελούσε.
Δεν με έπεισε.
Έφυγε κακιωμένη κρατώντας
μία τράπουλα στο χέρι.
Πάνε χρόνια που δεν φάνηκε
πάλι προς τα εδώ.
Ίσως και να μετακόμισε
στις πολιτείες του βορρά.
Ποιος ξέρει.
Αν δεν έρθεις εδώ να ξέρεις
πως το φόρεμα αυτό
που τόσο αγαπούσες
θα το χαρίσω.
Αν φανεί η τσιγγανοπούλα
να μου μιλήσει ξανά για
μεγάλες πόρτες, για δρόμους
ανοιχτούς και για
τα μελλούμενα δεν θα αντισταθώ.
Της πάει άλλωστε γάντι
αυτό το φιδίσιο φόρεμα
κι έτσι ψηλή που είναι
ως το γόνατο θα της πέφτουν
οι φραμπαλάδες του και
θα σείονται ρυθμικά κάτω
από τον ήχο των βραχιολιών.