Δάκρυσε η νύχτα απόψε
κι έκρυψε την πανσέληνο
πίσω από τα σύννεφα.
Βαριά, πολλά τα δάκρυα
έφυγαν από το πέπλο
του ουρανού κι έγιναν
βροχή δυνατή συνοδευόμενη
από βροντές και αστραπές.
Απογοητεύτηκαν όσοι είχαν
βγει για να αποθανατίσουν
την πανσέληνο.
Αδράνησαν οι μηχανές τους,
αδράνησαν τα μάτια τους
κι επέστρεψαν άπραγοι
στο σπίτι τους πίσω από τους
κίτρινους λόφους και τις
ξύλινες παράγκες με τα τρωκτικά.
Τα παιδιά ξύπνησαν, τους πλησίασαν
για να τους δώσουν κουράγιο
όμως αυτοί δεν μίλησαν
απλά πήγαν στην κουζίνα
κι έψησαν καφέ για δύο.
Κάτω από τις σανίδες του
δαπέδου στο κατώι με τον
αχυρώνα τα ζώα φούρμαζαν
ανήσυχα.
Δεν έδωσαν βάση, δεν τα
παρηγόρησαν μόνο βγήκαν
στο μπαλονάκι να δουν
τη βροχή που η νύχτα τη
συντηρούσε παντοιοτρόπως.
Ο καφές αχνιστός τους έκαψε
τη γλώσσα παρόλα αυτά
συνέχισαν να τον πίνουν
με μεγάλες γουλιές.
Και όπως εστίαζαν το βλέμμα
τους στον ουρανό είδαν ντροπαλή
να προβάλλει, φορτωμένη
τα κάλλη της, η πανσέληνος.
Χαμογέλασαν.
Τσιτώθηκε το μάγουλο τους.
Άναψαν τα μάτια τους.
Εκείνη την πανσέληνο
την φωτογράφισαν τελικά
μόνο στη μνήμη τους.
Την έκαναν δική τους
στα γρήγορα πριν ξαναχαθεί
και τους εγκαταλείψει
αγαπώντας τον ουρανό
πιο πολύ από αυτούς που
έστω στιγμιαία την είχαν
κατακτήσει αληθινά για πρώτη φορά.