Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Το κυδωνόπαστο

Εμείς τους νεκρούς μας δεν τους
στέλνουμε απεριποίητους κι 
απροστάτευτους στο χώμα. 
Και δεν εννοώ μόνο το ρουχισμό τους
που πάντα είναι ιδιαίτερος αλλά
και για τον οπλισμό που μαζί τούς δίνουμε. 
Ένα ζευγάρι σπαθιά τοποθετούμε πάντα 
στην κάσα τους και λάμες αστραφτερές
για τον αγώνα που θα δώσουν 
στο σύνορο του ποταμού με τα
κακά πνεύματα και τα ύπουλα 
δαιμόνια. 

Με ηρεμία κοιμόμαστε τις νύχτες 
ποντάροντας στη νίκη τους. 
Στα όνειρα μας έρχονται τροπαιοφόροι
και μας φιλεύουν πολλά ορεκτικά,
κρύες σούπες και ψητά της γάστρας. 
Το πρωί την ώρα που ξυπνάμε
αισθανόμαστε την παρουσία τους
στους ολόσωμους καθρέφτες της
εισόδου. 
Μας παρακολουθούν μειδιώντας 
κι εμείς εξετάζουμε τα μάτια τους
αν έχουν κάποια πίκρα ή διάφορο 
με κανέναν. 
Τους καθησυχάζουμε χώνοντας 
στη τσέπη τους κέρματα για τσιγάρα. 

Χορτάτοι όπως είμαστε δεν
πιάνουμε καν μες στη μέρα τα τσουκάλια. 
Η μόνη μας τροφή ρόδια και κυδώνια 
απ' τον κήπο εκεί που μικρή σκάρωνες 
παιχνίδια με τις πάνινες κούκλες σου
υπό την επιτήρηση της μάνας σου. 
Όταν το απόγευμα πηγαίνουμε 
στα μνήματα δεν τους πάμε λουλούδια,
ούτε λιβάνι, ούτε καρβουνάκια 
παρά μόνο δύο μερίδες κυδωνόπαστο 
και ζεστό ψωμί να έχουν να θυμούνται 
κάτι από τις γήινες γεύσεις και τον 
ιδρώτα της μάνας πάνω στο μαντήλι. 

Οι οβολοί

Ψάχναμε ανάμεσα στα πτώματα 
τον άνθρωπο μας.
Κρανία παραμορφωμένα, μάτια 
χυμένα και μυαλά, γη μπλαβισμένη 
από το αίμα και το μπαρούτι. 
Πουθενά ο άνθρωπος μας.
Πουθενά ένα σημάδι του.
Τότε κι ενώ κάναμε να φύγουμε 
ήρθε ο αγγελιοφόρος και μας μήνυσε 
πως ανελήφθηκε ο δικός μας άνθρωπος 
τα ξημερώματα. 
Ένας αρχάγγελος τον συνόδεψε και 
του όρισε καθήκοντα 
Πόστο έπιασε στις πύλες του ουρανού 
μας είπε κι από εκεί μας παρατηρεί με 
το μεγάλο γυάλινο μάτι του.
Δεν του ξεφεύγει τίποτα.
Έτσι κι εμείς σταματήσαμε να αμαρτάνουμε
και να μεθάμε στα κρασοπουλιά. 
Ερωτευτήκαμε ένα σύννεφο και κάθε 
πρώτη Κυριακή του χρόνου τον
επισκεπτόμαστε με λίγους οβολούς 
στην τσέπη δανεικούς. 
Έχουν τη χρεία μας οι νεκροί των μαχών.

Στιγμιαία κατάκτηση

Δάκρυσε η νύχτα απόψε 
κι έκρυψε την πανσέληνο 
πίσω από τα σύννεφα. 
Βαριά, πολλά τα δάκρυα 
έφυγαν από το πέπλο 
του ουρανού κι έγιναν 
βροχή δυνατή συνοδευόμενη 
από βροντές και αστραπές. 
Απογοητεύτηκαν όσοι είχαν
βγει για να αποθανατίσουν 
την πανσέληνο. 

Αδράνησαν οι μηχανές τους,
αδράνησαν τα μάτια τους
κι επέστρεψαν άπραγοι 
στο σπίτι τους πίσω από τους
κίτρινους λόφους και τις 
ξύλινες παράγκες με τα τρωκτικά. 
Τα παιδιά ξύπνησαν, τους πλησίασαν 
για να τους δώσουν κουράγιο 
όμως αυτοί δεν μίλησαν 
απλά πήγαν στην κουζίνα 
κι έψησαν καφέ για δύο. 

Κάτω από τις σανίδες του 
δαπέδου στο κατώι με τον 
αχυρώνα τα ζώα φούρμαζαν 
ανήσυχα. 
Δεν έδωσαν βάση, δεν τα
παρηγόρησαν μόνο βγήκαν 
στο μπαλονάκι να δουν 
τη βροχή που η νύχτα τη
συντηρούσε παντοιοτρόπως.

Ο καφές αχνιστός τους έκαψε 
τη γλώσσα παρόλα αυτά 
συνέχισαν να τον πίνουν 
με μεγάλες γουλιές. 
Και όπως εστίαζαν το βλέμμα 
τους στον ουρανό είδαν ντροπαλή 
να προβάλλει, φορτωμένη 
τα κάλλη της, η πανσέληνος. 
Χαμογέλασαν.
Τσιτώθηκε το μάγουλο τους.
Άναψαν τα μάτια τους.

Εκείνη την πανσέληνο 
την φωτογράφισαν τελικά 
μόνο στη μνήμη τους. 
Την έκαναν δική τους 
στα γρήγορα πριν ξαναχαθεί 
και τους εγκαταλείψει 
αγαπώντας τον ουρανό 
πιο πολύ από αυτούς που
έστω στιγμιαία την είχαν 
κατακτήσει αληθινά για πρώτη φορά.