Νυχτώνουν οι άμαξες στα πέτρινα
Μονοπάτια του βιβλικού τόξου
Οι ρίζες τρίζουν ρυθμικά
Κάτω από τα ροζακιά
Πέλματα των μπαλαρίνων
Βυθισμένη μπρος στον καθρέφτη
Νοστάλγησα λίγη σκόνη από το είδωλο σου
Ψαύσε τα χέρια της μάγισσας
Στο μεσοστράτι των σελίδων
Ακούμπησε τρεις συλλογές ποιημάτων
Τον άνεμο ψαύσε
Την γιορτή
Την αριθμητική μοίρα των φωνηέντων
Το αηδόνι που αποθαρρημένο
Αποσκίρτησε από τα μάτια μου
Μελάνι έγινα και μούσα
Στους βοτσαλωτούς κήπους του έρωτα
Έμβλημα ερμητικής γραφής
Στο προπύργιο της ανέκφραστης καμάρας
Ριγούν τα γεφύρια
Σεισμοί καταφτάνουν και γέλωτες
Στην ελαιογραφία του δυτικού κωπηλάτη
Χρώματα σφίγγουν το περιλαίμιο
Σημάδι της τύχης
Παραμορφώσεις υδάτων δίπλα
Στο καιόμενο σπυρί της άμμου
Εμβρόντητοι οι αμαξηλάτες ζήτησαν
Κανόνα και γνώμονα από την
Απελθούσα γεωμετρία
Κρύψε τη πένα σου άσκοπα το αίμα
Μη σχηματίσει ιριδισμούς
Στη βαλβίδα της γης
Που είναι το πέλαγος;
Ποτέ δεν πίστεψα στην ακίδα του πόνου
Στον δρυμώνα του Καύκασου
Κρύβω το χαμόγελο μου
Ψαύσε το σώμα μου
Και γαλήνια αποκοιμήσου μέσα
Στον αποδημητικό χνώτο των δελφινιών
Αδεής πρόστρεξα στους αιματοδείκτες σου
Και στο λοφίσκο του Βορρά
Έστησα αντίσκηνο
Προς δόξαν της πλανητικής Αγάπης.