Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ομολογίες ζώης

Φυσάει βοριάς και παίρνει 
τα καπέλα από τις κυρίες 
και τα πετάει στη θάλασσα. 
Αρπάζει τα σκουφάκια των 
παιδιών και στα ύψη τα πηγαίνει 
χειρομάντηλα να γίνουν να
σκουπίζουν τα δάκρυα τους
τα χερουβίμ.
Τρέχει ο κόσμος αλαλάζοντας 
να κρυφτεί στα υγρά σπίτια. 
Σπρώχνει ο βοριάς τα σώματα τους.
Παίρνουν φωτιά οι καμινάδες.
Σπίθες και τριγμοί ξύλων.
Τζάκια και τουλίπες καπνού. 

Ερημώνει η πλατεία.
Ο καστανάς κατεβάζει τα χέρια άεργος,
πίνει τσίπουρο και ταΐζει 
τα ορφανά περιστέρια. 
Σβήνει η θράκα.
Σκορπίζεται η στάχτη. 
Ο καστανάς τρίβει τα μάτια του.
Μαβίζουν τα χείλη, κοκκινίζει ο ορίζοντας
Ώρα δειλινού. 
Ο καστανάς θυμάται τα σκοτωμένα 
παιδιά.
Δεν κλαίει παρά γελάει δυνατά. 
Τα περιστέρια τσιμπολογούν 
σπόρια ερημίας κι ύστερα με ένα 
φρουστ εξαφανίζονται.

Ο καστανάς έντρομος πετάει 
τη χτεσινή εφημερίδα στον υπόνομο. 
Ανοίγουν παράθυρα. 
Οι μανάδες δεν δακρύζουν άλλο πια.
Μόνο ορισμένες χαρακώνουν ακόμα 
βαθιά τα μάγουλα τους.
Τα σκοτωμένα παιδιά 
επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Βαθιές οι πληγές, τις κλείνουν
σχολαστικά. 
Χειμωνιάτικο βράδυ και τα νεκρά 
παιδιά  μυρίζουν αιθάλη, κάρβουνο
και ζαχαρωμένο μέλι. 
Παραλογίζονται οι μανάδες.
Ρίχνουν τα μάτια στη θάλασσα.
Κατευθύνονται ως τα εκεί να πνίξουν 
τα καπέλα που επιπλέουν με χέρια σαΐτες. 

Ηφαίστεια τα μάτια σου ενεργά

"Δεν χαίρομαι πια
 τις αμυγδαλιές στον κήπο 
 που σε θυμίζουν."

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες 

                          σε εσένα 

Τα μάτια σου μαύρα 
σαν δυο πιτσιλιές μελάνης 
στην επιφάνεια του χιονιού. 
Αχ πόσο αγάπησα αυτά τα σκοτάδια 
που έντυναν περιμετρικά τις κόρες 
σου.
Έμπαινα  στον βυθό τους κι ήταν 
σαν να περιδιάβαινα ζαλισμένη 
κρατήρες ενεργών ηφαιστείων. 

Άκουγα τη γη να βρυχάται, 
να εξαπολύει βλαστήμιες 
και ακατάσχετα λόγια. 
Παρακολουθούσα εκστασιασμένη
και στις ραφές του φορέματος 
μου έκρυβα λέξεις και κωδικούς. 
Πλησίαζα σε απόσταση αναπνοής. 
Δεν φοβόμουν, η λάβα δεν με τρόμαζε 
τουναντίον μάλιστα μπορώ 
να πω πως μαγευόμουν.

Μαθημένη καθώς ήμουν από του έρωτα 
τις φωτιές, μεθούσα μην κάνοντας 
βήμα πίσω. 
Έβαζα το αυτί πάνω στη σάρκα της γης
για να ακούω καλύτερα. 
Σε διάβαζα πιο καλά, σε μελετούσα.
Κι ήταν φορές που αποκοιμιόμουν 
κάτω από τη ρυθμική αντήχηση 
των κρότων.
Πήγαινα σε όνειρα ψυχεδελικά 
με τη φαντασία να καλπάζει αχαλίνωτη
μέσα σε ηδονικά δωμάτια φτηνών 
ξενοδοχείων.

Τα μάτια σου έβενοι λαμπεροί.
Το μόνο που με φόβιζε κοντά τους
ήταν να μην στάξουν δάκρυ καυτό. 
Τα δάκρυα πνίγουν  και σκοτώνουν 
πιο πολύ από τη λάβα. 
Αποσυνθέτουν το σώμα, σκεβρώνουν 
τη μνήμη καταστρέφουν τη ζωή. 
Και χωρίς σώμα, μνήμη, και ζωή 
πώς θα βγαίνω στους κρατήρες 
να αποθησαυρίζω καταχθόνιους
φθόγγους που ποιήματα ζωντανά 
θα γεννούν ικανά να σε φέρουν πίσω.