Φυσάει βοριάς και παίρνει
τα καπέλα από τις κυρίες
και τα πετάει στη θάλασσα.
Αρπάζει τα σκουφάκια των
παιδιών και στα ύψη τα πηγαίνει
χειρομάντηλα να γίνουν να
σκουπίζουν τα δάκρυα τους
τα χερουβίμ.
Τρέχει ο κόσμος αλαλάζοντας
να κρυφτεί στα υγρά σπίτια.
Σπρώχνει ο βοριάς τα σώματα τους.
Παίρνουν φωτιά οι καμινάδες.
Σπίθες και τριγμοί ξύλων.
Τζάκια και τουλίπες καπνού.
Ερημώνει η πλατεία.
Ο καστανάς κατεβάζει τα χέρια άεργος,
πίνει τσίπουρο και ταΐζει
τα ορφανά περιστέρια.
Σβήνει η θράκα.
Σκορπίζεται η στάχτη.
Ο καστανάς τρίβει τα μάτια του.
Μαβίζουν τα χείλη, κοκκινίζει ο ορίζοντας
Ώρα δειλινού.
Ο καστανάς θυμάται τα σκοτωμένα
παιδιά.
Δεν κλαίει παρά γελάει δυνατά.
Τα περιστέρια τσιμπολογούν
σπόρια ερημίας κι ύστερα με ένα
φρουστ εξαφανίζονται.
Ο καστανάς έντρομος πετάει
τη χτεσινή εφημερίδα στον υπόνομο.
Ανοίγουν παράθυρα.
Οι μανάδες δεν δακρύζουν άλλο πια.
Μόνο ορισμένες χαρακώνουν ακόμα
βαθιά τα μάγουλα τους.
Τα σκοτωμένα παιδιά
επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Βαθιές οι πληγές, τις κλείνουν
σχολαστικά.
Χειμωνιάτικο βράδυ και τα νεκρά
παιδιά μυρίζουν αιθάλη, κάρβουνο
και ζαχαρωμένο μέλι.
Παραλογίζονται οι μανάδες.
Ρίχνουν τα μάτια στη θάλασσα.
Κατευθύνονται ως τα εκεί να πνίξουν
τα καπέλα που επιπλέουν με χέρια σαΐτες.