Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Επάνοδος χωρίς όρους

            Ξεχάστηκα εδώ για να θρηνώ 

Στο τσίνορο με βρήκε το βέλος σου.
Ακριβώς στο σημείο που είχα 
μια βαθιά ουλή από παιδικό τραύμα. 
(Ακόμα θυμάμαι τον πετροπόλεμο
που παίζαμε κάτω από την εποπτεία 
των άστρων.)
Πόνεσα, ήμουν στα βάθη της θάλασσας 
και κολυμπούσα πλάι σε ένα παιχνιδιάρικο 
δελφίνι. 
Κύλησε το αί­μα μου κι έβαψε το γαλάζιο. 
Το δελφίνι αναστατώθηκε και με το
πτερύγιο του φρόντισε την πληγή μου.
Βούρκωσα και το ευχαρίστησα. 

Είχα πολλή απόσταση να διασχίσω μέχρι 
να βγω στην ακτή. 
Έπρεπε  να δράσω πριν με βρει η νύχτα. 
Αδημονούσα να σε βρω, να σε πετύχω 
πίσω από τα αρμυρίκια και το λόγο 
της επίθεσης να σου ζητήσω. 
Λιγοστές οι δυνάμεις μου μάκραιναν 
την απόσταση. 
Το δελφίνι από κοντά μου θαλάσσιους 
μου άνοιγε δρόμους και με επικουρούσε. 

Ανοιχτή η πληγή και με βασάνιζε. 
Μεγάλο το πέλαγος και με πολιορκούσε. 
Δεν είχα Άγιο να παρακαλέσω. 
Δεν είχα μάνα να με γνοιαστεί. 
Μου έλειπε και το κερί απ' το χέρι 
πάνω στην αιχμή του κύματος 
να το ανάψω. 
Έμεινα πιασμένη από το πτερύγιο 
του δελφινιού να ατενίζω την 
απομακρυσμένη ακτή. 

Όταν κάποτε ύστερα από ώρες 
βγήκα έξω κανείς δεν ήταν στην ακτή. 
Είχε κι ένα φεγγάρι κατακόκκινο
να με κοιτάζει ύποπτα. 
Συνεργός σου ήταν δίχως άλλο. 
Πάντα τα φεγγάρια του Αυγούστου 
με βασάνιζαν.
Έψαυσα την πληγή μου.
Πήρα το βέλος και το  πέταξα στη θάλασσα 
πέτυχε το δελφίνι και το σκότωσε.

Τώρα είχα να θρηνήσω δύο θανάτους,
τον δικό σου και του δελφινιού. 
Κατάμονη άπλωσα της λησμονιάς 
το σημαία μήπως κάποιος με δει.
Τίποτα. 
Χρόνια δέκα παραμένω στο ίδιο σημείο 
μαζί με τα αυγουστιάτικα φεγγάρια 
να πενθώ και να ζητιανεύω την επάνοδο 
σου χωρίς όρους στον κόσμο.