Απόστασαν οι θάλασσες
Σκέβρωσαν απ' την πολύ αρμύρα τα πελάγη
Μαύρο πετούμενο ο πόνος
Και πως να τον δαμάσεις;
Σκύβεις δεν κλαις
Θυμάσαι αρχαία ναυάγια
Σκιές τυμβωρύχων
Και ένα κλειδωμένο σεντούκι
Με τα πιο ακριβά ενθύμια:
Του πατέρα το καπέλο
Της μάνας την εσάρπα
Του αδερφού την ψεύτικη διχάλα
Κι ένα τόπι πάνινο δικό σου
Εχτές πριν νυχτώσει
Κλάδεψες το γιασεμί
Στεφάνωσες με τα κλαδιά του
Την κρύα κάμαρα
Ο πόθος να επιστρέψει
Τα χρόνια να λουστούν με μύρα
Το μπαλωμένο σου πουκάμισο
Την ζεστασιά να πάρει του Ιούλη
Αδίκως όμως...
Απόστασαν οι θάλασσες
Εκείνες που τρελά σε γύρευαν τις αυγές
Θάμπωσε το ματογυάλι του φαροφύλακα
Το καράβι εξέπεμψε s.o.s
Θρήνησαν ως και οι βράχοι
Που το χοντρό ετοίμαζαν αλάτι
Για το στερνό δείπνο του ναυτόπουλου
Εσύ απόμακρος σαν τηγμένο μέταλλο
Εμπιστεύτηκες τα σταυρωμένα φιλιά μας στα χάη
Η πορφύρα της δύσης λεκιάστηκε με μαύρο αίμα
Κι οι αστραπές φοβήθηκαν μη μας βρει κακό θανατικό
Απόστασαν κι οι δρόμοι
Θέλησαν σε γκρίζα κουβάρια να μαζευτούν
Αφανίστηκαν πλακάτ πεζοί χαρτορίχτρες
Οι ουράνιοι ταξιδευτές
Θυμήθηκαν ξάφνου
Τη μυστική τους αποστολή
Κι άνοιξαν τις φτερούγες τους
Να σκεπάσουν την σπασμένη του μουσείου προτομή
Προφητικά τα πουλιά μίλησαν
Με λόγια διφορούμενα κι ασαφή:
"Οι Θεοί θα βουβαθούν μπρος
στο πηγάδι με το λιωμένο μολύβι
και μόνο μια καρδιά αιμάσσουσα
θα εξορύξει ευλαβικά
του ανθρώπου το πιο ακριβό ορυκτό"
Προφητικά τα πουλιά μίλησαν
Και μακριά πετάρισαν
Πάνω στα νέφη να απίθωσουν
Των μαρμάρων τις εγχάρακτες λέξεις
Να τις υμνούν οι άγγελοι στις νυχτερινές συνάξεις τους
Αφιερωμένο