Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Συνεύρεση

Αποτέλεσμα εικόνας για το δικό μου άστρο

Απόψε συνάντησα ένα αστέρι
Αλήθεια σας λέω
Ένα αστέρι
Από εκείνα
Που τα παιδιά
Στις ζωγραφιές τους
Καρφώνουν
Εννέα μήνες
Θα κυοφορώ το φως του
Αμυδρό φως γαλήνιο
Κι όταν η στιγμή θα 'ρθει
Στη μοναξιά των φύλλων
Έναν Θεό
Μ' αβρές πατούσες
Θα γεννήσω
Αστραποφόρο
Λευκά να γίνονται ξάφνου
Τα κράσπεδα των ηφαιστείων
Και διάτρητες οι θαλάσσιες στοές
Ολόφρεσκα να μου φέρνουν φιλιά

Απόψε ερωτεύτηκα ένα βότσαλο
Τον λόγο μου σας δίνω
Ένα βότσαλο ολοστρόγγυλο
Σαν εκείνα
Που πάνω τους οι χαράκτες
Μικρά αφήνουν σημάδια:
Μια λέξη μια μορφή
Μια ακτογραμμή ένα φτερό
Εννέα μήνες
Μαζί του θα μιλώ
Αναθηματικό να γίνει σημείο
Ένας βράχος
Ολόγιομος με πεταλίδες
Εκεί να γυρνάς
Σε κοχύλια
Να φυγαδεύεις τις ώρες
Πολλαπλά να σου δίνονται
Τα χρόνια στο μέτρημα
Και μες τα πέτρινα αλώνια
Μπόι να παίρνουν οι λογισμοί

Απόψε δόθηκα σε μια αστραπή
Σας διαβεβαιώ
Μια αστραπή ακτινωτή
Γεννημένη στο θέρος
Σαν εκείνες
Που στο παραθύρι
Της νύχτας
Χτυπούν του έρωτα την άρπα
Εννέα μήνες
Θα μου κεντά τα σωθικά
Κι απανωτά
Θα μου λέει λόγια:
"Γρήγορα να πας γρήγορα να 'ρθεις
Και κάτω από κάμαρα
Αν θα περάσεις μη σκύψεις
Πικραίνονται οι πέτρες
Και πάνω σου ξεσπούν
Σαν καταιγίδα"
Μα κι εγώ ολόρθο σε θέλω
Έναν σαλπιγκτή της χαράς
Στα ουράνια περβόλια
Ολημερίς να μεθάς
Κι ορθόστηθα να απλώνεις
Για σένα μόνο
Τα ιστία της γιορτής μεσοκάταρτα

Έλαβε μέρος στο επετειακό 14ο Συμπόσιο Ποίησης 
που για άλλη μια φορά διοργάνωσε επιτυχώς η φίλη
μας Αριστέα στη σελίδα της "Η ζωή είναι ωραία"


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

οι παλμοί της γης

Αποτέλεσμα εικόνας για Απόβροχο

Μέθυσε η μνήμη σήμερα
Κι είδε να γέρνουν τα βουνά
Σαν στάχυα αθέριστα
Σκιερά δέντρα
Να ξεφυλλίζουν βιβλία αμαρτωλά
Χωρίς επωδούς λατρείας
Απότοκος η ιστορία
Ψέλλιζε άναρθρους λόγους
Απόβροχο ήταν
Ιούνιος μήνας
Κι εσύ χαμογελούσες
Στο κάδρο της ουτοπίας σαν παιδί 
Κραδαίνοντας δεμάτια αστραπών 
Στα σμιχτά σου χέρια
Συνάζοντας ουράνιες εκλάμψεις
Στα μελιά σου μάτια
Πόσο το φως ν' αντέξεις;
Ήσουν ο θεριστής κι ο ονειροπόλος πόντος

Σε φώναξα με την υπερβολή 
Της καταιγίδας
Σε σπλαχνίστηκα με το λογισμό
Της μάνας
Σε γύρεψα με την κραυγή
Του αλλότριου πόθου
Σε αποπλάνησα με τα φίλτρα
Του απόκοσμου θρήνου
Πονούσε η μνήμη
Σαν τομή βαθιά σε χάρτινο κύκλο
Σαν λαβή μολυβιού πάνω στον ασβέστη
Σαν ποδοβολητό αλόγων
Πάνω στο φαιό σώμα της πατρίδας
Πόσο την καρδιά να ξοδέψω;
Ήμουν η Αχερουσία οδός κι η τρεμάμενη φλόγα

Πλάτυνε ο κόσμος σήμερα
Σαν όπως πλαταίνει στην καρδιά το φιλί
Σαν όπως πλαταίνει στα σύνορα
Το ραβδί του οδοιπόρου
Μεγάλα στίφη κατέβηκαν στους κάμπους
Μην ήρθες στ' απόσκια
Των δοράτων κρυμμένος;
Μεγάλες προσδοκίες φυλάκισαν τη λησμονιά
Μη ξεχαστείς
Κλείνω το στόμιο του πηγαδιού
Σφραγίζω το μελανοδοχείο
Εκείνο το γράμμα που έγραψες
Κανείς μη συνεχίσει
Πόσο τα αμίλητα να περιμένουν;
Ήσουν ο κουρνιαχτός κι ο μυστικός μύθος
Ένα αμπέχονο ριγμένο στον ώμο του νοτιά
Μην και δακρύσει της αυγής ο κλώνος
Μην και σβηστούν στο έμπα του θέρους
Της γης οι παλμοί απατημένοι!

Πήρε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που
με αξιοσύνη διοργάνωσε η me Μαρία μας
http://mytripssonblog.blogspot.gr/2016/12/b-10.html

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

οι λαβές των αγγέλων

Αποτέλεσμα εικόνας για οι λαβές των αγγέλων

Τα πουλιά χτίζουν φωλιές
Στους θυσάνους της ακτής
Ξερά χορταράκια
Αρχαίες πέτρες σκαλιστές
Μικρά κοχύλια
Και το μυστρί του ήλιου
Τα επικουρούν βιαστικά
Ένα παιδί γράφει
Μιαν μυστική αλφάβητο
Στην άμμο με την γραφίδα
Του ανέμου
Κάποτε οι απόγονοί του
Ίσως εξερευνήσουν τις γραφές
Ίσως συντάξουν το μυθιστόρημα
Της επίπλαστης πλάνης

Από το δάσος έρχεται
Κατά ριπές το ποδοβολητό 
Μικρά πουλάρια χτυπιούνται
Με τις ελατόριζες
Τέμνει η χαίτη τους
Το βαθύρεμα σαν λεπίδα
Ελαφράδα
Τίναγμα του κορμιού
Κουρνιαχτός
Κι ένας ωραίος έφηβος
Να κρατά τα γκέμια
Σαν που κρατά η κόρη ολόχαρη
Το νυφιάτικο ρόδι μπρος στον άμβωνα

Στον ορίζοντα το αδράχτι
Των αστραπών
Φωτίζει τη νύχτα
Έρχεται νεροποντή
Χαμογελάει στριμωγμένο
Το καρβέλι στο ψάθινο πανέρι
Χαμογελάει το σκαθάρι
Στην κρύπτη του
Χαμογελάει η κόρη
Στα λάγνα όνειρα παραδομένη
Κάτω από το μαξιλάρι της
Το κέντημα με τους κύβους
Κι η υπερβολή της ονείρωξης

Πρωί - πρωί με τ' απόβροχο
Θα κρεμάσει το σεντόνι της
Στην κρεβατίνα
Είναι ωραίος ο κόσμος
Είναι αρυτίδωτη η λίμνη
Είναι μπόλικο το αλάτι
Στους αρμούς των βράχων
Μόνο εσύ χτυπάς μία - μία τις χάντρες
Και τρέχεις στο αμπέλι
Το κορφολόγημα
Να προλάβεις της μοίρας
Το πράσινο ν' ανάψεις
Φωτάκι της επαγρύπνησης
Σαν λαμπηδόνα
Που ζηλεύει το φώσφορο
Στων ερώτων τον κρυφό
Κώδικα να μυηθείς
Με του αρχάγγελου τη ρομφαία
Στην δεξιά σου πλευρά καρφωμένη!

Πήρε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που
με αξιοσύνη διοργάνωσε η me Μαρία μας
http://mytripssonblog.blogspot.gr/2016/12/b-10.html


Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

25 λέξεις # 10



 Κάποτε ξηλεύονται
        οι κορμοί
Κάποτε κι οι άνθρωποι
Χάνουν τις ρίζες τους,
 τα πατρογονικά τους
          κειμήλια...
Άγρυπνοι χαρτογράφοι
Λαθραία στοιβάζονται
   Στα κρύα σύνορα
    της αυταπάτης
    σαν μια ντάνα
  ξερά καυσόξυλα!  

   Στο αριθμητήριο
      των δέντρων
 μέτρησα τις πληγές
        Κι ήρθαν
  οι δροσοσταλίδες
το τραύμα να πλύνουν
    Τ' αλφαβητάρι
      της σιωπής
  να ξεκλειδώσουν
     Στα υψίπεδα
     των κορφών
     βασανιστικά
       τον πόνο
   να κουρσέψουν!

 Έσπασε η γραμμή
     των αιθέρων
     Σκοτείνιασε
  το μάτι τ' ουρανού
Έλα στους δακτυλίους
       των κορμών
          τη νέα
    να χαράξουμε
         πορεία
 Στην αγαστή αγάπη
       των κισσών
      να μυηθούμε!

Το πρώτο κατά σειρά πήρε μέρος στο δρώμενο
"25 λέξεις # 10" που επιτυχώς διοργάνωσε
 η φίλη Μαρία Νικολάου http://tokeimeno.blogspot.gr/2016/11/25-10_20.html
(μπορούν να "σταθούν" και σαν σύνολο)

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

μέθυσαν τα κρόταλα του φεγγαριού

Αποτέλεσμα εικόνας για μέθυσαν τα κρόταλα

Αγαπώ τους αιθέρες
Που σε κρύβουν
Αγαπώ τα πουλιά
Που στην ανάσα σου
Κουρνιάζουν
Συλλέγω μπαμπακένια σύννεφα
Και μαζί τους αντιδικώ
Γιατί όπως και να το πεις
Μετά από εσένα
Η ανάσα μου γέμισε καρφιά κι απολογίες
Κάποιες του Θεού κερματισμένες
Κάποιες δικές σου συμπαντικές
Επισημάνσεις αφήνω
Στους κλωβούς του αέρα
Αν αγαπάς τις φυλακές
Κι αν μετά με της αρμύρας
Τα δάκρυα τις γκρεμίζεις
Έλα μ' ένα κλαράκι ανθισμένης μηλιάς
Με τα θαύματα να σε συστήσω
Πόσο ακόμα να σε καλώ;

Μιλώ στα γλαροπούλια
Σηκώνω ανεμόσκαλες
Πικρές λέξεις εφευρίσκω
Τα βράδια κοιμάμαι με τα μικρά ελάφια
Στον κοιτώνα μου μπαίνει
Ο θόρυβος του δάσους
Ο χείμαρρος του απρόσμενου
Με εκπορθεί στην παλαίστρα των φόβων
Στους τοίχους μου
Εισέρχεται το τελευταίο
Κύμα του θέρους
Εκεί που της εύνοιας
Συνέγραψα το μήνυμα:
"Συντάξου με τα εφήμερα
Αν θες τις αποστάσεις των τροχών να μετρήσεις"
Πόσο λίγο σε ήξερα!

Βαριοί βηματισμοί
Δονούν τις ακτές μου
Κάποιο χαροπούλι
Ανασκολοπισμένο
Απαγγέλλει χρησμούς
Κλείνω τ' αφτιά
Μαζεύω το νήμα
Περνάω τα σύνορα
Ολιγωρώ
Στην άμμο στεριώνω το σπίτι μου
Στέρεο να το βρει η αυγή
Συνθλίβω δυο βότσαλα
Και με την τέφρα τη λευκή
Οραματίζομαι το αύριο
Κάτω από τις πλατιές σου φτερούγες
Εμβρυακή παίρνω μορφή
Στην κνήμη των ποιημάτων σου
Αναγεννιέμαι μέρα τη μέρα
Πόσο το θαύμα να περιμένω;

Τα ταξίδια μου έταζαν
Εύχυμους καρπούς
Λυκαυγή με αφράτο χιόνι
Και τρεμάμενα φύλλα
Είχες ποτέ προσέξει
Τους κρυστάλλους στις στέγες
Πόσο μ' αγαπούσαν;
Τότε που αμέριμνη μεθούσα
Με τα κρόταλα του φεγγαριού
Και πάνινα κουρελάκια
Χάριζα στους επαίτες για ενθύμια
Τότε που αντάμα τους
Αφρόντιστα ξεδιάλεγα συρματόσκοινα
Μαγικά να ντύνω τους χειμώνες σου
Στους επαίτες λοιπόν οφείλω
Το φυλακτό των ερώτων
Το ύστερό μου τρόπαιο
Στο στέρνο σου καλά να το κρατάς
Άφθαρτη διάστιξη
Ανθός του νερού
Στίγμα του διαβάτη
Ανάλαφρα στο φως μαζί του να πορεύεσαι
Πως να σ' απαρνηθώ!

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

μιας αστραπής (χαϊκού)

Αποτέλεσμα εικόνας για αστραπές

Άγγελοι τώρα
κατεβαίνουν με το πέσιμο
του αθώου χιονιού

DIMITAR STEFANOY


Πάνω στη λίμνη
Χλωμή ημισέληνος,
Η ψαρόβαρκα

Οργανοποιός 
Του ξύλου περίτεχνα
Τα μάγια λύνει

Λαμπηδόνα μου,
Το φώσφορο σου 'φερα
Ν' αναμετρηθείς

Λάμψη αστραπής
Κι ο ποιμένας έστριψε
Στερνό τσιγάρο

Ξάφνου κεραυνός!
Με πύρινες διχάλες
Μαγκώνει τη γη

Φλεβίτσες ψάχνω,
Στον χάρτη μία κοίτη
Να μην στερεύει

Ακούμπα να δεις!
Στη γη ζουν τ' αρώματα
Της πρώτης βροχής

Χάρτινα κρεμάς
Ραβασάκια στους κάκτους,
Μι' αγάπη να βρεις 

Σαν καρβουνάκια,
Στο σύθαμπο φέγγουνε
Τα δυο της μάτια

Μες στο χειμώνα,
Διάλεξες ανεμώνη
Υγρό το λίκνο

Χαρτοπόλεμου
Ουράνια σύρραξη!
Η ευχή πιάνει

Ξάφνου πελαργός,
Πρόβαλλε φτερίζοντας
Σε πέτρα στείρα

Ήρθε μπουρίνι!
Κι ευθύς τεμαχίστηκε
Στα δυο ο πεύκος

Παράπονό μου:
Ένα τσαμπί ουρανού
Ρίμες να τρυγώ

Σ' αφράτο χιόνι,
Τα κλειδιά ανέσυρα
Των αινιγμάτων

Σελίδες γυρνούν
Κι ο άνεμος τυπώνει
Τα μυστικά του

Μπήκες στον κήπο,
Ν' αρδεύσεις με δάκρυα
Τα πικρά χόρτα

Σαν έρθει χιονιάς...
Στυφό θα 'ναι τ' άρωμα
Μες στον πευκώνα

Αλήτης καιρός 
Στα σύννεφα πέταξε 
τραγιάσκα φθηνή 

Με μια κίνηση!
Βυθίστηκαν στη λίμνη
Φτερά και ράμφη

Σεπτά τ' αστέρι,
Χαράζει στο μάρμαρο 
Απλή συλλαβή

Δεν μου ξέφυγες:
Στο αίμα μου πέρασες 
Χάρτινε κύκνε 

Στ' αστροποβρόχι,
Προσκυνητής φοίνικας
Λαμπαδιάζεται 

Συμμετέχει στο δρώμενο της Μαρίας Νικολάου 
με θέμα : χαϊκού http://tokeimeno.blogspot.gr/2016/10/blog-post_23.html

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

μπερδεύτηκαν τα χρώματα στα μάτια σου

Αποτέλεσμα εικόνας για μπερδεύτηκαν τα χρώματα στα μάτια σου

Κυριακή ήταν τότε θυμάμαι
Μια ανούσια Κυριακή
Που απρόσκλητος ήρθες στο σπίτι
Ακούμπησες τη βρεγμένη ομπρέλα σου
Στο πάτωμα
Κι έσταξε φθινόπωρο στους ξύλινους αρμούς
Δεν ξέρω αν σ' αγαπούσα
Ή απλά χαιρόμουν αυτή καθαυτή
Τη συντροφιά σου
Στα χέρια σου μια πύρινη ανθοδέσμη
Ποτέ δεν μου χάρισαν λουλούδια
Ξεστόμισα έκπληκτη
Ένα κυκλάμινο άγριο
Μια θηλυκή ορχιδέα
Ή έστω ένα ανώνυμο αγριολούλουδο
Πώς διάβασες τη λαχτάρα μου
Πώς γονάτισες στα λευκά μου πανιά
Πώς ξεμπέρδεψες το νήμα της απώλειας;

Ήρθες για να μείνεις, είπες
Κι εγώ παρακολουθούσα
Το τρέμουλο των χειλιών σου
Διάβαζα ήρεμα
Τις αποχρώσεις στο βλέμμα σου
Γήινες ζεστές ενσωματωμένες με ίσκιους
Μια αποδόμηση κι ένας εκστασιασμός
Μια επιδρομή σε τοπία χαυνωτικά από τη λήθη
Νόμισα ξάφνου πως μπερδεύτηκαν
Όλα τα χρώματα στον πυρήνα της ζωής
Πως μια καταιγίδα πλησίασε 
Τα ουράνια βεγγαλικά για να τα σβήσει

Ήρθες καμωμένος από γυαλί
Με εστίες πολλές να με ζεστάνεις
Πως χρωμάτιζαν τα μάτια σου
Τον ερχομό του Οκτώβρη στα γκρίζα μου στόρια
Απέφυγα να κοιτάξω τις κνήμες σου
Τα βοστρυχωτά σου μαλλιά
Μόνο το βλέμμα σου μ' έκλεψε
Κι εκείνη η λάμψη που γιγάντωνε
Τα σβησμένα μου πάθη
Ήρθες για να ντύσεις τις εσοχές στο μαντήλι
Σε λεβάντες να κρύψεις
Το αρχαίο μου όνομα
Καιρός κακός μην το βρει κι ανοίκειος φόβος

Μπερδεύτηκαν τα χρώματα στα μάτια σου
Την ώρα που έσβηνε αργά ο αποσπερίτης
Στους γήλοφους της ομίχλης`
Κι έμεινα να ξεχωρίζω αχνά ουράνια τόξα
Στα φλύαρα ύψη των αιθέρων
Τα μικρά καταφύγια των νεκρών 
Να αναζητώ στων προσώπων τα αχανή βάθη
Πολλά τα πρόσωπα κι άπειρες οι στιγμές 
Που αισθαντικά έφερες μαζί σου
Σθεναρά θυμάμαι με προέτρεψες
Σμίλη να γίνω αργυρή
Κι εσύ ο μαρμάρινος τύμβος
Να χαράζω τους στίχους μου
Πύρινη να πάρουν μορφή
Σαν τα λουλούδια που η αγκαλιά σου
Απλόχερα κάποτε μου φανέρωσε

Πήρε  μέρος στο 13ο Συμπόσιο Ποίησης που ακούραστα
διεξάγει η αγαπημένη πριγκιπέσα μας Αριστέα
http://princess-airis.blogspot.gr/2016/10/
13o-Symposio-Poiisis-Oi-symmetohes.html

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

τ' ανέφελα τοπία των ματιών

Αποτέλεσμα εικόνας για φθινοπωρινό δάσος

Πάρε την ομπρέλα μαζί σου 
Φόρεσε κι εκείνα τα γυάλινα γοβάκια 
Να πάμε μια βόλτα στο δάσος 
Εκεί που έναν Οκτώβρη σε γνώρισα
Πόσα χρόνια από τότε πάνε δεν θυμάμαι...
Πως σου πάνε αυτά τα γοβάκια! 
Σαν πριγκίπισσα μοιάζεις 
Έλα μην ανησυχείς  
Δεν θα κουραστείς καθόλου 
Τα μονοπάτια γέμισαν αφράτες φυλλωσιές
Σαν πουλί να ελαφροπατάς  
Κι αν τύχει και σκοντάψεις 
Μικρό το κακό 
Μουσελίνες άπλωσε στο χώμα το φθινόπωρο 
Πορφυρές καστανές κι αχνοκίτρινες 

Κοντά σου θα σταθώ 
Να μας φωτογραφίσει το απομεσήμερο
Με τα μελαγχολικά του χρώματα 
Βάλε και στα μαλλιά σου μια κορδέλα θαλασσιά 
Οι μικρές ναϊάδες να πλανευτούν 
Να ' ρθουν το χέρι θερμά να μου σφίξουν 
Πανάκριβη να γίνεις αδερφή τους
Μελωδική τους να γίνεις κορνέτα 
Σε ποτάμια και σε τοπία βροχερά 
Υδάτινη μορφή να πάρει και διάκοσμο
Το νέο σου όνομα

Γιατί "Αγάπη" σε φωνάζω
Από τότε που απρόσμενα έφυγες
Κάποιοι μου είπαν πως μαργαριτάρι 
Έγινες σ' ένα όστρακο του βυθού
Μαργαριτάρι ολοσκότεινο
Σαν εκείνο που αμύθητη είχε αξία 
Κάποιοι άλλοι μου μήνυσαν 
Πως λευκός έγινες κύκνος 
Με μαχαίρια ψυχρά στη στερνή του κραυγή
Εγώ όμως εδώ θα σε κρατώ 
Σαν φλόγα ανέπαφη
Στο δάσος θα σε πηγαίνω
Στις πηγές θα σε δροσίζω  
Με αστραφτερά θα σε ντύνω μετάξια 
Στα όνειρα σου θα στέλνω κήρυκες 
Φεγγάρια ερωτικά να σου ξυπνούν 

Αγάπη θα σε ορίζουν κι οι ποιητές 
Στα κρυφά τους συναπαντήματα
Με τα πουλιά του ερέβους  
Αγάπη κι εγώ θα σε ζητώ
Χυμούς θα σε θρέφω
Φωτιά θα σε φροντίζω
Αίμα κοχλαστό να μπολιάζεις
Στα αποξηραμένα φύλλα του στήθους
Κι ολοφώτιστα καλοκαίρια στις θημωνιές
Γονατισμένα κι άεργα να κλαίνε τα φθινόπωρα
Στα ανέφελα σου μάτια για χρόνους πολλούς!

Το παραπάνω ποίημα είναι η εκτός συμμετοχής
έκφρασή μου στο "13ο Συμπόσιο Ποίησης" που
διεξάγεται από την αγαπημένη φίλη Αριστέα
Διαβάζουμε και ψηφίζουμε ως την Πέμπτη 20/10
http://princess-airis.blogspot.gr/2016/10/
13o-Symposio-Poiisis-Oi-symmetohes.html

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

25 λέξεις # 9



Κάτω από μια ψάθινη
         ομπρέλα
       θα κρύψω
     δυο βότσαλα
  και τρία κοχύλια
Να έρχονται οι γλάροι
       μηνύματα
   να ακουμπούν
και θερινά λουλούδια:
      Αναθήματα
  στου φθινοπώρου
       το ψυχρό
     θυσιαστήριο

Κίτρινοι οι δρόμοι
  της θάλασσας
 παγερή η άμμος
Μόνο μια ψάθινη
     ομπρέλα
       κρατά
 επτασφράγιστα
 στους κόρφους
         της
   τα μυστικά
    αρώματα
του απερχόμενου
  καλοκαιριού

        Έσκαψα
      στην άμμο
δυο ευχές να κρύψω
      Να έρθει
    η παλίρροια
μαζί της να τις πάρει
     Των βυθών
     τα παλάτια
  να στολιστούν
Γιρλάντες να γίνουν
       τα λόγια
    των ποιητών

  Κατοίκησες την ερημιά
Με ένα σπασμένο κοχύλι
           στ' αφτί
Ποιος σου είπε πως η θάλασσα
          ζητά κλειδιά
Μια μεγάλη καρδιά έχει μόνο
         Να υποδέχεται
  στα γαλάζια της δώματα
  τους ναυαγούς της ζωής

Το πρώτο ολιγόλεκτο πήρε μέρος στο δρώμενο "25 λέξεις"
//tokeimeno.blogspot.gr/2016/09/25-9_17.html
που επιτυχώς διοργάνωσε η φίλη Μαρία Νικολάου τα
υπόλοιπα ακολούθησαν καθότι η πηγή έμπνευσης ήταν
πολύ δυνατή!!
  

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

όνειρο

Αποτέλεσμα εικόνας για Τι όνειρο να 'βλεπες όταν έφυγες

Τι όνειρο να 'βλεπες όταν έφυγες
Να ήταν μήπως ένα πολύχρωμο
Βέλος παιδικό που διαδοχικά ξαστοχεί
Ή μήπως μια φωνή απόκοσμη
Τη μοναξιά σου βάραινε εφιαλτικά
Δεν σε άκουσα δεν με φώναξες
Κι άτιτλη φάνταζε η γραμμή στο καλέμι
Δεν πρόφτασες
Μια στιγμιαία τροχιά να διαγράψεις
Στα νερά της Στυγός
Κι ατελέσφορο έμεινε το αίνιγμα στο χαρτί

Σε ποια να μιλούσες ηλιοτρόπια
Κι έγινε η μορφή σου σαν λουλούδι ανοιχτό
Δροσοσταλίδες να στάζει
Μύρα ν' ανεβάζει στους στήμονες
Κι εκείνα τα χρώματα που ντύνουν
Τα παιδικά όνειρα μ' αθανασία
Να σκορπίζει σε διάσελα και σ' ουράνιους κήπους
Χάρη να γεμίζουν τα δόρατα των μετεωριτών
Πληγές μην αφήσουν ανοιχτές
Στις κρυφές στρώσεις της πέτρας

Μην ήσουν καραβοκύρης στο όνειρο
Και ξέχασες τους χάρτες να ρωτήσεις
Τ' ανεμολόγια να συμβουλευτείς;
Μην ήσουν μια σφαίρα ιδρωμένη
Που μαζί με τ' αγριοπούλια πετάριζε
Στ' απόκρημνα θαλασσόβραχα;
Δίχως άλλο ένα έντρομο έντομο θα ήσουν
Ένας σκαραβαίος ένα ασημόψαρο ένα τριζόνι
Αντίστροφα να μετράς τα δευτερόλεπτα
Λατρευτικά να σκιρτάς
Στα βύθη του έρωτα
Λίγη ζωή
Και το μέγιστο πάθος ν' αδράχνεις για μένα

Όπως και να 'χει
Κλειδώθηκε ο κόσμος όλος
Στα λεπτά σου ματοτσίνορα
Την ώρα που ο αυγερινός
Καλούσε τον ήλιο στο πόστο του
Κλειδώθηκε το αίμα σου
Σαν επτασφράγιστο μυστικό
Στα βιβλία των προφητών και των φονιάδων
Κι οι πόρτες δεν ανοίγουν
Η κάποιος φεγγίτης έστω δεν απαντά
Ν' ακουμπήσω μια αχτίδα ημισελήνου
Αρματωμένος στο σύμπαν
Να βασιλεύεις
Με οφθαλμούς πολλούς
Τα μάτια μου να κοιτάς
Άδεια μην γίνουν δισκοπότηρα
Αμαρτωλά
Στων υαλουργών
Τα φτωχικά εργαστήρια ξεχασμένα


Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης και θερμά τον ευχαριστώ!

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Οι άγγελοι έγιναν πουλιά



Πήρα είδηση απόψε τους αγγέλους
Να το σκάνε απ' τον ουρανό
Ανάστατα τα αστέρια μάτιζαν
Τα πλευρά τους με χρυσές βελόνες
Να μην χαθούν για πάντα
Οι ευχές
Των ποιητών και των δρομέων
Κατά τάγματα έφευγαν οι αγγέλοι
Αφήνοντας μια λευκή στήλη σκόνης
Και καπνού πίσω τους
Ομίχλη κάλυψε πέρα ως πέρα
Τα ουράνια τοπία
Διάφανοι κίονες φύτρωσαν
Υπερωκεάνια έπλεαν στα σύννεφα
Με σβηστές τις μηχανές τους
Με σπασμένα τ' άρμενα και φτενά τα ιστία
Σε ποιους κρεμαστούς κήπους θα με πας να περπατήσω;

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου
Σιγομουρμούριζαν
Την πειρατική του κοτσίδα χάιδευε ο άνεμος
Κι ήταν σαν να τους μοίραζε ρόλους
Στις γήινες γειτονιές αποδεκατίστηκαν
Τα πουλιά
Η φύση σίγησε
Τα βουνά ορφάνεψαν
Κι οι κοίτες πνίγηκαν στους λυγμούς
Μόνο βατράχια οχιές να συρίζουν
Και πάνοπλους σκορπιούς συναντάς
Μια μαύρη σφαίρα κατρακυλά κολασμένα
Συμπαρασύροντας φτέρες και σκίνα
Ελιές και πευκώνες
Ιβίσκους και ματωμένους ασπάλαθους
Αφαλατώθηκε το νερό των θαλασσών
Κι οι μοίρες στα λίκνα χαιρέκακα
Μοιράζουν μαύρες τουλίπες στις μωρομάνες
Σε ποιον μακρινό αστερισμό στήσανε φωλιές τ' αηδόνια;

Έλυσαν τα μαλλιά τους
Φώτισαν τους καθρέφτες μ' όνειρα
Έστρεψαν το βλέμμα στην πλευρά της Ανατολής
Κι έφυγαν χαρίζοντας το φιλί τους στα μελτέμια
Πουλιά έγιναν οι άγγελοι
Σε κήπους γυμνούς μπήκαν
Σε λιβάδια αποψιλωμένα τράβηξαν
Σε νεκρές θάλασσες ανάσες ζωής χάρισαν
Πουλιά ωδικά εξωτικά και παραδείσια
Και τ' άλλα τα πιο ταπεινά και τα πιο έμπιστα
Σιμά μας ήρθαν
Σπουργίτες χαμοπούλια και γλάροι αμέριμνοι
Κύκλωσαν το τοπίο
Στήσανε χορό σε γάργαρες νεροσυρμές
Οι πέρδικες του καμάρωναν στο δάσος
Κι ο περήφανος σταυραετός φτερούγησε στ' αμπέλι
Σπόρο να βρει λινάρι κι αλέτρι
Σε ποιο γήινο σπήλαιο θα ακουμπήσουμε τα υφαντά μας;

Ζωντάνεψε η πλάση
Ο ήλιος μάζεψε θησαυρούς απ' τους σπόρους
Θέριεψαν τα γεννήματα
Φύτρωσε και πάλι η αφροξυλιά
Το κρίταμο η πικραλίθρα και τ' ασφοδέλια
Οι ωκεανοί περήφανοι έστελναν σινιάλα
Στα ερημικά βραχονήσια
Οι κόρες του ωκεανού θήλαζαν τα μωρά τους
Σαν πρώτα με γάλα και μέλι
Αφήνιαζαν τα άλογα κι ο κόσμος άπλωνε
Λευκές κι άλικες κορδέλες στα στήθη
Αιθέρια έγιναν πουλιά οι άγγελοι διαβατικά
Κι η γη σαν ακούραστη ελαφίνα
Προετοιμάστηκε ηδονικά
Να πλουμίσει με στίχους ερωτικούς
Τα αίθρια των ανέμων
Σκάλες να φτιάξει να υψωθεί ως τα ύφαλα
Ο πρωτεϊκός λόγος των ποιητών
Σε ποιο αρμυρίκι να κρεμάσω τα μυστικά μας πεντάγραμμα;

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Τα δοξάρια της σελήνης

Αποτέλεσμα εικόνας για πανσέληνος

Στον σκληρό υμένα των άστρων
Εισέβαλε απόψε
Η φτερωτή της σελήνης
Και τα διακόρευσε
Έσβησε η πούλια
Κι η ζώνη του Ωρίωνα
Κρέμασε διάφανες πουκαμίσες στα βρεχάμενα
Άπλοια καράβια αφανισμένα
Οι λευκοί αστερισμοί
Σιωπηλά κρουστά του αχανούς
Οι μάγοι που αγγελοκρούονται
Έχει πανσέληνο απόψε
Και λάμπουν του ουρανού οι λιμένες κατάφωτοι
Μεθυσμένοι από τα μύρτα σου

Αδάμαντες θα σου φέρω
Να κόβεις τα σκοινιά των πειρατών
Αρχοντικά να πλέξεις σκαλί - σκαλί
Την ανεμόσκαλα της αντάμωσης
Εδώ θα είμαι
Στη σκιά των ναών και των αγαλμάτων
Με μια δάδα αναμμένη στο χέρι
Τη ψυχή σου να καλώ
Δρόμους να διανοίγω
Ανάμεσα στα καλόγνωμα δέντρα
Και στις ζεστές φυλλωσιές

Άκου τον ήχο των κυμάτων
Άκου τη σκαπάνη της νύχτας
Άκου τους τροχούς της σελήνης
Εσένα καλούν
Εσένα ελευθερώνουν
Μην αρνηθείς
Παραμύθια με νάνους και δράκους
Να πεις στο κοιμισμένο παιδάκι της πρώρας
Εκεί που αχειροποίητο θα ζει τ' όνομά σου
Ταξίδια να με πηγαίνει στο άχρονο

Μην μαρτυρήσεις το δρόμο
Στην κόρη της σελήνης
Και σ' ακολουθήσει
Χαλικάκια μην αποθέσεις στις πύλες
Και πλέγματα γίνουν αγκαθωτά
Μόνο εγώ να σε ξέρω
Μόνο εγώ να σ' αγαπώ
Βαθιά στο αίμα μου να σε φυλάω
Δική μου ανάσα και πληγή
Σαν πλατυτέρα των πόντων
Ψέματα να σου λέω
Φιλιά να σου κρατώ
Πλάι στη πανσέληνο να χορεύεις
Πλάι στη φωτιά να ξεχνιέσαι
Με ένα τίναγμα του χεριού σου
Τα ουράνια δοξάρια να στρέφεις στην αγκαλιά μου

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

σκαλοπάτια τιμής

Αποτέλεσμα εικόνας για τσιγγανόπουλα

Ο μικρός ο Χρήστος -τσιγγανόπουλο-
Έφερνε όλα τα μπακιρένια κέρματα στο μαγάζι
Ήταν η κυριακάτικη σοδειά του
Προτεταμένο το χέρι στα σκαλιά της εκκλησίας
Με την κρούση της πρώτης καμπάνας
Κατέφθανε κι η προσδοκία
Μεγάλες οι αγαθοεργίες των καλών χριστιανών
Λίγα μπακιρένια κέρματα μια μισή ματιά
Ένα στημένο χαμόγελο ένα σούρσιμο στο φόρεμα

Αετονύχης ο Χρήστος επέμενε
Διεκδικούσε λίγον άρτο αγιασμένο
Λίγο στάρι μ' ασημένια κουφετάκια
Αχ και να'χε λίγο ασήμι ατόφιο ένα εικοσαρικάκι
Βαρέθηκε τις άδειες φούχτες
Την όψη του λεμονιού στα πρόσωπα
Τα ακάνθινα νύχια των κυριών
Μα εκείνο που πιο πολύ τον χάλαγε
Ήταν η καντυλανάφτισσα που κερί
Με μπακιρένιο κέρμα δεν του έδινε ν' ανάψει
Κι ήταν σαν να λιώνει το λίπος όλης της γης
Πάνω στα αδύναμά του χέρια και να ταγκίζει
Καμένο λίπος σκουρόχρωμο σαν αγιογραφία βυζαντινή
Σκαμμένα μάγουλα σφιχτοί σιαγόνες
Δασιά φρύδια με την όψη της Φρίντας

Την ήξερε την Φρίντα
Με τα εκκεντρικά δάκτυλα;
Αποκλείεται
Σειρές τα κοσμήματα
Σειρές οι κατεστραμμένες αρθρώσεις
Αυτός απόστολος μιας άλλης αποστολής:
Το αχνογέλιο της μητέρας
Η μικρή αγαπητικιά με τους δέκα πόντους
Να εξέχουν στα παπούτσια των αγαθοεργιών
Το αχνιστό ψωμί τα σνακ κι οι ροζ καραμέλες

Μετά τη λειτουργία στο σχόλασμα
Πέρναγε απ΄το μαγαζί
Μετρούσε τα λάφυρα
Σαν να μετρούσε τα κουμπιά
Στο νυφικό φουστάνι της αγαπημένης
Μάζευε καλούδια για να'ναι αυτή ευτυχισμένη
Τις έδινε υποσχέσεις
Ένα καθαρό σπιτικό μια βρύση να στάζει ασημένια κουφετάκια
Κι ένα πίθηκο να στραγγίζει την αθλιότητα της λάσπης

Μια μέρα θα σε πάω στα Παρίσια κι όπου αλλού θες
Της έταζε
Στις πόλεις με το νέον και τους πλωτούς ποταμούς
Στους πύργους που γέρνουν και στα χρυσά καμπαναριά
Στο πουγκί τα μπακιρένια κέρματα
Ασημένια θα γίνουν κουφετάκια ατόφια
Αρκεί να πιάσουν τα μάγια του Αυγούστου
Αρκεί να δέσει το νήμα στον ομφαλό της ζωής
Και το χρέος κάποτε επιτελέσουν οι γραφές

Δεν νομίζεις πως τα φίδια μοιάζουν με μαστίγια;


Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

όπως κάθε απόγευμα


Κατάβρεξε το πάτωμα
Και βγήκε να πιει το τσάι της 
Στο μπαλκόνι 
Εκεί που στοίβαζε τις αναμνήσεις 
Μια πέτρα από την Πίνδο
Ένα βότσαλο από την Αλόννησο
Ένα αποξηραμένο νεραντζάνθι από την πατρίδα 
Μια βροχερή ημέρα στο ελατόδασος
Τότε που έσπασε η ομπρέλα της 
Και λιλά γέμισαν τα λακκώματα υφάσματα!

Έπινε το τσάι της 
Τι συνήθεια κι αυτή 
Να γλυκαίνει τον πόνο 
Με ατροφικές στιγμές;
Πάντα το προτιμούσε με γεύση βατόμουρου και μύρτιλου
Στις εξοχές κάποτε έφτιαξε 
Μιαν υπέροχη μαρμελάδα άγριου βατόμουρου
Συνήθειες υπεκφυγές σπαράγματα της ψυχής
Εγκιβωτισμένη στα τείχη 
Του σκιώδους πανικού 
Της γλυκιάς απόλαυσης 
Της αναίτιας επιστροφής

Κάθε απόγευμα γύρω στις έξι
Χωρίς αντίτιμο
Ανέβαινε μια νοητή σκάλα 
Τι καλά να αποσώνεις τις δουλειές
Και να επιχειρείς μιαν τέτοιαν ανάβαση
Απεκδύεσαι όλες τις απάτες του μυαλού
Στρέφοντας τον τροχό
Μιας χειράμαξας ονειρικής 

Εκεί στο μπαλκόνι 
Να χαριεντίζεται ο βασιλικός 
Με τον άνεμο 
Κι εσύ να βουλιάζεις τα δάκτυλα στο χώμα 
Σαν να περιμένεις τη διάνοιξη του σπόρου
Ή απλά σαν να θέλεις να μετρήσεις 
Στο ημερολόγιο της γης 
Με πόσες κοφτές ανάσες θα φτιάχνεις 
Τα αφεψήματά σου από εδώ και πέρα 
Στο μπαλκόνι που ο βοριάς 
Θα διεκδικεί καθημερινά από εσένα το ελάχιστο!

Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης 

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Πριν το τέλος



Πριν το τέλος
Ήσουν ωραίος
Και χαμογελούσες
Είχες ανοιχτή την καρδιά
Σάμπως έτοιμος από καιρό
Να ήσουν
Το βέλος να δεχτείς
Καρτερούσες δεητικά
Να χωρέσεις
Στων ματιών σου
Την άλω
Όλα τα πάθη των βροχών
Και των δρόμων

Σαν δέντρο έμοιαζες
Που θάλλει
Στους καρπούς του
Δεν γνώριζες την αστραπή
Το ψυχρό χάδι
Χαμογελούσες
Μια χτενισιά
στο μαλλί
Μια θύελλα
Στις κάτω πόρτες
Ποιος σου έδωσε
Και σε εξαπάτησε
Το αντικλείδι;

Σκιές διέγραφες
Με επιδέξια δάκτυλα
Στους τοίχους
Ένα ερπετό
Ένα πουλί
Ένα υποβρύχιο
Ένα μανουάλι
Εκεί να αποθέτω
Τα κεριά των λυγμών
Εκεί να πληγώνω
Τη μάνητα
Της απώλειας

Κοιμήθηκες παρέα
Μ΄ένα άστρο
Το γλυκοκοίταζες
Κι αυτό λαμπρό
Όπως ήταν
Σε ξελόγιασε
Φιλιά σου 'ταξε
Δάφνες και φοίνικες
Εξύφαινε
Στου λογισμού σου
Το πλατινένιο λάμδα
Ήρεμα έφυγες
Στου ύπνου τη δάδα
Προσηλωμένος
Σχεδόν ένοχα γελώντας

Στέναξαν αίφνης
Οι ίνες του κόσμου
Άρχισαν να ξεφτούν
Των σεντονιών
Οι μνήμες
Στη μεριά των σχεδίων
Σαν τα όνειρα
Που η Ιστορία τα ξέχασε
Ή τα αγνόησε...
Εκείνο το βράδυ
Πριν το τέλος
Ανέβασες στην οθόνη
Του ουρανού
Το πιο πολυπαιγμένο έργο
Εκείνο του σταυρωτή
Και του κάλφα

Τα αιχμηρά καρφιά
Πως δεν ξεδιάκρινες;
Τα κομμένα δέντρα
Πως δεν ξεχώρισες;
Των Κυριακών τη συννεφιά
Πως δεν την είδες;
Των σταδίων τις ιαχές
Πως δεν τις άκουσες;
Εκείνο το βράδυ
Πριν το τέλος
Καρπερά είχες τα χέρια
Σταθερό το τιμόνι
Στην πλημμυρίδα
Συνομιλούσες με το μέλλον
Απόδιωχνες το παρελθόν
Και μικρός γινόσουν
Θεός επί γης
Ανέφελος!


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

μην αργήσεις



*
Μην αργήσεις
Έχω ανάψει το μαγκάλι
Επιδιόρθωσα τη στέγη να μη στάζει
Ξέρω πόσο φοβόσουν τους κεραυνούς
Στα ελατοδάση που ζούσες
Σε καρτερώ
Να χτενίσω τις σκέψεις σου
Με του πόθου το σπασμένο χτενάκι
Μην αργείς
Έχει το φεγγάρι επισκέψεις απόψε
Στο πλατύσκαλο ωραία σαν ψίαθος να σταθείς!

*
Μην αργήσεις
Στη μαρμάρινη κολόνα
Μέτρησα τις εσοχές
Και την πιο βαθιά
Την κράτησα για εσένα
Τ' αετώματα των ναών
Να φρουρείς τις έναστρες νύχτες
Μην αργείς
Στων μνημείων την υγρή μαρμαρόσκονη
Κόλλησε τ' άροτρό μου!

*
Μην αργήσεις
Κάθετα τέμνεται ο ουρανός
Απ' το χαράκι της πληγής
Αίμα αναπηδάει κοχλαστό
Μαδούν οι τουλίπες
Ασθμαίνοντας ελαφρά
Κι αιωρούνται
Μην αργείς
Ο μαΐστρος σκάλισε στο ραβδάκι του
Το θήτα του θυρεού σου!

*
Μην αργήσεις
Σκάλισα στους περιστερώνες
Το Άγιο όνομά σου
Ταυτότητα να έχουν οι ουρανοί
Να μην ζηλεύουν
Τα γήινα σκαλοπάτια
Μην αργείς
Στο ασημένιο μου βραχιόλι μια μπλε χάντρα
Κομίζει στις γειτονιές τσέρκια χαράς!

*
Μην αργήσεις
Ο τυφλός νεωκόρος
Μου έστειλε λαμπερό ένα καντήλι
Δυο κόκκους λιβάνι
Κι εκείνο το εικόνισμα με τον Δράκοντα
Αριστερά να τα βάλω
Στην πέτρα του πόντου
Μην αργείς
Στα ξωκλήσια τα σήμαντρα
Πήραν το χρώμα του μεστού ροδάκινου!

 *
Μην αργήσεις
Σήμερα ξεπέζεψαν απ' τα σύννεφα
Δυο αλήτες άνεμοι
Ο ένας είχε την κορμοστασιά σου
Ο άλλος το άρωμά σου
Μυστικά μου έφεραν φιρμάνια
Πως για άλλα πήγαινες νυχτέρια
Μην αργείς
Κόμπο κόμπο έδεσα στο μαντήλι
Τους στίχους που μου έγραψες σπορά να τους κάνω!

*
Μην αργήσεις
Απόψε στο σπήλαιο με τους σταλακτίτες
Επανασυγκόλλησα
Τις ψηφίδες των πρώιμων γραφών
Μορφοποιείται ο χαμένος στεναγμός;
Απάντηση δεν πήρα
Μην αργείς
Στο θηκάρι του βράχου φύτρωσε άγρια μέντα
Εκείνη που συντηρεί υγρά τ' αληθινά όνειρα!

*
Μην αργήσεις
Στα Φαγιούμ της ψυχής
Άνθισαν χαμόγελα
Ερυθρές βάφτηκαν οι μετόπες
Των σύννεφων
Και στα δάση των δακτύλων
Κυκλοφορούν ρασοφόροι ποιητές
Μην αργείς
Στα χαλικόστρωτα μονοπάτια
Δομούνται μικρές κιονοστοιχίες
Και γυρεύουν κεντρικά να σταθείς!

*
Μην αργήσεις
Πάνω στα σκουφάκια των αφρών
Κοιμήθηκαν οι άνομοι εραστές
Κυνηγημένοι
Κράτα το τέμπο
Στου ύπνου τους την απλωσιά
Σταθερό
Μην αργείς
Αύριο οι φθόγγοι της μουσικής θα γράφονται
Στα ταπεινά αναλόγια των γκρεμνών!

*
Μην αργήσεις
Κορφολόγησα τον βασιλικό
Και σου 'χω σιδερωμένο
Το καλό σου πουκάμισο
Στη βεράντα αχνιστός ο καφές σου
Κι η καρέκλα κουτσή εναρμονίζεται
Με το ξυλόφωνο του παφλασμού
Μην αργείς
Στης καρδιάς το ρόπτρο ακουμπά
Το κομμένο χέρι της Αφροδίτης άνοιξε της!


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Σηματωροί

Αποτέλεσμα εικόνας για άγγελος

Άφησα την πόρτα μου ανοιχτή απόψε
Να περάσει ολόγυμνος ο πόνος
Συντροφιά να μου κάνει
Να τον ποτίσω δάκρυα φωτιάς
Να τον τρατάρω γλυκό του κουταλιού και πετιμέζι
Χρόνια φίλος κι αδερφός
Χαιρέτισε την πρόσκληση μου
Κι όρκους μου 'φερε
Κι ένα λευκό φουλάρι αραχνοΰφαντο
Στο βάζο έβαλα λουλούδια
Ολόφρεσκα με τη δρόσο της νύχτας
Γιασεμιά που αγαπούσες
Και δυο θλιμμένες κάλες
Που σου άρεσε αρχές της Άνοιξης
Να φυτεύεις
Στο γόνιμο σώμα της γης σου
Αρχές μιας Άνοιξης που τα λόγια
Τίποτα δεν περιέγραφαν
Τίποτα δεν σηματοδοτούσαν
Μόνο στυλωμένα είχαν τα μάτια τους
Στο ασπρόμαυρα πλακάκια

Απόψε άθικτα έμειναν τα σεντόνια μου
Τα σκουφάκια του ύπνου
Αψεγάδιαστα κείτονταν στην καρέκλα
Φόρεσα το καλό μου φόρεμα
Άσπρο μακρύ αέρινο
Σαν καλή νεράιδα έμοιαζα
Που ξυπνάει μες στις ιτιές και τις λεύκες
Αχάραγα να χτενιστεί
Τα μαλλιά μου καλοστρωμένα
Σε σκούρο μαύρο χρώμα
Ξέρεις πόσο αγαπούσα πάντα τις αντιθέσεις
Στα ρούχα στη σκακιέρα στα γραφτά μου
Αντιθέσεις και στου έρωτα τον χάρτη
Να σ' αγαπώ και να σ' αποδιώχνω
Να σου μιλώ και να σωπαίνω
Να σε ζητάω και να σ' απαρνιέμαι
Σημάδι έβαζα τις μέρες μου
Και τις νύχτες καλούσα
Στεφάνια από δάφνες να φέρνουν στα πόδια μου

Άφησα μια χαραμάδα ανοιχτή απόψε
Να έρθει ο καλός μου άγγελος
Παραδεισένια να μου φέρει στολίδια
Κοράλλια κίτρινα της αποδημίας
Αχάτες γαλάζιους των οριζόντων
Μαλαχίτες πράσινους της ευφορίας
Περιποιήθηκα τα φτερά του
Λίγες γάζες μου περίσσευαν
Μικρά να μου γίνουν ορμητήρια
Στερνοί να μου γίνουν οδηγοί στην εκστρατεία
Σαν κουρσάρος έμοιαζε
Με τόσα πετρώματα κι θησαυρούς στα χέρια
Τον καλωσόρισα
Και μαγικά του έδωσα φιλιά
Από εκείνα που αρνήθηκες να πάρεις
Κι άδεια έμειναν τα δίχτυα στην προκυμαία
Στεγνά τα χέρια δεμένα σε προσευχή
Κι η καρδιά
Ένα αλώνι πέτρινο
Με λίγο χορταράκι στις σχισμές
Από εκεί να πιάνομαι μόνη μη νιώθω

Απόψε δεμένα είχα τα μάτια
Δεμένα τα χέρια στους αγκώνες
Δεμένα της καρδιάς τα ψηφία
Στο θυσιαστήριο μ' οδηγούσαν
Δυο γεροδεμένοι στρατοκόποι
Τα πλήθη γύρω τους επευφημούσαν
Και γρόσια κρατούσαν στις τσέπες
Ξύλινους σταυρούς διπλοκάρφωναν
Κόσμος πολύς εξαγριωμένος
Με τιμωρούσε με άγνωστες γλώσσες
Μόνο ένα κορίτσι αμίλητο
Με κοιτούσε συμπονετικά
Μου έτεινε το χέρι κι ευθύς το μάζευε
Απόψε που φλογίστηκαν οι μνήμες
Και σπιθίζουν
Βρήκα τους σηματωρούς μου
Λίγους κόκκους αλάτι των κορφών
Ανάσες ζωής να σου χαρίζω
Στα δέντρα της ομίχλης
Μικρές φλέβες ουρανού για σένα να ανακαλύπτω

               στον άνθρωπο που τόσο αγάπησα...

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Κι ήσουν πάλι εδώ

Αποτέλεσμα εικόνας για αστέρι

Στ' αστέρι που κατοικείς
Στο δικό σου αστέρι
Άνοιξες αποβραδίς τα παράθυρα
Μου έστελνες φιλήματα
Είχες την έγνοια μου
Στα μάτια μου ακίδες χρυσές έμπηγες
Άνοιγες την παλάμη σου
Τη γραμμή της ζωής να επιμηκύνω
Του έρωτα τα σημεία να πλησιάσω
Του αποχωρισμού να σπάσω τη σφραγίδα
Φλογερά να γίνουν τα όνειρα μας
Σαν μικροί φεγγίτες
Στου γαλαξία τη σκόνη
Σαν νήματα αστραπών
Στον ουρανό του πάθους

Κι ήσουν πάλι εδώ
Με ρινίσματα φωτός στις κνήμες
Ολοφώτιστος να μου χαμογελάς
Υποσχέσεις να μου δίνεις
Με μια άλικη καρτούλα ευχών
Ταξίδι να με πηγαίνεις
Στης Βαβυλώνας τα τείχη
Νήματα να σου κλέβω
Εκείνο να σου υφάνω το μαγικό χαλί
Κοντά μου να έρχεσαι απρόσκοπτα
Σαν μικρός θεός που αποπέμφθηκε
Απ' την στρατιά της ομίχλης
Και τίμια μοιράζει τα λόγια του στα πουλιά

Κι εγώ ένα λαβωμένο πετούμενο
Ίαση να σου γυρεύω
Βοτάνια και μύρα ακριβά
Την πληγή μου να φροντίζουν
Τα σκούρα αίματα να αγαπούν
Κι εκείνες τις φωτοσκιάσεις της πίκρας
Να αντιγράφουν σε παλίμψηστα αρχαία στολίδια
Κι ήσουν πάλι εδώ
Ωραία να διαμοιράζεσαι
Στα πλήθη να μπερδεύεσαι
Κι εγώ αέρινη φωτιά
Στους χτύπους σου να μεθώ
Την καρδιά σου να πλαταίνω
Εμένα να χωράει
Σαν τις αμαρτίες των ωραίων τρελών
Που σε συνέπαιρναν

Απόψε που οι ουρανοί
Κρυφογελούν κι ανοίγουν
Ανάβω ένα κεράκι
Να με διακρίνεις
Χλωμό κερί με φιτίλι ασημένιο
Κτέρισμα ακριβό στη μοναξιά σου
Λάμψεις να στέλνω στ' αστέρι σου
Με τάξη να αποκωδικοποιώ το μέλλον σου
Κι αν βλέπεις να κρατώ ραβδάκι
Είναι που νερό ψάχνω να σου βρω
Μια στάμνα να σου φέρω στα πόδια
Εκεί στις στράτες που περπατάς
Ολονυχτίς
Δροσιά να παίρνεις και να δίνεις
Τους φρουρούς να ξεγελάς
Και κρυφά τα κλειδιά να τους παίρνεις

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

ερωτηματικό;

Αποτέλεσμα εικόνας για μαύρα γυαλιστερά βότσαλα

Με ρωτάς επίμονα πως σε ανακάλυψα
Ήσουν στο τρένο όταν οι άλλοι βάζανε στοιχήματα
Για ιππόδρομο γι' αγώνες για μοναξιές
Κοίταζες μακριά και κάπου - κάπου τίναζες το πουκάμισό σου
Η τσιγαρίλα κυρίαρχη στο χώρο
Ήμουν εγώ που κάπνιζα μαζί με κάνα δυο τρεις συνταξιδιώτες
Επαίτες έμοιαζαν
Δεν με έβλεπες
Θες ο καπνός
Θες η αόματη υπνηλία
Θες το κωδωνοστάσιο των λογισμών
Με είχαν κάνει αόρατη
Πόσο απολάμβανα ξέρεις
Να παρατηρώ τα χρυσά μαλλιά σου
Να μετρώ το μήκος των φρυδιών σου
Να ξεσκονίζω το πέτο σου από τα αίματα του δειλινού
Μια μικρή αράχνη έτσι αισθανόμουν
Με διχτυωτές κάλτσες λεπτές γάμπες και βουβά μάτια
Δεν είχα προορισμό κανένα
Από μικρή το συνήθιζα αυτό:
Να παίρνω τα τρένα χωρίς κατεύθυνση καμία
Λεπτομέρειες...θα μου πεις γελώντας

Με ρωτάς επίμονα πως σε ανακάλυψα
Ήσουν στην ακτή πάνω σ' ένα βραχώδες κομμάτι
Χειμώνας θα 'ταν
Δίπλα σου δειπνούσαν δυο τρεις ξέμπαρκοι γλάροι
Δεν μιλούσες
Δεν γυρνούσες το βλέμμα στα πλοία που έφευγαν άδεια
Εσύ κι οι γλάροι
Εσύ κι η ορμή του πελάγου
Είχα τυλιχτεί στο κασμιρένιο παλτό μου και σε κοιτούσα
Έκσταση να το πεις
Περιέργεια..δεν ξέρω
Σε ακολουθούσα με βλέμματα εστιασμένα κενά
Πήγα να σκοντάψω
Ήταν που κι ο άνεμος φυσούσε διαβολεμένα
Με παρέσερνε
Τα γλαροπούλια μόνο το κατάλαβαν
Κι ήρθαν με λίγο ψωμάκι να ταΐσουν τον πόνο μου
Εσύ αγέρωχος απρόσιτος μεγαλοπρεπής
Κρατούσες ένα κουμπί στο χέρι
Χρυσό ήταν αν θυμάμαι καλά
Και με μια βελόνα το πέρναγες στα μανιασμένα κύματα
(Εκεί που ξεσπάει η γραφή
Μην και χάσει το μίτο στην ιστορία του έρωτα)
Για κλωστή είχες το κορδόνι του μαΐστρου
Με μάγευες έτσι που κεντούσες το νερό
Κι απίθανα όπως έκανες μάγια στην πλώρη της θάλασσας
Ασημαντότητες...θα μου αντιτάξεις επικριτικά

Με ρωτάς επίμονα πως σε ανακάλυψα
Ήσουν στο παγκάκι του αλσυλλίου και διάβαζες
Την τελευταία μου συλλογή
Με εμπεριείχες
Δίπλα ξεχασμένη μια εφημερίδα
Από κάποιον άλλον περιπατητή ίσως
Καμάρωνα
Ανθούσε για λίγο το χαμόγελο
Ένα κεράκι τρεμόπαιζε πάνω στα κρύσταλλα
Οι μελλοντικές μέρες του ποιητή μ' αντάμωναν...
Τα χέρια σου σφιγμένα σε γροθιά σχεδόν
Δεν έβλεπα τα λεπτά σου δάκτυλα
(Να φανταστώ με τα νύχια πολύ περιποιημένα)
Άκουγα όμως την ανάσα σου
Πείναγα τις στιγμές σου
Διάβαζα εξαρχής τις σκέψεις μου
Κι απορούσα πως εγώ συνταίριαξα τόσες συλλαβές
Άχαρος ο ρόλος μου να σε παρατηρώ μέσα από κάτοπτρα
Πως αλλιώς όμως να γίνει
Μέσα μου μια καταιγίδα προετοιμάζονταν
Μέσα μου ένα σπουργίτι τουρτούριζε αγωνία
Κι ήσουν το απάγκιο μου
Ένα μεγάλο λευκό κοχύλι που ξέφυγε απ' τα χέρια μιας γοργόνας
Εκεί να σε κλείνω
Εκεί να σ' αγαπώ
Εκεί να υπάρχεις
Γιατί όταν σε ανακάλυψα -μάθε το- ήταν η εποχή των μουσώνων
Τότε που η στεγνή κοίτη μου γέμισε με γελαστό νερό
Και μαύρα γυαλιστερά βότσαλα
Αναντιστοιχίες.....με μομφή θα μου τονίσεις

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

χαϊκού μικρών θαυμάτων



Δεν ξέρω οι άνθρωποι… 
πάντως τα σκιάχτρα 
κάποτε λυγίζουν

Kobayashi Issa

Ψάχνω κρυψώνα
Μια ξύλινη σχεδία
Π' ανατρέπεται

Λευκό δειλινό
Τα χρώματα βούλιαξαν
Στα δυο σου τόξα

Στα σκούρα μάτια
Ελλειπτική σελήνη
Το πρώτο φιλί

Δες πως σαλεύουν
Στο πρώτο αεράκι
Οι ασπραγκαθιές

Η μέρα φεύγει
Και άδεια αποθέτει
Φιλιά στο βουνό

Απόψε ήρθε
Στον κήπο το κοτσύφι
Ξεκουρδισμένο

Πάνω στο βράχο
Το κύμα σχημάτισε
Μικρούς πυργίσκους

Στάσου για λίγο
Σου έχω υφασμένα
Δυο άσπρα φτερά

Φεγγάρια πιάνω
Στην τρύπια μου απόχη
Παραμυθένια

Στάλα τη στάλα
Στο απαλό μετάξι
Το ρίγος ρέει

Μες στην καρδιά μου
Διπλωμένη μια λέξη
Αδώρητη ζει

Ψηλά κοιτάζεις
Στα καμπαναριά στέκεις
Της μοίρας κλαδί

Στον αμπελώνα
Μεθούν τα ριζώματα
Κι οι τρυγητάδες

Άκου το κύμα
Συστολικά πως στέλνει
Φιλιά στο γιαλό

Γυάλινη σφαίρα
Και μέσα κλεισμένη
Μι' ανάσα κοφτή

Σπάζουν τους κάβους
Με μια κίνηση μόνο
Καρίνες φτενές

Ισχνό δρεπάνι...
Στα σιταροχώραφα
Τουλίπες καπνού

Κεράκι χλωμό
Το δειλινό πεζούλι
Τρεμοφωτίζεις

Τζιτζίκια καλούν
Στα θερινά μπαλκόνια
Οι θύρες ν' αρθούν

Θαυματοποιός
Άνεμος ξεδίπλωσε
Όρτσα την καρδιά

Νωρίς το βράδυ
Η λάμα της σελήνης
Το μπλε διαπερνά

Χάθηκαν όλα
Μα οι κρύες οι πέρλες
Άθικτες μείναν

Ασημοκλωστές
Ακουμπά η σελήνη
Πάνω στις βέργες

Στα κρύα βάθη
Χαλύβδινη η καρδιά
Αντιστέκεται

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Πορεία

Αποτέλεσμα εικόνας για σφένδαμος

Στις χαράδρες που ζουν
Τ' αδέσποτα κοτσύφια κι οι έφιπποι πολεμιστές
Υπάρχει ένα κρυφό πέρασμα
Ένα φιδωτό μονοπάτι
Που βγάζει ίσα σ' ένα παρθένο δάσος
Δάσος του αιώνιου σφένδαμου
Της πικρής κουμαριάς και της ταπεινής νύμφης
Με φύλλα ζωηρόχρωμα
Ρίζες παλλόμενες
Άγραφους κορμούς
Και με άγνωστα φτερωτά ζωύφια
Που κυριαρχούν ολούθε
Σαν αέρινοι παλμοί ερωτικοί που τυλίγουν το βήμα
Εκεί μου είπαν πως μένεις
Σ' ένα βραχώδες λημέρι
Παρέα με ένα λαβωμένο ελάφι
Κι ένα ζευγάρι σκίουρων
Με ξεδιπλωμένα τα όνειρα
Ίδιος ιερουργός πριν τη μεγάλη πορεία στο άκαμπτο "φεύγω"

Έψαξα σε χάρτες
Σοφούς συμβουλεύτηκα
Έδεσα μαντήλι τη θλίψη
Κοντά σου να σταθώ
Κρυφά να μηρυκάζω της μνήμης σου το απόστημα
Καθρέφτες να σου φέρνω
Να μην ξεχνάς τα φεγγάρια
Να μην απαρνιέσαι τα μικρά εδώλια των θεών
Κι ένα αραχνοΰφαντο κιλίμι
Από τα υψίπεδα της πατρίδας σου
Σαν αποσταίνεις εκεί να ακουμπάς τα γόνατα
Τις ακίδες σου και τα παράπονά σου
Άγουροι να μη μείνουν καρποί σε δέντρο ξερό
Για μένα να ζεις
Τη θάλασσα να εμπιστεύεσαι
Στο κύμα να στέλνεις μηνύματα
Κι εκείνο το ακριβό "σ' αγαπώ"
Στους χιτώνες των μαινάδων
Σαν πέπλο να το κρεμάς
Κι εγώ θα σε θωρώ κατάματα
Κι εγώ θα σε θέλω λατρευτικά
Κι εγώ θα σε καλώ συστολικά
Κι αν κάποτε αργοπορήσω
Θα είναι γιατί θα σου ετοιμάζω
Τα πέτρινα πιθάρια που τόσο αγαπούσες
Της μούσας τα μιλήματα που σε άγγιζαν
Τις άναστρες νύχτες εκεί να κλείνεις

Γιατί μόνα σαν τα άφησες τα νερά μου
Λίμνασαν και ξεχνούν
Κόπηκαν οι ιστοί και τα ρεύματα σίγησαν
Θα βρω το μονοπάτι που σε πήρε
Στο αδράχτι μου θα δέσω κορδέλες
Μια κόκκινη του αίματος να σε φωνάζει
Μια κίτρινη της ομίχλης να σε ξακρίνει
Και μια γαλάζια να ψηλαφίζει τα ίχνη σου
Που άγνωρα μείναν
Για μένα μόνο να ζεις
Σε μένα να κλείνεσαι
Ωραίο όστρακο που στη σχισμή του βράχου
Μοναχικά θα μου γράφει ποιήματα
Μαζί να πλέουμε στο γαλάζιο
Στου ύπνου το αβαθές στερέωμα
Ένας κρυφός ανασασμός δικός μας ζωή να πάλλει

Στο ακριβό "σ' αγαπώ" σου που τόσο μου λείπει

Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου" 
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης


Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Εσύ εδώ θα ζεις

Αποτέλεσμα εικόνας για εσύ εδώ θα ζεις

Απόψε κατέκλυσες του ύπνου μου τις θύρες
Ναυαγός έμοιαζες
Ουράνιο τόξο περιπλανημένο στις εποχές
Μετρούσα τα χρώματά σου τις ανάσες σου
Χέρι δεν είχες να σε κρατήσω
Ωραίος να βγεις ψηλά στην επιφάνεια
Ρούχο δεν είχα να σε ζεστάνω
Μικρός να γίνεις μύστης του ποθητού
Ή έστω ένα μικρό μπεγλέρι να μετράς τις αποστάσεις
Να μην ξεχνάς τις στιγμές μας
Μεγάλες κι όμορφες στιγμές σαν παιώνιες ορεινές
(Εκείνες τις απάτητες που αγαπούσες)
Εδώ να ζεις ανάμεσα στα υγρά σεντόνια του ύπνου
Χαριτωμένα να κυλιέσαι σαν αστέρας
Ψυχρός να μην προσπερνάς τα θαύματα
Εκείνα που παρέλειψα κάποτε να σου δείξω
Μικρές γυαλιστερές κι αχιβάδες πράσινες
Μεγάλα βότσαλα και γκρεμνοί βατοί
Πειρατικά καπέλα κι ακτές απρόσιτες
Δικά σου να γενούν
Δικά σου να μιλούν
Θαρραλέα να έρχεσαι
Στα γαλανά μου νερά και σαν καραβοκύρης ν' ανοίγεσαι

Εσύ εδώ θα ζεις
Με καψαλισμένες τις φτερούγες
Κι άδεια τα γόνατα
Με ανασηκωμένα τα μανίκια
Και σφαλιστά τα χέρια
Χωρίς λόγια να μου εξηγείς τα ανείπωτα

Μην πλανηθείς στα αστροφέγγαρα
Σου έχω μια φωλιά χρυσαφένια
Μιαν γήινη στέγη
Κι έναν κήπο με αναρριχητικά φυτά
Εδώ να ζεις
Μαζί να ονειρευόμαστε το αχανές
Μαζί να περπατάμε στα ακροκύματα
Να σου μελώνω τη θλίψη με φιλιά
Μικρά να σου κόβω χαρτάκια
Στον αέρα να στροβιλίζεσαι να τα πιάσεις
Στο νερό να πέφτουν
Στον αφρό να σκιρτούν
Σαν μικρό παιδί να χαμογελάς
Στ' ανθάκια της υγρής μοναξιάς μας
Σφιχτοδεμένος με το υγρό στοιχείο
Όπως γυρίνος στη μήτρα της λίμνης
Στην παλάμη μου να επιπλέεις
Μακριά να μη φύγεις και τ' άστρο σου βασιλέψει
Στην αιθάλη του ήλιου αταξίδευτο

Εσύ εδώ θα ζεις
Με αναστατωμένες τις αισθήσεις
Και χαμηλωμένα τα μάτια
Με προτεταμένα τα χέρια
Και κλειστή την αγκαλιά
Χωρίς χρώματα να μου φανερώνεις το λυκαυγές
Με αγάπη να μου επιστρέφεις του κόσμου το μερίδιο
Γυμνή να μη χάνομαι στα αφανή όρια του


Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Ταξιδευτές της ουτοπίας



Εγώ τα ταξίδια μου τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Σχεδίαζα στο χαρτί
Με την τέχνη του σκιτσογράφου
Πέδιλα εκστρατείας φωτιές της άμμου
Σκάλιζα στον πηλό με κοπίδι
Άγκυρες γλάρους σωσίβιες λέμβους
Συρματοπλέγματα κομμένα
Κι εκείνους τους ήλιους του θέρους
Που ως και μες στη νύχτα έλαμπαν
Να φωτίζεται ο κόσμος
Με δροσερά όνειρα να ξαγρυπνάει
Ο τρελός με τις τρεις σκούνες
Που με φεγγαριού αχτίδες ζητά να γητεύσει
Τις μικρές μου αδερφές
Σκυφτός να χαθεί στο έρεβος για πάντα

Ένα ταξίδι η ζωή
Με τα κουρελάκια της γιαγιάς
Για άλμπουρα και πανιά
Να χαμογελούν
Στο απόρθητο μέσα ελπιδοφόρα
Να στοιχίζονται οι στιγμές
Με τα φτερά
Της αέρινης πεταλούδας
Και να ελαφροπατούν στραμμένες προς το γαλάζιο φως

Υγρό κι αέρας
Θάλασσα κι όστρια
Σε κύκλους τεμνόμενους απ' το εγγύς θέλω 
Να λάμνουν αέναα στους αστρικούς βυθούς 

Μύθος το άγνωστο
Μου μαρτυρούσαν οι μούσες
Μύθος το ταξίδι
Μου κέλευαν οι ιεροφάντες
Όλα κοντά
Όλα τα σύνορα προσιτά και στα χέρια σου
Μια μικρή αυλή κι ένα σοκάκι γνώριμο
Να παίζουν μπάλα οι αγύρτες εραστές
Δεν με έπειθαν
Αναχωρούσα διαμέσου των πορθμείων
Καραβοκύρισσα του ονείρου
Ξεχορτάριαζα τις λίμνες της σκέψης
Κυματισμούς σχημάτιζα στις γούβες των πόντων
Έτσι που το ταξίδι αέναα να επαναλαμβάνεται

Επιφάνεια και βυθός
Ουρανός και υπέδαφος
Στεφανωμένα με κισσούς
Πλεγμένα με νήματα γονικά 
Στα άβατα της ψυχής να εισχωρούν και να κρούουν τα σήμαντρα 

Εγώ τα ταξίδια τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Αποδράσεις στης καρδιάς τους κολπίσκους
Βάφονταν τα δάκτυλα κόκκινα
Επαναστατούσε η χαίτη του θυμού
Ράμφιζε το κοτσύφι κι έφευγε
Κελαρύσματα παντού
Νερά πουλιά ηλιοβασιλέματα λυγαριές
Και γλυκά λυκαυγή
Άνοιγα φτερούγες λευκές
Χρυσά φορούσα σανδάλια
Κι ας έλειπε το ψωμί και το μαχαίρι
Απ' το τραπέζι
Φτάνει που περίσσευε το αλάτι στα δάκτυλα των όρμων
Το νέκταρ στου Απρίλη την μπόλια
Εκεί ξεδιψούσα και δείπνιζα
Εκεί μεγάλωνα και μοιραζόμουν
Ψήλωνε ο κόσμος
Έτσι που ψήλωνε το λευκό μαντήλι
Στους αποχωρισμούς μιας άλλης εποχής

Ξένη και γνώριμη
Μακρινή και οικεία
Φίλιωνα με τα χνάρια των ελαφιών
Και σε δάση απάτητα έφερνα το όνομα μου
Ερατώ Ελένη Ελπινίκη Ευτυχία
Στο μέγιστο Έψιλον συναντούσα
Της Ελλάδας την απεραντοσύνη
Τα υπογάστρια της μικρής μου κόγχης με πάθος ερευνούσα 

Μεθούσαν οι οπλές των αλόγων
Σαν που μεθάει ο κυματισμός της σημαίας
Στη γαλάζια επιδερμίδα του ουρανού
Μεθούσα κι εγώ σαν μέδουσα
Πάνω σε αρχαϊκά αγγεία σκαλισμένη
Λατρείας γινόμουν συνοδός
Και σ' έπαιρνα μαζί μου
Αθάνατος να ζεις στα γόνατα της αμφιλύκης

Συγγένεψε με την ανάσα της πλώρης
Κι έλα να πάμε μαζί στο άγνωστο ταξιδευτές της ουτοπίας

                   Σε εσένα που θα αγαπώ για πάντα.....

Έλαβε μέρος στο 12ο Συμπόσιο Ποίησης που επιτυχώς
κι ακούραστα διοργάνωσε η αγαπημένη φίλη Αριστέα

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Αναχωρητής

Αποτέλεσμα εικόνας για αποχωρισμός

Πόσες φτερούγες αγγέλων κάηκαν
Σαν έφτασες σιμά τους;
Αναρωτιέμαι αν καμπύλωσαν
Τα σγουρά φρύδια των σύννεφων
Σαν είδαν την χαρακιά που είχες στο στέρνο
Βαθιά χαρακιά
Εκεί χωρούσε η αγάπη όλη
Τα μωρουδιακά χαμόγελα των τρελών
Οι κρίνοι που πρώτοι νοιώσαν το προμάντεμα
Κι αυτός ο κρίκος ο χρυσός του φεγγαριού
Μια χαρακιά ακριβή
Που τα ουράνια τόξα ζήλεψαν
Κι έσβησαν τις καμπύλες των προσευχών τους
Μετά τη βροχή

Κοντά σου τέμνονταν οι ράγες των τρένων
Φύσαγε ο μαΐστρος κι έπαιρνε τα ψαθάκια της θημωνιάς
Γέμιζε καλοκαίρι ο αγρός κι ο κήπος φιλιά
Μικρά χεράκια έσφιγγαν τα σαντάλια του Ερμή
Μην και θυμώσει η πλάση
Κι ανοίξει προσώρας η μαύρη πύλη του βοριά
Σαν καταπακτή

Κοντά σου μαγικά ηχούσαν οι χείμαρροι
Τα ηφαίστεια έστελναν πεντάγραμμα νέα
Στα παραθύρια μου
Κι εκείνος ο στυφός χυμός της ρώγας
Γλύκαινε χορταστικά
Στο στόμα του ήλιου

Πόσα χαμομήλια τ' ουρανού μάδησαν
Σαν είδαν τις ρίζες σου στην πυρά να λυγίζουν
Άρμα πύρινο που οι θρησκείες ύμνησαν
Κι ο ήλιος ανταποδοτικά του έδωσε χάδια
Πυρά και φόβος γερμένο στάχυ κι άνυδρη πλαγιά

Πόσες στέρνες των σύννεφων λάγγεψαν
Σαν είδαν το χαμόγελο σου να κείτεται νεκρό στον αέρα
Ωραίο χαμόγελο συγκρατημένο
Που πάνω του οι παλιάτσοι έγραφαν στίχους
Ωραίο χαμόγελο αισθαντικό
Αχνογελούσαν τα πελάγη της καλής Παναγίας
Τα βρύα έκρυβαν προστατευτικά τις πυγολαμπίδες
Όλος ο κόσμος μεθούσε κι έπαιρνε τ' αλέτρι
Να σκάψει εξαρχής τους ανθώνες της ψυχής
Της δικής σου ψυχής
Που ανεμόσκονη έγινε μια νύχτα γλυκιά
Και διαρκώς από τότε σκορπιέται
Στους πυλώνες της Άνοιξης
Να ομορφαίνει ο κόσμος
Σαν όπως ομόρφαινες κι εσύ την ώρα της αγάπης
Κι αναχωρούσες για τους νέους τόπους αλαφρωμένος

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

16 τρόποι να κοιτάς τις λέξεις

Αποτέλεσμα εικόνας για ανηφορικά μεθούν οι λέξεις

-Ξαφνικά ένας βλαστός
Ξεπρόβαλε απ' το μάρμαρο
Ήταν η καρδιά σου
Που άρχισε να ριζώνει

-Σκάλισα το μονόγραμμα σου
Στην άκρη της ασφάλτου
Οδοδείκτης να γίνει
Στα χαοτικά όνειρα μου

-Γλιστράει η τέμπερα
Στο κρύο πορτραίτο
Τέμνοντας σταυρωτά
Τα ματοτσίνορα σου
Τρέμοντες σταυροί
Αργά αναφύονται

-Σ' απαντώ στ' όνειρα μου
Κρύσταλλα να σκορπάς
Στην απέθαντη κόμη του θέρους
Λευκές πυραμίδες

-Σαν κλόουν θλιμμένος
Σ' ανούσια παράσταση
Ο πόνος που δράμει
Στην κοίλη της γης

- Στα μαύρα βότσαλα
Έπεσαν του φεγγαριού
Οι εννέα μούσες νεκρές

-Στην πληγή του θέρους
Κρύφτηκε η σπαλέτα του ήλιου
Παρασημοφορημένη

-Κομμένα φτερά
Και πώς να συλλέξεις
Τα μύρα των αιθέρων;

-Χρόνια προετοίμαζες τη μέρα
Που βουβά θα ριγούσες
Μπρος σ' ένα άδειο ψαθάκι

-Πλησίασες τον αντίχειρα
Στα πόδια του σκιάχτρου
Προειδοποιώντας τους ουρανούς
Για τον επικείμενο κατακλυσμό

-Είχαν σύναξη οχληρή
Στον κήπο τ' αγάλματα
Πριν φανεί η εποχή
Με τους μυστικούς έρωτες

-Με δυο βελανίδια για μάτια
Το 'σκασε στο δάσος ο σκίουρος
Προτάσσοντας το αβλαβές

-Ακίδες στα χέρια
Στο λίκνο σταυρώθηκαν
Οι πρώιμοι ροδώνες...
Στη χάση του ο κόσμος

-Σαν έφυγες
Οι φωλιές των περιστεριών
Γέμισαν τρωκτικά
Φίδια οι αυλοί

-Είδες ποτέ τη νύχτα
Να έρπει στα πηγάδια
Σαν άλλος σκοτεινός μάγος
Πριν στεφτεί τροπαιούχος;

-Στομώνει τ' αλέτρι
Χρόνια καρτέραγε
Μια πορεία στα χρυσά γεννήματα
Μια φρενήρη φυγή

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Οι χώροι του "ανέφικτου"

Αποτέλεσμα εικόνας για μαγικά χωριά

Είναι κάτι χωριά απομονωμένα
Που δίπλα στ' αγριεμένα κύματα
Αιώνες στέκουν βουβά
Σαν κύλικες
Θαμμένοι στη γη
Χωρίς εκκλησίες και καμπαναριά
Μόνο με σκούρους τσίγκους
Ασπρόμαυρα βότσαλα
Και πετρόχτιστα μνημεία
Στ' αμπέλια θάβουν τους νεκρούς τους
Στις ασημοελιές προσφέρουν τα τάματα
Και στα μικρά ρυάκια βαφτίζουν
Τα παιδιά τους μ' ονόματα κρίνων και πουλιών

Οι άνδρες είναι ταξιδευτές
Και κάποιοι άλλοι πολεμιστές γενναίοι
Φορούν πανοπλίες
Αμπέχονα από τρίχα ζαρκαδιών
Και μαύρα τσόχινα παπούτσια
Που δένουν ως το γόνατο
Αγαπούν τις γυναίκες
Τα κόκκινα κεράσια
Τις κληματαριές
Τον ίσκιο των κυπαρισσιών
Εκεί τα μυστικά τους εκεί οι βλέψεις τους
Και οι μεγάλες τους προσδοκίες

Οι γυναίκες είναι άξιες κεντήστρες
Κι ακούραστες υφάντρες
Λινό χασέδες και βαμβάκι η ζωή τους
Πολύχρωμα νήματα και κλωστές οι πλευρές τους
Έχουν αυλές ολάνθιστες με ζουμπούλια
Που ανθούν ολοχρονίς σε χρώματα λιλά
Με κατσικίσια δέρματα φτιάχνουν
Τα στολίδια τους
Μενταγιόν βραχιόλια δακτυλίδια
Με αχάτη των βουνών τα καλύπτουν
Τα σχέδια των ινδιάνων αγαπούν
Τα προγονικά κειμήλια αντιγράφουν
Τις συμβουλές των μάγων ακολουθούν
Στις θυσίες και στα τελετουργικά τους

Τα παιδιά αν και λιγοστά
Κατακλύζουν σαν σμήνη τις ρηχές όχθες
Ορχήστρες φτιάχνουν με ασκούς
Πετραδάκια και ξυλόφωνα
Καλαμένια πλέκουν καλάθια
Υφασμάτινα φτιάχνουν παιχνίδια
Και κάθε λιόγερμα
Γεμίζουν με άμμο μικρά αγγεία
Σαν να θέλουν αμέτρητες να γίνουν οι χαρές
Πλούσια τα αποτυπώματα της ζωής
Ρευστά να κυλούν οι μύθοι των νερών
Στις τρύπιες ράχες των λειμώνων
Άγκυρες και κοχύλια σκαλίζουν στα μπράτσα
Έτσι που οι μικρές αχιβάδες των βυθών
Αβίαστα να σκεπάζουν τον ύπνο τους
Και συνωμοτικά να απιθώνουν στιχάκια
Στα νοτερά προσκεφάλια των βράχων

Είναι κάτι μέρη που ο χάρτης τα ξέχασε
Οι δρόμοι δεν τα βρίσκουν
Κι οι καβαλάρηδες περιπαιχτικά τα αγνοούν
Μέρη δικά μας αβεβήλωτα
Που κάθε Μεγάλη Παρασκευή
Περιφέρουν στα στενά τους
Αντί για επιτάφιους
Ολάνθιστα άρματα και ξόανα γιορτής
Εκστατικά οι γέροντες τα ραίνουν
Με οίνους και ύμνους διονυσιακούς
Να μεθά η μέρα
Κι η νύχτα να γιορτάζει
Με κρόταλα κι αχτίδες πυγολαμπίδων

Είναι της ποίησης χωριά
Που καλά τα φυλάει ο Θεός
Ξένο μάτι να μην τα δει
Κακόβουλο χέρι να μην τ' αγγίξει
Απρόσιτοι να μείνουν παράδεισοι
Κοιτίδες να γίνουν αγάπης
Στωικά να μας επιστρέφουν το ανέφικτο
Που μες στα όνειρα σαν ζύμη φουσκώνει
Τον κόσμο όλον να θρέψει
Με φως και τραγούδι
Μελωδικός να γίνει ο σκοπός
Κι ο λόγος κροτίδα λευκή
Βροντερά να λάμψει στα στήθη....
Της ποίησης τα δικά μας ασκητήρια!

Συμμετέχει στο δρώμενο της αγαπημένης φίλης Αριστέας
με θέμα: "Κοινωνία Ώρα Αγάπης" 

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

το σπίρτο

Αποτέλεσμα εικόνας για φλόγες

Ξαφνικά ένα εκτυφλωτικό φως κι ένας εκκωφαντικός κρότος έκρυψε
το σπίτι Χάθηκαν ολότελα οι μαργαρίτες οι τριανταφυλλιές και τα
μοσχομπίζελα Η ογδοντάχρονη μάνα με τα κλαμένα μάτια και τα
αχνογέλαστα χείλη Κι η ασβεστωμένη μάντρα που ποτέ δεν της
πήραν του έρωτα μυστικό χάθηκε κι αυτή στην κραυγή της πόλης 
Έτριψε τα μάτια με το παιδικό της μαντήλι Το φύλαγε πάντα στην
τσέπη της Αποκούμπι του φόβου της
Σαν να της φάνηκε πως ακόμα κρατούσε πάνω του τη μυρωδιά
απ' το λουλάκι την αψάδα από την αλισίβα το κάμα απ' τον ιδρώτα

-Μάνα! τι άνεμοι πέρασαν απ' τα μικροσκοπικά σου χέρια;
Παλάμες αργασμένες Ρόζοι σκληροί που μόνο στο μαύρο σου τσεμπέρι
μιλούσαν Πως να τρυφερέψουν κλειστοί οι ουρανοί
-Αχ μάνα πόσο εύκολα συμμάχησες με την αξίνα και με την οργή
της ασπαλαθιάς και πόσο ο καιρός ασυμπόνεστα ξέχασε να σου δώσει
το μερτικό σου...μια κιμωλία να χρωματίσεις τα μαύρα σκίνα του κήπου!

Σ' έσκαψε ο χρόνος μετά το θάνατο του πατέρα Έσκυψε το κορμί σου
σαν όπως σκύβει παραπατώντας ο μεθυσμένος στα σκαλοπάτια του
καπηλειού
Δεν τον ημπόρεσε αυτόν το θάνατο Μεγάλος έρωτας Μακρινά ξαδέρφια
οι δυο τους Στέγνωσε η μάνα Τραβήχτηκε απ' τη ζωή Έκλεισε την πόρτα
στους γειτόνους και μόνο στο μεροκάματο έστρεψε τη σκέψη της στο
αγώι και στα δυο της ορφανά
Μεγαλώσαμε μες την καταφρόνια και την ορφάνια με τη μάνα να
γδέρνει τα μνήματα και κάθε απόγευμα στο σπίτι να ανάβει εμπρός
στη νυφική φωτογραφία το καντήλι αποθέτωντας ευλαβικά ένα
ματσάκι άνθη κατά το πλείστον μαργαρίτες στη μνήμη του
Που τις έβρισκες βρε μάνα μες το καταχείμωνο τις μαργαρίτες
όταν όλα γύρω χείμαζαν νεκρά;
Αχ μάνα! Ποτέ δεν μας πήγες στα εαρινά σου περβόλια εκείνα
που μες στην καρδιά καλά κρυμμένα τα φύλαγες κακές γλώσσες
μη τα μολύνουν

Τι να ήταν αυτή η σκοτεινιά; Ο καιρός στου Απρίλη το ευωδιαστό
μίσχο δεν προμήνυε καταιγίδα Έλαμπε ο ήλιος μέχρι πριν λίγο στο
κάδρο τ' ουρανού όπως έλαμπε το χρυσό σου χαμόγελο ανακουφισμένο
μετά την πάστρα στην αυλή του παλατιού σου
Όταν συνήλθε μετά το πρώτο σοκ είδε τις φλόγες να καταπίνουν το σπίτι
Είδε τον ουρανό να μεριάζει να διαβούν δυο ψυχές σφιχταγκαλιασμένες
με κίτρινα στεφάνια στα μαλλιά Άγγελοι έμοιαζαν αληθινοί
Όταν τελείωσε το κακό κι οι φλόγες απόστασαν πια να καίνε το πρώτο
που αντίκρισε σαν μπήκε στο σπίτι ήταν ένα μάτσο ολόφρεσκες
μαργαρίτες δίπλα στα άψυχα χέρια της μάνας της κι έπειτα εκείνη τη
νυφική φωτογραφία θάνατο να καπνίζει
Στο γκάζι ένα μπρίκι Ετοίμαζε φαίνεται το βραδινό της γεύμα Μια
κούπα τσάι του βουνού και μια φρυγανιά όπως συνήθιζε Οκτώ η ώρα
το βράδυ Την ώρα εκείνη ακριβώς που άναβε επί πενήντα συναπτά
έτη το καντήλι
-Αχ μάνα έφυγες αναπαμένη κι αβαρής σαν φτερό
Έφταιξε το αίμα είπε το χωριό κι αυτό ήταν που την εκδικήθηκε!

Στο ξόδι της όλοι κρατούσαν κίτρινες μαργαρίτες από εκείνες τις
ολόφρεσκες της καρδιάς που ανθούν ολοχρονίς και ποτέ δεν χειμάζουν
Οι μαργαρίτες σου μάνα που κρυφά με μύησαν σ' ένα αδιάψευστο
μέχρι τέλους σ'αγαπώ!

Έλαβε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που με αξιοσύνη
διοργάνωσε η αγαπημένη φίλη me(maria)

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Της πορφύρας όνειρο

Αποτέλεσμα εικόνας για Μέθυσα απ' το φεγγάρι απόψε
           
                                  για σένα

Μέθυσα απ' το φεγγάρι απόψε
Κι ήρθα κοντά σου
Όμορφα λημέρια
Χαλικόστρωτα
Να αναπνέει το σώμα ελευθερία
Να χαρίζεται το φιτίλι στο άσβεστο φως
Φως των ματιών σου δειλινό
Φως της αγάπης λυτρωτικό
Φως της αγκαλιάς καρποφόρο
Κι εγώ θηλιά να περιστρέφομαι
Χαρούμενη να με βλέπεις
Ανέσπερο φως σε κόντρα καθρέφτη πουλιά να χρυσίζει

Σε αγγίζω κι ο ουρανός υποχωρεί τρομαγμένος 

Μέθυσα απ' την πούλια απόψε
Κι έριξα ανεμόσκαλα
Σεντόνια του έρωτα
Μειδιούν τα έμβρυα
Στα ετοιμόγεννα άστρα
Μειδιάς κι εσύ
Στα πορφυρά ντυμένος
Πορφύρες στέλνεις στα χαμοπούλια
Πορφύρες σκορπάς στα γεράνια
Ζωντανεύουν οι κήποι τ' ουρανού
Κι εγώ αργοσαλεύω με σφιγμένα τα σφυρά
Πορφυρά ν' αντικρίζω τα χρόνια
Κι αυτά τ' αξόδευτα φιλιά να κλειδώνω στα χείλη προσφορά

Σε κοιτάζω και λοξοδρομούν οι αχτίδες τρελαμένες 

Μέθυσα απ' τα δάκρυα απόψε
Κι ήρθαν οι νεφέλες να με ζητήσουν
Εκεί ψηλά στ' αέρινα μονοπάτια
Να στροβιλιστώ
Άγγελοι - νεφέλες
Να σε αποκοιμίζουν γλυκά
Άγγελοι - νεφέλες
Να σε πηγαίνουν ταξίδια σ' άγνωρα μέρη
Κι εγώ σε ελαιογραφίες μαγικές μυθικά να στήνω παιχνίδια
Να αμαρτάνει το φέγγος απ' τα τόσα χρώματα
Κι απέθαντες να μένουν οι φτελιές στους κήπους σου

Σε αναζητώ και κλείνουν τα στόμια των ηφαιστείων ερμητικά 

Μικρός γίνομαι χάρτης μεμιάς να εξερευνάς τις κοίτες μου
Μόνος ποτέ μη διψάσεις
Μόνος ποτέ μη ξεχαστείς
Στάζουν νάμα τα ακροδάκτυλά μου
Νάμα κι αίμα
Στο πλάι σου μνήσκω
Διπλά να σε φρουρώ ως να πλαγιάσεις
Γαλήνιος στα φύλλα
Με στρώσεις πολλές μη πληγωθεί σε χώμα ξερό τ' όνειρό σου!