Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Το χώρισμα

Ανάμεσα σε εσένα και εμένα 
ένας τοίχος ψηλός χτισμένος 
μαστορικά από πέτρες λειασμένες 
με το μυστρί του ανέμου.
Στις ενώσεις τους μες απ' το ελάχιστο 
χώμα ξεπετιούνται σκυλάκια, 
άγρια φτέρη, λειχήνες κι αγκιναράκια .
Αυτοφυή όλα.
Ένας εκλιπών Θεός τα ευλογεί. 
Μια μήτρα άγριου θηλαστικού 
ζωή να τους δίνει και υπόσταση. 

Δεν σε βλέπω δεν με βλέπεις. 
Δεν σε φτάνω δεν με φτάνεις. 
Μόνο την ανάσα σου ακούω. 
Μόνο το γρατσούνισμα της πένας 
σου νιώθω σαν στέκεσαι δίπλα στο
πρώτο αγκωνάρι και μου γράφεις 
ποιήματα και στίχους.
Κάποιες φορές μέσα στης αγρύπνιας 
σου τις ώρες τους απαγγέλεις δυνατά. 
Δακρύζω και νοερά σου δίνομαι.
Ξυπνάω και σε θέλω. 

Από τις σχισμές μέσα έρχεται καθαρά 
το καρδιοχτύπι σου σαν σφυριά δυνατή 
πάνω στο μελίγγι. 
Πονάω.
Σε φωνάζω. 
Εκλιπαρώ να σε δω να έρχεσαι 
Κάνω να πατήσω στα ακροδάχτυλα 
μα το ύψος τρανό δεν με αφήνει.
Κάνω να γκρεμίσω τις πέτρες
μα λαβώνομαι.
Κολλάω στις ρίζες, κολλάω στο χώμα 
κολλάω στο συμπαγές των επιφανειών. 
Σπάω τα νύχια μου.
Τσακίζω τα δάκτυλα. 

Χρόνια λοιπόν ζω στο ίδιο τετραγωνικό 
μέτρο του έρωτα με εσένα 
Χρόνια σού κλέβω στίχους και με μουσική 
τους ντύνω. 
Άκου την αγάπη, άκουσε την άρπα μου. 
Ψήλωσε.
Φτερά βγάλε. 
Αφέσου.
Φτιάξε μια σκάλα, μια σκαλωσιά έστω 
κι αν δεν μπορείς πάρε την ευλυγισία 
από το κλειδί του σολ κι αγκάλιασε με. 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ομολογίες ζώης

Φυσάει βοριάς και παίρνει 
τα καπέλα από τις κυρίες 
και τα πετάει στη θάλασσα. 
Αρπάζει τα σκουφάκια των 
παιδιών και στα ύψη τα πηγαίνει 
χειρομάντηλα να γίνουν να
σκουπίζουν τα δάκρυα τους
τα χερουβίμ.
Τρέχει ο κόσμος αλαλάζοντας 
να κρυφτεί στα υγρά σπίτια. 
Σπρώχνει ο βοριάς τα σώματα τους.
Παίρνουν φωτιά οι καμινάδες.
Σπίθες και τριγμοί ξύλων.
Τζάκια και τουλίπες καπνού. 

Ερημώνει η πλατεία.
Ο καστανάς κατεβάζει τα χέρια άεργος,
πίνει τσίπουρο και ταΐζει 
τα ορφανά περιστέρια. 
Σβήνει η θράκα.
Σκορπίζεται η στάχτη. 
Ο καστανάς τρίβει τα μάτια του.
Μαβίζουν τα χείλη, κοκκινίζει ο ορίζοντας
Ώρα δειλινού. 
Ο καστανάς θυμάται τα σκοτωμένα 
παιδιά.
Δεν κλαίει παρά γελάει δυνατά. 
Τα περιστέρια τσιμπολογούν 
σπόρια ερημίας κι ύστερα με ένα 
φρουστ εξαφανίζονται.

Ο καστανάς έντρομος πετάει 
τη χτεσινή εφημερίδα στον υπόνομο. 
Ανοίγουν παράθυρα. 
Οι μανάδες δεν δακρύζουν άλλο πια.
Μόνο ορισμένες χαρακώνουν ακόμα 
βαθιά τα μάγουλα τους.
Τα σκοτωμένα παιδιά 
επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Βαθιές οι πληγές, τις κλείνουν
σχολαστικά. 
Χειμωνιάτικο βράδυ και τα νεκρά 
παιδιά  μυρίζουν αιθάλη, κάρβουνο
και ζαχαρωμένο μέλι. 
Παραλογίζονται οι μανάδες.
Ρίχνουν τα μάτια στη θάλασσα.
Κατευθύνονται ως τα εκεί να πνίξουν 
τα καπέλα που επιπλέουν με χέρια σαΐτες. 

Ηφαίστεια τα μάτια σου ενεργά

"Δεν χαίρομαι πια
 τις αμυγδαλιές στον κήπο 
 που σε θυμίζουν."

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες 

                          σε εσένα 

Τα μάτια σου μαύρα 
σαν δυο πιτσιλιές μελάνης 
στην επιφάνεια του χιονιού. 
Αχ πόσο αγάπησα αυτά τα σκοτάδια 
που έντυναν περιμετρικά τις κόρες 
σου.
Έμπαινα  στον βυθό τους κι ήταν 
σαν να περιδιάβαινα ζαλισμένη 
κρατήρες ενεργών ηφαιστείων. 

Άκουγα τη γη να βρυχάται, 
να εξαπολύει βλαστήμιες 
και ακατάσχετα λόγια. 
Παρακολουθούσα εκστασιασμένη
και στις ραφές του φορέματος 
μου έκρυβα λέξεις και κωδικούς. 
Πλησίαζα σε απόσταση αναπνοής. 
Δεν φοβόμουν, η λάβα δεν με τρόμαζε 
τουναντίον μάλιστα μπορώ 
να πω πως μαγευόμουν.

Μαθημένη καθώς ήμουν από του έρωτα 
τις φωτιές, μεθούσα μην κάνοντας 
βήμα πίσω. 
Έβαζα το αυτί πάνω στη σάρκα της γης
για να ακούω καλύτερα. 
Σε διάβαζα πιο καλά, σε μελετούσα.
Κι ήταν φορές που αποκοιμιόμουν 
κάτω από τη ρυθμική αντήχηση 
των κρότων.
Πήγαινα σε όνειρα ψυχεδελικά 
με τη φαντασία να καλπάζει αχαλίνωτη
μέσα σε ηδονικά δωμάτια φτηνών 
ξενοδοχείων.

Τα μάτια σου έβενοι λαμπεροί.
Το μόνο που με φόβιζε κοντά τους
ήταν να μην στάξουν δάκρυ καυτό. 
Τα δάκρυα πνίγουν  και σκοτώνουν 
πιο πολύ από τη λάβα. 
Αποσυνθέτουν το σώμα, σκεβρώνουν 
τη μνήμη καταστρέφουν τη ζωή. 
Και χωρίς σώμα, μνήμη, και ζωή 
πώς θα βγαίνω στους κρατήρες 
να αποθησαυρίζω καταχθόνιους
φθόγγους που ποιήματα ζωντανά 
θα γεννούν ικανά να σε φέρουν πίσω. 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Οι δοκιμασίες

Στην παρέα της Ν. Φιλαδέλφειας 

Πίσω από ένα πυκνό σύννεφο 
που το πάει σε βροχή κρυβόσουν 
κι εγώ σε αναζητούσα.
Έκοβα αμάραντες τουλίπες 
από τους κήπους του δειλινού 
και ξανοιγόμουν για να σε βρω. 
Στη χρυσή σκάλα του ουρανού 
την ασφυκτικά γεμάτη από τις 
άκακες ψυχές έβγαινα κι ανέβαινα
δύο δύο τα σκαλοπάτια. 

Λαχάνιαζα, ίδρωνα μου κοβόταν 
η ανάσα μα δεν τα παρατούσα.
Είχα πολλή απόσταση να διασχίσω 
και πολλές ψυχές να χαιρετήσω 
μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. 
Μικρές φωτίτσες τα μάτια των ψυχών 
μου έδειχναν τον δρόμο για να μη χαθώ
μέσα σε άγνωστα τρίστρατα. 
Ένα τρίχρονο παιδί μάλιστα 
με φίλευε μύγδαλα που τα τσάκιζε
με τα δυο του χέρια. 
Δεν πεινούσα μα τα έπαιρνα μη τυχόν 
μου θυμώσει. 

Ατελείωτη η σκάλα.
Περνούσαν μέρες περνούσαν νύχτες 
κι εγώ πήγαινα. 
Οι ψυχές κοντά μου πάντα. 
Απορούσα πώς και δεν νύσταζαν 
και πώς ακούραστες έμεναν 
για να με καθοδηγούν.
Στιγμή δεν σταματούσα.
Άλλωστε δεν είχε ίσκιο να σταθώ.
Δεν είχε δέντρο να ξαποστάσω,
μερικές μόνο σειρές από ροζ πικροδάφνες 
στα αριστερά μου έβρισκα. 

Όσο πιο κοντά σου έφτανα 
τόσο εσύ απομακρυνόσουν.
Άπλωνα χέρια για να σε αγκαλιάσω 
μα μου ξέφευγες. 
Έτεινα τις τουλίπες για να ομορφύνεις
μα δεν τις καταδεχόσουν. 
Δελέαζα το τρίχρονο αγόρι και
σου έστελνα γράμμα και γραφή 
κι εσύ το απειλούσε ότι θα το γκρεμίσεις 
από τις σκάλες. 
Σε μέμφομαι. 
Σε λοιδωρώ.
Σε πολιορκώ.
Ποτέ όμως εδώ δέν θα σε έχω. 
Αυτό το σύννεφο η βρόχινη φυλακή σου
είναι κι αυτή η χρυσή σκάλα όσες 
κι αν περάσω δοκιμασίες δεν οδηγεί 
στην Ιθάκη σου.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Το τσιγκέλι ή αλλιώς η ζωή

Τράβηξε από την καρδιά της
την κεντρική αρτηρία και με τις βελόνες 
του πλεξίματος άρχισε να πλέκει.
Θα έφτιαχνε ένα σάλι να καλύψει 
τους ώμους της.
Κρύωνε.
Φύσαγε βοριάς δυνατός κι έπαιρνε 
τις θηλιές και τις ανακάτευε. 
Αντί για λουλούδια στο σχέδιο 
του πλεκτού σχηματίζονταν αστέρια,
μισοφέγγαρα και απαίσιοι κρατήρες. 
Πάλευε να το διορθώσει.
Τίποτα. 

Είχε ξεμείνει στους δρόμους 
πουθενά ένα υπόστεγο απάνεμο 
για να αποφύγει τις ριπές του ανέμου. 
Θυμήθηκε την ποιήτρια μπροστά 
στις απόρθητες φυλακές Γενάρη μήνα 
με χιονοθύελλα να εκλιπαρεί ζεστασιά. 
Αχ! και να έβαζε στους ώμους της
αυτό το σάλι όσο βαρύ κι αν ήταν. 
Πέρασαν χρόνια πολλά όμως 
και πώς να την συναντήσει;

Αφού τελείωσε το βασικό σχέδιο 
πήρε να φτιάξει τα κρόσσια.
Τα ήθελε μακριά σαν τα μαλλιά 
της Μόνα Λίζας -και κάπως μπερδεμένα-
να φτάνουν κάτω από τη μέση 
και να σκεπάζουν τα ισχία.
Κόντευε να τελειώσει. 
Τα χέρια της είχαν ξυλιάσει.
Άκουγε τριγμό δοντιών.
Έβλεπε άγρια βλέμματα να την κυνηγούν. 
Έκανε να φύγει. 
Κάποιος την πλησίασε. 
Ήταν ολόγδυτος.
Του πέρασε το σάλι στα πλευρά. 
Τα μετρούσες άνετα ήταν τόσο λιγνός 
που έμοιαζε σαν παλιό αριθμητήριο 
σε αίθουσα θανάτου. 

Ξέχασα να σας πω ίσως το πιο βασικό.
Το σάλι ήταν ολοπόρφυρο 
και δεν θα είναι καθόλου υπερβολή 
αυτό που θα σας ομολογήσω. 
Έμοιαζε με σφαχτάρι στην κεντρική 
αγορά κι ο γδυτός άντρας 
μόλις τώρα είχε πεθάνει. 
Έχεις δει άνθρωπο να τον διαπερνούν 
τα αιχμηρά κέρατα ενός τσιγκελιού;
Ναι εγώ το είδα ολοκάθαρα.
Εκείνο το πρωί νομίζω πως αντίκρισα 
για πρώτη φορά την κόλαση. 

Υ.Γ Στοιχειά τα ποιήματα και καταλύουν 
ερειπωμένα σπίτια. 
Πρόσεξε σαν πας εκεί. 
Θραύσματα οι λέξεις θα πέσουν πάνω σου
και θα σε πληγώσουν θανάσιμα, την καρδιά 
σου στοχεύοντας με ακρίβεια χιλιοστού. 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Imayo με σπάσιμο (δυο ποιήματα σε ένα)

Ρούχα με φραμπαλάδες-
το ρόδι σπάει 
η γιορτή ξεκίνησε 
γελούν τα παιδιά 
οι ντάμες παίρνουν θέση 
δίπλες του χορού 
το κουδούνι χτυπάει 
Ο άγιος ήρθε.

*
Αναμμένο το μαγκάλι-
λεπτό το κρύο 
δυο ρόδια στη φρουτιέρα 
ώριμοι καρποί 
φιλέματα της φύσης 
πλούτος στα χέρια 
κεχριμπαρένιο το χρώμα 
η πείνα σβήνει.

*
Ακουαρέλες παντού-
το χρώμα ρευστό 
ηλίανθοι και ρόδια 
γεμάτος καμβάς 
παιδικές οι ζωγραφιές 
τα μάτια λάμπουν 
απαλές οι πινελιές 
θαυμαστά έργα.

*
Περνά ο καβαλάρης-
ρόδια στα χέρια 
τα γκεμια χαλαρώνει 
τρέχουν τα παιδιά 
πανάκριβα τα δώρα 
οι μάνες γελούν 
γεμάτες οι αγκαλιές 
γλυκά τα σπόρια.

*
Ψιλό πέφτει το χιόνι-
τα φύλλα τρίζουν 
το τζάκι αναμμένο 
ξυπνά η γιαγιά 
το ρόδι ξεσπειρίζει
γελά το παιδί 
γεμάτη η γαβάθα 
οι χούφτες άδειες.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ο επισκέπτης

Τις νύχτες όταν με ξυπνούν 
οι εφιάλτες βρίσκω τα
καλογυαλισμένα σου παπούτσια 
στο χαλάκι της εισόδου. 
Πάντα περιποιημένα.
Τίποτα δεν δείχνει πως
πέρασες στράτες πολλές 
μέχρι να φτάσεις ως εδώ. 

Τα πλησιάζω και τα ακουμπώ 
με χέρια τρεμάμενα.
Θαρρώ πως έχουν ακόμα 
την ζέστα του κορμιού σου
κι από τους ανοιχτούς τους
πόρους αναδύουν μια οσμή κέδρου.
Πάντα εσύ αγαπούσες τα κωνοφόρα 
μα και τη ζεστασιά των πεταλούδων 
όταν αυτές λιάζονται στον ήλιο
ανενεργές και μεθυσμένες.

Όταν τελειώσω το πέμπτο τσιγάρο 
κι αποσύρομαι τους ρίχνω 
μια τελευταία ματιά.
Τότε συντελείται ένα θαύμα. 
Ακούω καθαρά τα βήματα σου.
Ακούω το λαχάνιασμα της αναπνοής σου.
Ακούω το τελευταίο που μου
έγραψες τραγούδι. 

Το πρωί όταν ξυπνάω και
πηγαίνω να επιθεωρήσω τους
κάκτους της εισόδου βλέπω 
το χαλάκι να έχει μείνει ορφανό. 
Παίρνω το λυχνάρι το τρίβω 
για να εμφανιστείς, μα τίποτα 
δεν γίνεται. 
Αρνείσαι να βγεις στο φως. 

Απογοητεύομαι, εγώ που πάντα 
πίστευα στα παραμύθια
μένω να κινούμαι σε μια 
πραγματικότητα πεζή που αρκείται 
να φορά κάτι ελεεινά και 
κακοφτιαγμένα παπούτσια. 
Μα το κύριο δεν είναι αυτό 
αλλά το  ότι ποτέ δεν μου μπαίνουν 
και με σφίγγουν τρομερά. 
Πληγώνομαι και τα πετάω μακριά
περιμένοντας τη νύχτα 
ελεήμονη να γίνει για εμάς και 
με χάδια να καταπραΰνει 
την πικρία μας.