Τις νύχτες όταν με ξυπνούν
οι εφιάλτες βρίσκω τα
καλογυαλισμένα σου παπούτσια
στο χαλάκι της εισόδου.
Πάντα περιποιημένα.
Τίποτα δεν δείχνει πως
πέρασες στράτες πολλές
μέχρι να φτάσεις ως εδώ.
Τα πλησιάζω και τα ακουμπώ
με χέρια τρεμάμενα.
Θαρρώ πως έχουν ακόμα
την ζέστα του κορμιού σου
κι από τους ανοιχτούς τους
πόρους αναδύουν μια οσμή κέδρου.
Πάντα εσύ αγαπούσες τα κωνοφόρα
μα και τη ζεστασιά των πεταλούδων
όταν αυτές λιάζονται στον ήλιο
ανενεργές και μεθυσμένες.
Όταν τελειώσω το πέμπτο τσιγάρο
κι αποσύρομαι τους ρίχνω
μια τελευταία ματιά.
Τότε συντελείται ένα θαύμα.
Ακούω καθαρά τα βήματα σου.
Ακούω το λαχάνιασμα της αναπνοής σου.
Ακούω το τελευταίο που μου
έγραψες τραγούδι.
Το πρωί όταν ξυπνάω και
πηγαίνω να επιθεωρήσω τους
κάκτους της εισόδου βλέπω
το χαλάκι να έχει μείνει ορφανό.
Παίρνω το λυχνάρι το τρίβω
για να εμφανιστείς, μα τίποτα
δεν γίνεται.
Αρνείσαι να βγεις στο φως.
Απογοητεύομαι, εγώ που πάντα
πίστευα στα παραμύθια
μένω να κινούμαι σε μια
πραγματικότητα πεζή που αρκείται
να φορά κάτι ελεεινά και
κακοφτιαγμένα παπούτσια.
Μα το κύριο δεν είναι αυτό
αλλά το ότι ποτέ δεν μου μπαίνουν
και με σφίγγουν τρομερά.
Πληγώνομαι και τα πετάω μακριά
περιμένοντας τη νύχτα
ελεήμονη να γίνει για εμάς και
με χάδια να καταπραΰνει
την πικρία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου