Πυρωμένα τα πόδια μου ματωμένα στη κνήμη
Βαδίζουν στο κόκκινο πέτο της σελήνης ανιχνευτικά
Παιδί με την αφέλεια του αδιόρατου
Βγαίνω στο ακρογιάλι με τους αινιγματικούς κρωγμούς των γλάρων
Ύστερη συντροφιά στο ανήλικο ταξίδι μου
Φτεροκοπώ μαζί τους με ριζωμένα τα μέλη μου στην ευτυχία
Εστία ζητώ στου μικρού αχινού το ορθρινό κελάρι
Να φυλαχτώ από τον λίβα και τη λαβή του Κρέοντα
Που σπιρουνίζουν με ιμάντα χάλκινο τα τελευταία μου άστρα!
Θυσίασα τις μέρες μου στη γειτονιά του παγωμένου αχάτη
Για να έχουν φως και θώρι τα κρύα μεσημέρια των ανθρώπων!
Περιστρέφομαι με αειθαλές περίβλημα στους ώμους
Μέσα σε κόκκους γύρης και καταφτάνω
Στο γαλήνιο σκήνωμα της αγριελιάς συντετριμμένη από τη θύμηση
Πυρωμένα τα πόδια μου ματωμένα στη κνήμη
Προσκρούουν στα θαλάσσια περάσματα των ναυαγισμένων πλοίων
Πυρσούς κρατώ στα χέρια μου σβησμένους
Κι εκείνο το κοραλλένιο κομπολόι του αγαπημένου μου προπάππου
Ενθύμιο ακριβό μιας τρικυμίας
Σμίγω αδερφικά κάτω από το φως της ασετιλίνης
Με τον τελευταίο πλανόδιο καβαλάρη της όχθης
Είναι της μοίρας μου να προσμετρώ την ζωή μου σε απόσταση
Και τη κάνουλα του χρόνου να ρυθμίζω στο ρελαντί!
Θυσίασα τις μέρες μου στη γειτονιά του παγωμένου αχάτη
Για να έχουν φως και θώρι τα κρύα μεσημέρια των ανθρώπων!
Πυρωμένα τα πόδια μου ματωμένα στη κνήμη
Διαθλούν στο μέτωπο μου συμπληγάδες πέτρες
Αδυνατώ πέρασμα να βρω όνειρο να ξανοιχτώ στο απρόσμενο
Κλυδωνίζομαι στο άρμα του ανέμου με κρυοπαγήματα στα χέρια
Χειμώνιασε και τα αρώματα των κρίνων
Δειλά χτυπούν τη πόρτα μου
Δεν περιμένω κανέναν ίσκιο ούτε γραφή από φτερό αγγέλου
Καρδιοχτυπώ σαν ακούω το γάντι της Ανατολής όταν χαράζει
Μόνη μου έννοια και πλησμονή
Ο ρουμπινένιος σταυρός των σύννεφων πριν την καταιγίδα
Αγαπήθηκα πολύ ξεχνώντας σε σταυροδρόμι πέτρινου αμαξωτού
Ένα ματσάκι πυρπολημένες παπαρούνες που ποτέ δεν χάρισα
Είναι πικρό το χαμόγελο στα χείλη του ορφανεμένου
Κι ο κόρφος ασφυκτιά στη λάβα του Αθανάτου!
Θυσίασα τις μέρες μου στη γειτονιά του παγωμένου αχάτη
Για να έχουν φως και θώρι τα κρύα μεσημέρια των ανθρώπων!