Πόσες φτερούγες αγγέλων κάηκαν
Σαν έφτασες σιμά τους;
Αναρωτιέμαι αν καμπύλωσαν
Τα σγουρά φρύδια των σύννεφων
Σαν είδαν την χαρακιά που είχες στο στέρνο
Βαθιά χαρακιά
Εκεί χωρούσε η αγάπη όλη
Τα μωρουδιακά χαμόγελα των τρελών
Οι κρίνοι που πρώτοι νοιώσαν το προμάντεμα
Κι αυτός ο κρίκος ο χρυσός του φεγγαριού
Μια χαρακιά ακριβή
Που τα ουράνια τόξα ζήλεψαν
Κι έσβησαν τις καμπύλες των προσευχών τους
Μετά τη βροχή
Κοντά σου τέμνονταν οι ράγες των τρένων
Φύσαγε ο μαΐστρος κι έπαιρνε τα ψαθάκια της θημωνιάς
Γέμιζε καλοκαίρι ο αγρός κι ο κήπος φιλιά
Μικρά χεράκια έσφιγγαν τα σαντάλια του Ερμή
Μην και θυμώσει η πλάση
Κι ανοίξει προσώρας η μαύρη πύλη του βοριά
Σαν καταπακτή
Κοντά σου μαγικά ηχούσαν οι χείμαρροι
Τα ηφαίστεια έστελναν πεντάγραμμα νέα
Στα παραθύρια μου
Κι εκείνος ο στυφός χυμός της ρώγας
Γλύκαινε χορταστικά
Στο στόμα του ήλιου
Πόσα χαμομήλια τ' ουρανού μάδησαν
Σαν είδαν τις ρίζες σου στην πυρά να λυγίζουν
Άρμα πύρινο που οι θρησκείες ύμνησαν
Κι ο ήλιος ανταποδοτικά του έδωσε χάδια
Πυρά και φόβος γερμένο στάχυ κι άνυδρη πλαγιά
Πόσες στέρνες των σύννεφων λάγγεψαν
Σαν είδαν το χαμόγελο σου να κείτεται νεκρό στον αέρα
Ωραίο χαμόγελο συγκρατημένο
Που πάνω του οι παλιάτσοι έγραφαν στίχους
Ωραίο χαμόγελο αισθαντικό
Αχνογελούσαν τα πελάγη της καλής Παναγίας
Τα βρύα έκρυβαν προστατευτικά τις πυγολαμπίδες
Όλος ο κόσμος μεθούσε κι έπαιρνε τ' αλέτρι
Να σκάψει εξαρχής τους ανθώνες της ψυχής
Της δικής σου ψυχής
Που ανεμόσκονη έγινε μια νύχτα γλυκιά
Και διαρκώς από τότε σκορπιέται
Στους πυλώνες της Άνοιξης
Να ομορφαίνει ο κόσμος
Σαν όπως ομόρφαινες κι εσύ την ώρα της αγάπης
Κι αναχωρούσες για τους νέους τόπους αλαφρωμένος