Φοβάμαι σου λέω
Το χέρι που με αιχμαλώτισε
Πάνω σε βράχο θαλασσινό
Πόσο με ρίγος το ποθώ
Το χέρι αυτό που πνοή μου έδινε
Με τις ανοικτές φτερούγες του
Σε πόσους ουρανούς με πήγε
Αιθέρια τότε ζούσε
Αγριοπούλι που ελεύθερο ψάχνει το ταίρι του
Φλέβα δεν άγγιξε καμιά
Πόνο ψυχής δεν μάντεψε
Μόνο το άγουρο φλέρταρε βλέμμα μου
Τώρα γήινος έγινε ίσκιος
Με γραμμές κάθετες με διχοτόμησε
Δεν μου μοιάζω
Απόμακρη μόνη σκυθρωπή
Ενθυμούμαι μόνο τις τελετές
Που στο κύμα έκανα
Να έχει ο έρωτας τα δικά του ιερατεία
Φοβάμαι σου λέω
Απόγονος του Προμηθέα
Θωρώ τις πληγές ανοιχτές
Εκλιπαρώ σωτηρία να βρω
Το αντίτιμο εκείνο ψάχνω
Που θα εξαγοράσει την ποινή μου
Κιθαρωδός γίνομαι προς στιγμή και ξεφεύγω
Στα πλάτη της Μεσογείου νοερά ταξιδεύω
Με πλάνο τραγούδι στα χείλη
Γλάρους και χελιδονόψαρα
Πλευρίζω για βοηθούς
Βοριάδες προσαρτώ κρουστό να γίνει το σώμα
Γρόσια τους δίνω να ανοίξουν
Της αλυσίδας μου τον κρίκο
Στης πλάσης και πάλι να μπω
Τον μέγα κύκλο σαν ήλιου προμάντεμα αυγινό
Φοβάμαι πολύ
Την νύχτα τα βλέφαρα αφήνω ανοιχτά
Μην σκοντάψω στου έρωτα
Τα πέτρινα κράσπεδα και σε ποθήσω
Βουρκώνω σαν δω να αμορραγούν
Της σάρκας οι θύμησες
Πετάω το νόμισμα κι ευχή κάνω
Ήχος δεν βγαίνει
Του γρύλου την άρπα κουρντίζω
Στην νύχτα αδημονώ να δοθώ
Ανασυντάσσω τις σιωπές μου
Να ακούσω να φεύγεις σκυφτός
Καλέμι σου δίνω αντί για χέρι
Υνί σου χαρίζω αντί για κορμί
Σπασμένο σταμνί αντί για χείλη
Στη μήτρα του κόσμου επιστρέφω
Έμβρυο που βυζαίνει τη λύπη
Το δάκρυ πνίγω στους μενεξέδες
Κι επιστρέφω λυτρωμένη
Στης ακτής μου τα παλιά σκαριά
Ταξίδι μου τάζουν σε πελάγη ακύμαντα
Σαλπάρω γοργόνα που μιλάει με τους ψαράδες
Αφήνοντας πίσω τις λίθινες πλάκες που με φυλάκιζαν