Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Τα ρούχα που δάκρυζαν

Ήταν πικρό το χαμόγελο μας
σαν τα καλά μαύρα ρούχα 
που έβαζε η μαμά στις κηδείες. 
Αυστηρά ρούχα, καλοσιδερωμένα, 
ενταφιασμένα στην καρυδένια
ντουλάπα για προστασία. 
Για ένα σκοπό είχαν φτιαχτεί
αυτόν του οδυρμού και της απώλειας. 
Ρούχα επιμελημένα από τα επιδέξια 
χέρια και μάτια μιας παραδοσιακής
μοδίστρας με διπλές ραφές, πιέτες  
ίσιες και κουμπότρυπες τέλειες.  
Στη χάση και στη φέξη τα έπλενε 
η μαμά καθώς τα δάκρυα
που διαπερνούσαν τις ίνες τους
φρόντιζαν να τα αποσπούν και να
τα αποκόπτουν από τη σκόνη της 
καθημερινής τριβής. 
Φόβητρο γίνονταν για εμάς και
μόνο στη θέα τους τρέμαμε. 
Καθόλου δεν τα θέλαμε, 
δεν τα πλησιάζαμε και προσευχές κάναμε 
όσο το δυνατόν πιο σπάνιες
να είναι οι εμφανίσεις τους. 
Μια μέρα μετά το ξόδι ενός
υπέργηρου του χωριού η μαμά 
τα ξέχασε στην αναπαυτική 
πολυθρόνα της εισόδου δίπλα 
στον παλαιικό καθρέφτη. 
Τί ήταν να συμβεί αυτό;
Δάκρυσε το σπίτι συθέμελα, 
πληγώθηκαν οι κήποι, 
οι ανοικτές αυλές πάγωσαν
και τα λουλούδια χλόμιασαν 
Το χωριό λαχτάρησε για τα καλά
κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. 
Η μάνα στις ελιές χαμπάρι δεν πήρε. 
Μια γειτόνισσα καλοσυνάτη
με το αχρόνιαγο μωρό στην αγκαλιά
της ήρθε τα πήρε και τα έκρυψε βαθιά
στη σκοτεινή πάλι τους θέση. 
Την επέπληξαν όλοι τότε τη μαμά 
για την παράβλεψη της κι αμέσως αυτή 
μετανιωμένη και συντετριμμένη 
πήρε τα ρούχα τα σαβάνωσε με 
χαρτιά και τα έκρυψε στο σκουριασμένο 
μπαούλο της κάμαρας της 
να μείνουν εκεί για πάντα. 
Δεν ξαναπήγε σε ξόδι κι εμείς 
απαλλαγμένοι από τον φόβο
μάθαμε επιτέλους να χαμογελάμε. 
Μόνο που κάποιες νύχτες κυρίως
του Αυγούστου ακούγαμε ένα βουητό
μες στα όνειρα μας κι έναν κλαυθμό,
ήταν απ' τα ρούχα που δακρύζανε 
καταδικασμένα στην εγκατάλειψη τους. 
Δεν δίναμε σημασία όμως, 
χαμογελούσαμε  προς τα μέσα, 
μόνο που η μάνα άυπνη έμενε 
να φτιάχνει πίτες και σκαλτσούνια 
της γιορτής για να μας γλυκάνει το πρωί. 
........................................................
Όταν μετά από πάρα πολύ καιρό η μαμά
μας άφησε χρόνους αυτά τα ρούχα 
-τα δροσερά από τα δάκρυα- τής βάλαμε
λες και να μας κυνηγούσε σαν κατάρα
η ενοχή που νιώθαμε από την επιλογή μας 
να την αποτραβήξουμε από το πένθος 
που τελικά αποδείχθηκε πως ήταν 
σύμφυτο με την όλη της ύπαρξη. 

Αγώνας δρόμου

haibun
Αγώνας δρόμου.
Στον κήπο είχε τρεις λεβάντες. Τις είχε φυτέψει την ίδια χρονιά, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Η μία από τις τρεις είχε ρίξει πολύ μπόι
κι είχε γίνει σωστός θάμνος. Οι άλλες δύο καχεκτικές με ελάχιστα λουλούδια και κιτρινισμένα φύλλα. Το ίδιο τις πότιζε, την ίδια κοπριά τους έριχνε, το ίδιο τις αγαπούσε δεν έλεγαν να συνέλθουν. Απογοητεύτηκε κι άφηνε το χέρι του χρόνου να αποφασίσει γι αυτές.
Γλιστρά η βάρκα
σε γαλήνια νερά-
γλάροι την σέρνουν.
Τις είχε κατά νου τις δυο αρρωστούλες. Η γιαγιά της, της έλεγε να μην πικραίνεται και πως η εύρωστη λεβάντα απλά είχε ερωτευτεί το χώμα και το φως. Αντίθετα από τις άλλες που είχαν δεν είχαν τις ηλιαχτίδες βαθιά μες την καρδιά. Σκληρά λόγια, τα απέρριπτε. Έφτασε στο σημείο να τις περιποιείται ιδιαίτερα Τις σκάλιζε πιο ταχτικά, τις δρόσιζε με τον ψεκαστήρα ακόμα και κλασσική μουσική τους έβαζε μπας και συνέλθουν.
Σκάει το κύμα
πάνω στα ακρογιάλι
τζιτζίκια ηχούν.
Κάθε καλοκαίρι η μεγάλη φούντωνε έβγαζε λουλούδια πολλά, ενώ οι άλλες δύο, οι κακομοιρασμένες, ίσα που πέταγαν ίσα με δέκα κλωνάρια με ανθούς. κι αυτά ισχνά σαν ποδαράκια μικρού πτηνού. Τους είχε δώσει κι ονόματα λες και ήταν έμψυχα πλάσματα. Την πρώτη, την ξεχωριστή, την έλεγε Μυρτώ και τις άλλες δύο τις έλεγε Χαρά και Ευθαλία. Τις λάτρευε και έπιανε κουβεντολόι μαζί τους..
Στεγνό το χώμα
κονιορτός στον δρόμο-
λίβας φυσάει.
Μάζευε πάνω στην άνθιση τους κάποια από τα κλωναράκια χωρίς να τις μαδάει τελείως. Τα άφηνε στον ήλιο να ξεραθούν. Η γιαγιά της έφτιαχνε στην παλιά της ραπτομηχανή χρωματιστά και δαντελωτά σακουλάκια. Εκεί έβαζε τα λουλούδια που είχαν πλέον αποξηρανθεί από τον ήλιο και τα έδενε με κόκκινες βελουδένιες κορδέλες. Γέμισε τις ντουλάπες της κι η κάμαρά της μοσχομύριζε σαν κήπος ολάνθιστος. Οι σκόροι δεν πάταγαν πόδι εδώ.
Ρίχνει καμάκι
ο ήλιος στο μπαλκόνι-
σταφύλια τρυγά.