Ήταν πικρό το χαμόγελο μας
σαν τα καλά μαύρα ρούχα
που έβαζε η μαμά στις κηδείες.
Αυστηρά ρούχα, καλοσιδερωμένα,
ενταφιασμένα στην καρυδένια
ντουλάπα για προστασία.
Για ένα σκοπό είχαν φτιαχτεί
αυτόν του οδυρμού και της απώλειας.
Ρούχα επιμελημένα από τα επιδέξια
χέρια και μάτια μιας παραδοσιακής
μοδίστρας με διπλές ραφές, πιέτες
ίσιες και κουμπότρυπες τέλειες.
Στη χάση και στη φέξη τα έπλενε
η μαμά καθώς τα δάκρυα
που διαπερνούσαν τις ίνες τους
φρόντιζαν να τα αποσπούν και να
τα αποκόπτουν από τη σκόνη της
καθημερινής τριβής.
Φόβητρο γίνονταν για εμάς και
μόνο στη θέα τους τρέμαμε.
Καθόλου δεν τα θέλαμε,
δεν τα πλησιάζαμε και προσευχές κάναμε
όσο το δυνατόν πιο σπάνιες
να είναι οι εμφανίσεις τους.
Μια μέρα μετά το ξόδι ενός
υπέργηρου του χωριού η μαμά
τα ξέχασε στην αναπαυτική
πολυθρόνα της εισόδου δίπλα
στον παλαιικό καθρέφτη.
Τί ήταν να συμβεί αυτό;
Δάκρυσε το σπίτι συθέμελα,
πληγώθηκαν οι κήποι,
οι ανοικτές αυλές πάγωσαν
και τα λουλούδια χλόμιασαν
Το χωριό λαχτάρησε για τα καλά
κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει.
Η μάνα στις ελιές χαμπάρι δεν πήρε.
Μια γειτόνισσα καλοσυνάτη
με το αχρόνιαγο μωρό στην αγκαλιά
της ήρθε τα πήρε και τα έκρυψε βαθιά
στη σκοτεινή πάλι τους θέση.
Την επέπληξαν όλοι τότε τη μαμά
για την παράβλεψη της κι αμέσως αυτή
μετανιωμένη και συντετριμμένη
πήρε τα ρούχα τα σαβάνωσε με
χαρτιά και τα έκρυψε στο σκουριασμένο
μπαούλο της κάμαρας της
να μείνουν εκεί για πάντα.
Δεν ξαναπήγε σε ξόδι κι εμείς
απαλλαγμένοι από τον φόβο
μάθαμε επιτέλους να χαμογελάμε.
Μόνο που κάποιες νύχτες κυρίως
του Αυγούστου ακούγαμε ένα βουητό
μες στα όνειρα μας κι έναν κλαυθμό,
ήταν απ' τα ρούχα που δακρύζανε
καταδικασμένα στην εγκατάλειψη τους.
Δεν δίναμε σημασία όμως,
χαμογελούσαμε προς τα μέσα,
μόνο που η μάνα άυπνη έμενε
να φτιάχνει πίτες και σκαλτσούνια
της γιορτής για να μας γλυκάνει το πρωί.
........................................................
Όταν μετά από πάρα πολύ καιρό η μαμά
μας άφησε χρόνους αυτά τα ρούχα
-τα δροσερά από τα δάκρυα- τής βάλαμε
λες και να μας κυνηγούσε σαν κατάρα
η ενοχή που νιώθαμε από την επιλογή μας
να την αποτραβήξουμε από το πένθος
που τελικά αποδείχθηκε πως ήταν
σύμφυτο με την όλη της ύπαρξη.