Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Αγώνας δρόμου

haibun
Αγώνας δρόμου.
Στον κήπο είχε τρεις λεβάντες. Τις είχε φυτέψει την ίδια χρονιά, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Η μία από τις τρεις είχε ρίξει πολύ μπόι
κι είχε γίνει σωστός θάμνος. Οι άλλες δύο καχεκτικές με ελάχιστα λουλούδια και κιτρινισμένα φύλλα. Το ίδιο τις πότιζε, την ίδια κοπριά τους έριχνε, το ίδιο τις αγαπούσε δεν έλεγαν να συνέλθουν. Απογοητεύτηκε κι άφηνε το χέρι του χρόνου να αποφασίσει γι αυτές.
Γλιστρά η βάρκα
σε γαλήνια νερά-
γλάροι την σέρνουν.
Τις είχε κατά νου τις δυο αρρωστούλες. Η γιαγιά της, της έλεγε να μην πικραίνεται και πως η εύρωστη λεβάντα απλά είχε ερωτευτεί το χώμα και το φως. Αντίθετα από τις άλλες που είχαν δεν είχαν τις ηλιαχτίδες βαθιά μες την καρδιά. Σκληρά λόγια, τα απέρριπτε. Έφτασε στο σημείο να τις περιποιείται ιδιαίτερα Τις σκάλιζε πιο ταχτικά, τις δρόσιζε με τον ψεκαστήρα ακόμα και κλασσική μουσική τους έβαζε μπας και συνέλθουν.
Σκάει το κύμα
πάνω στα ακρογιάλι
τζιτζίκια ηχούν.
Κάθε καλοκαίρι η μεγάλη φούντωνε έβγαζε λουλούδια πολλά, ενώ οι άλλες δύο, οι κακομοιρασμένες, ίσα που πέταγαν ίσα με δέκα κλωνάρια με ανθούς. κι αυτά ισχνά σαν ποδαράκια μικρού πτηνού. Τους είχε δώσει κι ονόματα λες και ήταν έμψυχα πλάσματα. Την πρώτη, την ξεχωριστή, την έλεγε Μυρτώ και τις άλλες δύο τις έλεγε Χαρά και Ευθαλία. Τις λάτρευε και έπιανε κουβεντολόι μαζί τους..
Στεγνό το χώμα
κονιορτός στον δρόμο-
λίβας φυσάει.
Μάζευε πάνω στην άνθιση τους κάποια από τα κλωναράκια χωρίς να τις μαδάει τελείως. Τα άφηνε στον ήλιο να ξεραθούν. Η γιαγιά της έφτιαχνε στην παλιά της ραπτομηχανή χρωματιστά και δαντελωτά σακουλάκια. Εκεί έβαζε τα λουλούδια που είχαν πλέον αποξηρανθεί από τον ήλιο και τα έδενε με κόκκινες βελουδένιες κορδέλες. Γέμισε τις ντουλάπες της κι η κάμαρά της μοσχομύριζε σαν κήπος ολάνθιστος. Οι σκόροι δεν πάταγαν πόδι εδώ.
Ρίχνει καμάκι
ο ήλιος στο μπαλκόνι-
σταφύλια τρυγά.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου