Το λευκό σου πουκάμισο κιτρίνισε στον γιακά,
στις ραφές και στις μασχάλες.
Χρόνια αφημένο στην ντουλάπα πλάι στα
μεταξωτά μου φορέματα και στα φουλάρια.
Το πρόσεξα προχτές επ' αφορμή το όνειρο που είδα,
αυτό φορούσες όπως άλλωστε έκανες σε κάθε σχόλη.
Θέλησα να το πλύνω με λουλάκι ή με ένα λευκαντικό
μα αμαρτία σκέφτηκα πως θα είναι.
Πάνω του τα ίχνη σου, ο ιδρώτας σου, το νερό
που λούστηκες κι ίσως το λέκιασε μα κι αυτό το σάλιο μου
σαν σε φιλούσα ντροπαλά στο λαιμό.
Ποτέ δεν το φόρεσα κι ας είχαμε περίπου το ίδιο σουλούπι.
Το λευκό δεν μου πήγαινε, χλωμή όπως είμαι
θα έδειχνε το πρόσωπο μου ακόμα πιο ασθενικό.
Εγώ πάντα στο γαλάζιο άντε και στο λίγο μωβ δινόμουν
καθαρά να καθρεφτίζουν την καρδιά και τα πάθια της.
Το πουκάμισο που λες στο εκθετήριο της ψυχής θα το βάλω.
Εκεί του πρέπει να σταθεί δίπλα στα λιανά τραγούδια που δεν έγραψα.
Πως αγαπούσες το λευκό στα μεθύσια του έρωτα,
κουβέντα για άλλο χρώμα δεν σήκωνες.
Λευκά τα χέρια σου.
Λευκές οι σελίδες που τιθάσευες με την πένα σου
έτσι που να βγαίνει το ποίημα στην επιφάνεια με στητό το κορμί.
Λευκά τα πανιά της εκστρατείας σου.
Λευκά τα κρινάκια της αμμουδιάς που λάτρευες και
σε γλάστρα ένα φθινόπωρο τα φύτεψες.
Έπιασαν, χαμογελούσες, πάντα τα χέρια σου θαυματουργά ήταν.
Θα το αφήσω ως έχει, με τα αποτυπώματα σου
με το δικό μου ντροπαλό άγγιγμά σαν πεταλούδας περιδίνηση.
Πως να σε φτάσω;
Προπορευόσουν, μεγαλειώδης, με την ανάσα καυτή.
Τα γαλάζια, σου έλεγα, μου πηγαίνουν, όπως και τα ξέφτια
και τα περίσσια γαζιά και στο φευγιό σου αυτά θα έβαζα
μα κάποιοι εντολοδόχοι σου με διέταξαν στα μαύρα να ντυθώ.
Μου φόρεσαν άλλοι τα ρούχα, τρέμανε τα χέρια, τα μάτια
δάκρυζαν δεν έβλεπα τις κουμπότρυπες.
Έκλαψα παραπάνω γι' αυτό το γεγονός, παρά για σένα.
Μη το θεωρήσεις προσβολή μηδέ απάρνηση και λήθης φτερό.
Το λευκό σου πήγαινε, εγώ ως σήμερα το φοβάμαι το λευκό.
Από μικρή φοβόμουν τις λευκές δαντέλες της γιαγιάς μου,
τα λευκά φεγγάρια του Αυγούστου όπως και την λευκή
τρίχα που ανακάλυψα πριν γυναίκα γίνω ζερβά στο μέτωπο.
Με καταδιώκει όπως κι οι άγραφες σελίδες
που για ποιήματα διψούσαν μα το χέρι αγκυλωμένο δεν ημπορούσε.
Εσύ ο ποιητής κι ο στιχοπλόκος.
Εσύ το θρήσκευμά μου.
Το λευκό σου πουκάμισο (με τα σημάδια του) πρωταγωνιστής της ζωής μου.
Η ψυχή ξαγρυπνά και στο εκθετήριο σκοπούς έχει βάλει
τα δυο σου μελιά μάτια.
Λιτανείες δεν θέλω μα ούτε και επισκέπτες.
Τραχιά η μοναξιά αλλά επέλεξα ταίρι να της βρίσκω εσένα.