Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Οι πλούσιοι του κόσμου τούτου

Τα ακριβά των τάφων 
κτερίσματα από την χώρα 
του ήλιου τα πήραμε. 
Τι κι αν κάηκαν τα χέρια μας. 
Τι κι αν σταφίδιασε το δέρμα μας 
και τα ατίθασα μαλλιά μας 
με γενειάδα καλαμποκιού 
πήραν να μοιάζουν, εμείς στιγμή 
δεν διστάσαμε θησαυρούς 
να κορφολογούμε κι έπειτα 
αμίλητοι σε προθήκες μυστικές 
δίπλα στα στέφανα του γάμου 
να τους αποθέτουμε ευλαβικά. 

Τον ξέραμε καλά το δρόμο 
ως εκεί πέρα. 
Δεν χρειαστήκαμε χάρτες διόλου 
μήτε βιβλία ονείρων
συμβουλευτήκαμε. 
Γνώριμη η διαδρομή 
σαν κι εκείνη του παράδρομου 
που παίρναμε παιδιά ακόμα 
για να φτάσουμε στα ξωκλήσια 
-όμοιοι ταπεινοί προσκυνητές-
με το αριστερό μας χέρι να 
χτυπήσουμε την σκουριασμένη 
από τον χρόνο καμπάνα σάμπως
φωτιά μέγιστη να μας κυνηγούσε. 

Ο ήχος έφτανε στα χωριά μας. 
Ξυπνούσαν οι μανάδες και
έτρεχαν έντρομες για να μας 
φέρουν πίσω με μια βέργα 
μυρτιάς στο χέρι. 
Ανυπάκουοι εμείς δεν τις ακολουθούσαμε, 
φτερά βγάζαμε, φεύγαμε κλέβοντας τους 
τα τσεμπέρια μέσα τους  
για να κρύψουμε 
παπαρουνόσπορους μαζί με δυο 
σπυριά διαλεχτού σταριού. 
Γελούσαμε έτσι όπως ήταν 
αναμαλλιασμένες και ξοπίσω μας έτρεχαν. 

Μεσημέρια πάντα τις κάναμε
αυτές τις διαδρομές. 
Τότε που ο ήλιος, 
μέγας αντάρτης του ουρανού, 
γυάλιζε τις κοντόκανες 
του καραμπίνες με λάδι απ'
το καντήλι των αδικοχαμένων
ναυτίλων. 
Τον παρακολουθούσαμε 
εκστασιασμένοι κι αυτός
πειθήνια μας παρέδιδε
στα πόδια τα κλειδιά με
τον σπάνιο θυρεό. 

Στη χώρα του μπαίναμε. 
Βοηθούς του μας έχριζε. 
Σε κολυμπήθρα βαθιά μας έχωνε 
και αρχαία μας έδινε ονόματα. 
Τέκνα του εμείς εκλεκτά 
κτερίσματα υφαρπάζαμε απ' 
τους κοιτώνες του πολλά. 
Πλούσιοι του κόσμου τούτου 
κατά το δείλι επιστρέφαμε
στο σπίτι με τις τσέπες 
παραγεμισμένες με θησαυρούς. 
Οι μανάδες γέλαγαν και με τα 
καινούργια μας προσφωνούσαν 
ονόματα.
Τους απαντούσαμε με ένα νεύμα  
συνωμοτικό και σε ένα γαλήνιο 
πέφταμε ύπνο χωρίς όνειρα.