Βγήκε στο μπαλκόνι της.
Ψιλοχιόνιζε κι έβαλε το κασμιρένιο παλτό της.
Είπε να πιει τον καφέ της εκεί, μες την οργή του ανέμου.
Λάτρευε το χιόνι από παιδί ακόμα, λίγο όμως το γνώρισε
καθώς στην πατρίδα της σπάνια χιόνιζε στα πεδινά.
Πάγωναν τα πόδια της,
παρότι η επένδυση στα παπούτσια της ήταν πολλή χοντρή.
Διπλή επένδυση, παραγγελία στον τσαγκάρη της για τις βραδινές της βόλτες.
Τράβηξε την ξύλινη καρέκλα και κάθισε, χουχουλιάζοντας τα χέρια της,
που την πονούσαν πολύ απ' το κρύο λεπίδι.
Είχε βγει από έναν γλυκό ύπνο με σωτήρια όνειρα.
Τι ωραίο να ξυπνάς και να απολαμβάνεις τα λεπτά, τις μικροχαρές
Σωτηρία ο σκύλος της που κάθε βράδυ κοιμόταν στο πλευρό της.
Πηγή ευτυχίας η ματιά του που της δίνονταν ολοκληρωτικά.
Αποβραδίς είχε απλώσει τα σεντόνια της να αεριστούν,
κοκαλωμένα τα βρήκε το πρωί σαν τα πουλιά που δεν άντεξαν το ταξίδι.
Είχαν πέσει έξω οι μετεωρολόγοι που προέβλεπαν ηλιοφάνεια.
Το είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό της πως με το πρώτο χιόνι
θα εγκατέλειπε την υγρή κάμαρά της κι εκτεθειμένη θα έμενε στην παγωνιά.
Άναψε τσιγάρο και τράβηξε δυο τρεις γερές ρουφηξιές.
Είπε να κατέβει στο διπλανό καφέ, μα ήταν νωρίς, δεν είχε ανοίξει ακόμα.
Ο ουρανός φορούσε το βραδινό του φόρεμα.
Βαρύ φόρεμα φοδραρισμένο με καταχνιά και σύννεφα, πολλά σύννεφα.
Όμορφα ένιωθε έστω κι ας ήταν μόνη της.
Άλλωστε την είχε συνηθίσει την μοναξιά από τότε που αποφάσισε
να μετακομίσει σ' αυτή την φτωχική γειτονιά.
Εγκατέλειψε την μονοκατοικία της στα βόρεια προάστια
κι ήρθε εδώ το χνώτο να νιώσει της απλότητας και της ανέχειας την πέτρα να ζυγίσει.
Είχε αρχίσει να χιονίζει για τα καλά, βάραιναν οι νιφάδες.
Αγκάλιασε την πορσελάνινη κούπα της.
Κρύωσε κιόλας ο καφές της, τουλίπες χιονιού κάλυπταν την επιφάνεια του,
ήπιε μια γουλιά με την κρούστα του πάγου να γλιστράει στα χείλη της.
Άναψε δεύτερο τσιγάρο μολονότι είχε αποφασίσει από καιρό να το κόψει.
Άφιλτρο να την μεθά η νικοτίνη, δυνατά να τις ξυπνάει τις αισθήσεις.
Στα πόδια της χόρευε μια ουρά, ήταν το αγαπημένο της σκυλί.
Αξημέρωτα άφησε τη ζεστασιά της ξυλόσομπας να ρθει κοντά της,
την απαλή λευκότητα να απολαύσουν, τη μάνητα του ουρανού να χαρούν.
Θα το θυμόνταν για χρόνια αυτό το χιονισμένο πρωινό
κι ίσως να έπεφταν έξω οι κακές προαισθήσεις της.
Ήταν ευτυχώς ακόμα ασαφείς οι ενδείξεις.
Παρά τις προτροπές των γιατρών άναψε και τρίτο τσιγάρο.
Αυτή παρά τους κακούς οιωνούς τελικά θα τα κατάφερνε.
Έσμιγε ο καπνός με τις τρελές νιφάδες κι έπλαθαν κρουστό το σώμα της ελπίδας!
Έλαβε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" κι ήταν μια θαυμάσια εμπειρία