Σκληρός ο βοριάς μου χτύπησε απόψε την πόρτα.
Ήταν την ώρα που ετοίμαζα την βαλίτσα με
τα ρούχα των νεκρών μου φίλων.
Με φροντίδα τα τύλιγα όλα σε ρολό.
Δεν χωρούσαν κι έπρεπε χώρο περίσσιο να κάνω.
Δοκίμασα να βγάλω τα μαντήλια μου, την
μαύρη πλεκτή ζακέτα μα και πάλι χώρο ελάχιστο
εξασφάλισα, μια μικρή γωνίτσα μονάχα.
Οι νεκροί επέμεναν.
Ταξίδι έλεγαν πως θα με έπαιρναν μαζί τους.
Μια απομονωμένη παραλία όντως με περίμενε,
όστρακα να μαζέψω και στα γαλάζια νερά της να ανοιχτώ.
Εκεί παραδόξως κόσμος υπήρχε πολύς.
Παιδιά με φουσκωμένα σωσίβια και νεαροί
πατεράδες με σκισμένα βατραχοπέδιλα.
Δεν ασφυκτιούσα, πήγα, οδηγούς έχοντας τους
νεκρούς φίλους.
Μάλιστα μια πεθαμένη φίλη μια αρμαθιά κλειδιά
μου χάρισε τις πόρτες των αναμνήσεων να ανοίγω
και στις μέρες τις ηλιόλουστες θαρραλέα να βαδίζω
με μόνο μου ένδυμα ένα μακρυμάνικο πουκάμισο.
Πάντα τα έβρισκα με τους νεκρούς κι απ' τους
ζωντανούς χρεία καμμιά δεν είχα ούτε λόγο καλό.
Στα όνειρα μου κάθε νύχτα τους καλώ κι αυτοί κρυφά
σπάνε τους μανδύες του ύπνου και κοντά μου έρχονται.
Σαν ξυπνώ πάλι κοντά μου ολάκερους τους έχω.
Στα γαλβανισμένα ταψιά του τοίχου βλέπω
τις μορφές τους κι όταν τελειώνω τον καφέ
στο κατακάθι του ευδιάκριτα βρίσκονται.
Χαμογελαστοί πάντα
μακριούς μανδύες φορούν σαν αρχαίοι τραγωδοί.
Παύω τότε πια να φοβάμαι τον βοριά και
στο κορμί μου τον αφήνω να μπαίνει
τα παλιά μου χειρόγραφα να σαρώνει
κι έπειτα στους ασκούς του με τάξη να τα μπάζει.
Ποιήματα τους γράφω όσο αυτοί
καθαρίζουν την κάμαρα μου.
Που και που έρχονται κοντά μου και στίχους
μου κλέβουν πονηρά.
Πονά το ποίημα και τις οδύνες του
προσεκτικά παρακολουθούν.
Αυτοί με φαντασία μεγάλη το ποίημα τελειώνουν
και μην απορείτε αν τέτοια ποιήματα δεν έχετε
διαβάσει ποτέ άλλοτε, οι νεκροί έχουν την δική τους αλφαβήτα.
Είναι πνιγμένα στις αλληγορίες και ακατάληπτα
λόγια εμπεριέχουν.
Οι αναγνώστες μου όμως ξέρουν να τα εξηγούν αφού στις
στρατιές των νεκρών ζουν και κόκκινα κρατούν
φαναράκια σαν τους νάνους των παραμυθιών.
Φωτίζονται τα ποιήματα και κοντά τους καλούν
τους αρχαγγέλους.
Με χαρά τους υποδέχομαι και στα τάγματα τους μπαίνω.
Όμορφη, με την μαύρη ζακέτα της φίλης μου στο τραπέζι
τους προσκαλώ και στα γλέντια μια θέση τους βρίσκω.
Σελίδες τους μοιράζω πολλές μα μόνο μία
κατάδικη μου την κάνω.
Είναι αυτή που μιλά αποκλειστικά για σένα και μέσα
στον ασκό του βοριά την κρύβω κανείς να μην την βρει.
Ανέγγιχτη σαν κι εμένα να δροσίζει το πρόσωπο της
και σε στράτες ανέγνωρες να πηγαίνει κι όλα τα ενθύμια
στα κρινοδάχτυλα της σφιχτά να κρατά.