Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Εκκρεμές

Σε μια μεγάλη θαλασσόπετρα
ζωγράφισε με τα ακρυλικά της
μια τεράστια πασχαλίτσα. 
Την αγαπούσε αυτήν την
ενασχόληση αν και δεν τα
πήγαινε τόσο καλά με το σχέδιο.
Στο ενεργητικό της είχε έναν
σκαντζόχοιρο, μια χελώνα, 
έναν ιππόκαμπο, ένα βάτραχο
κι έναν τζίτζικα αρκετά μεγάλο
βούβαλος θα ήταν. 
Την πασχαλίτσα αφού την
πέρασε με διαφανές βερνίκι,
πήγε και την έβαλε στη γλάστρα
με τα χρυσάνθεμα. 
Είχαν ανθίσει αλλά είχαν πάνω
τους πολύ μελίγκρα. 
Νοτερή η πόλη τους ευνοούσε
την εμφάνιση της. 
Έσπαγε το κεφάλι του γιατί
να τοποθέτησε την πέτρα εκεί.
Την επόμενη συνομιλώντας
στο τηλέφωνο με μια φίλη της
εκθείαζε στο πόσο ζωντανές
ήταν οι πέτρες της και ω! ως
εκ θαύματος η πασχαλίτσα της
είχε εξαφανίσει όλες τις
μελίγκρες. 
Βιαστικά αυτός για να πειστεί
πήγε προς τα φυτά και τα βρήκε
τελείως απελευθερωμένα από
τα παράσιτα. 
Η πασχαλίτσα της μέσα στη
γλάστρα έδειχνε να έχει τώρα
διογκωμένη πολύ την κοιλιά
της. 
Σώπασε μπροστά σε αυτό το
μικρό θαύμα που έγινε η απαρχή
νομίζω και τον έκανε να
πιστέψει στην θεϊκή υπόσταση
των χεριών της. 

*
Το ρολόι του τοίχου ήταν
σταματημένο από καιρό. 
Δυο φορές την ημέρα πάντως
μπορούσε κι έδειχνε τη σωστή
ώρα, τρεις το μεσημέρι και
τρεις τη νύχτα. 
Έλεγε να το πάει στον
ωρολογοποιό αλλά συνεχώς
το ανέβαλε. 
Ίσως και να του άρεσε αυτή
η αγρανάπαυση. 
Τρεις το μεσημέρι συνήθως
κοιμόταν αλλά τρεις τη νύχτα
ήταν ξύπνιος με τα μάτια του
πάνω στα βιβλία ή στο γράψιμο.
Ετοίμαζε ένα βιβλίο
διηγημάτων με κεντρικό
θέμα τους ακροβάτες και
τα τεκταινόμενα στο τσίρκο.
Μια μέρα αποφάσισε να φτιάξει
το ρολόι, η βλάβη ήταν μικρή
και το πήρε γρήγορα από τον
μάστορα. 
Του στοίχισε όμως αυτή 
η κίνηση, τον αιχμαλώτισε
το πηδάλιο του χρόνου και
τον έβγαλε από την ραστώνη
του. 
Απορροφήθηκε από την
καθημερινότητα κι ούτε λόγος
για τα διηγήματα που έμειναν
τελικά στη μέση. 
Έπαψε να ασχολείται αν και
είχε υλικό. 
Μόνο τον ακροβάτη είχε
ετοιμάσει. Τον έλεγαν Γρηγόρη.