Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Το ξανθό της ποιήσης αγόρι

Πως γράφονται τα ποιήματα με είχες ρωτήσει
όταν σε πρωτοσυνάντησα κάτω από τις κληματαριές 
και τα αγιοκλήματα.
Νοέμβρης ήταν και στο πέτρινο αλώνι του χρόνου 
είχε σκοτωθεί ο καλοκαιρινός ήλιος κι οι πόρπες
του φωτός είχαν χαθεί κάτω από την όχληση
του δικού σου θυμού.
Από μια λέξη του καημού γράφονται τα ποιήματα  
σου είχα πει κι εσύ σαν αλιέας χωρίς δίχτυα με αμφιβολία 
με κοίταζες.
Έπινες το ποτό σου κι εγώ κοιλοπονούσα του στίχου
το αρχαϊκό αλφάβητο.

Επέμενα κι εσύ με τα πετραδάκια της έπαρσης με 
πετροβολούσες, ιδίως κάτω από την μέση.
Καημό μεγάλο είχες στην καρδιά και στα χέρια μετρούσες  
με το κεχριμπαρένιο κομπολόγι της μοναξιάς
το δυσθεώρητο μπόι.
Ένοχα σιωπούσες μπροστά στο θάμβος των οραμάτων
και των επικλήσεων.
Ανοιγόσουν στης φαντασίας το λιβυκό πέλαγος χωρίς 
να βρέχεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι.
Σε παρακολουθούσα κι οι πόνοι μου όλο και πιο πολύ 
με έσφιγγαν και με παίδευαν.
Αργούσε ο τοκετός κι η γριά μαμή αναστατωμένη 
δεήσεις έκανε στους αγγέλους για το ανυπεράσπιστο βρέφος.

Έβγαινες στη στεριά και ξανά την ίδια ερώτηση 
μου έκανες.
Μάζευα στοιχεία για να σε πείσω κι αλληγορίες 
έφτιαχνε ο νους για να περιγράψει το άφατο.
Ένα δίχρονο ξανθό αγόρι σου είπα που ακόμα δεν 
έχει μιλήσει κάτω από την γλώσσα του κρατά τις 
λέξεις των ποιημάτων.
Αυτό ο φορέας τους, 
αυτό το ουράνιο τόξο της ελπίδας.
Χρόνια πολλά το φροντίζω και χατίρι δεν του χαλνώ.
Γάλα με αίμα το ποτίζω από το αγκαθάκι Του Χριστού 
που στην αβρή ράχη του Απρίλη φυτρώνει.
Δεν μεγαλώνει.
Δεν περπατά.
Δεν γνωρίζει το κλάμα.
Άγνωρο είναι στο πλήθος κι οι μύστες μόνο προσεχτικά 
το ντύνουν με πυγολαμπίδες έτσι που να χαμογελά και 
λέξεις νέες να εφευρίσκει. 

Σαν μουμιοποιημένο σώμα το κρατώ σφιχτά στην αγκάλη.
Καίγομαι μα δεν διαμαρτύρομαι στιγμή.
Την πυρά αγαπώ και στο αλάτι των αλυκών προσεύχομαι. 
Γελούσες παρατεταμένα κι έσκιζες το ποίημα 
που είχα γράψει με την συνδρομή του δικού μου παιδιού.
Κακοκαρδίστηκα και σε μάλωσα.
Ήταν το καλύτερο ποίημα μου, το πιο σαρκώδες σαν λόγχη
παχιά αλόης έμοιαζε.
Του έρωτα σκοτεινά είχε λόγια κι απ' τις βαθιές μαχαιριές 
του πόθου ήταν πληγωμένο μα δεν θρηνούσε.

Άφηνες τα πελάγη και με τις λεύκες ακατανόητη 
έπιανες κουβέντα, δεν με άκουγες, χανόσουν.
Δεν σε καταλάβαινα και με λευκά σεντόνια ντυνόμουν.
Ακόμα και σήμερα πεισματικά το δάφνινο πατάς στεφάνι 
που την κόμη του παιδιού στολίζει και για μπάρκα προς 
το αχανές προετοιμάζεσαι να πας.
Εγώ εδώ να κοιλοπονώ το ξανθό αγόρι , να το προστατεύω 
από τις σαϊτιές της λήθης και απ' τα βαθιά πηγάδια.
Το μολύβι τακτικά τού ξύνω.
Τα καταφέρνω με την ανάσα μου κομμένη.
Αναμάρτητη στην κλίνη μου ξαπλώνω και ζεστό χώρο 
σου κρατώ. 
Μην με καταδιώκεις, έλα, κρασί διαλεχτό έχει ο αμφορέας μου.