Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Ο αφανής ποιητής κι οι τέσσερις χιονονιφάδες

Χτες το χιόνι ήταν εκεί.
Γύρω στις βουνοκορφές που σαν δακτυλίδι
έζωναν την πόλη.
Από μακριά όμως πως να το πλησιάσεις;
Οπλές ελαφιών το κατακτούσαν το ήξερες.
Μουσούδες λαγωνικών το επιθεωρούσαν
και το οσμίζονταν.
Ίσως κάποιο κόκαλο να ήταν κρυμμένο από
κάτω.
Ο σκελετός ενός αρνιού ή ενός σκίουρου
ας πούμε που δεν βοήθησε ποτέ κανείς να
μην εξαφανιστεί.
Το έβλεπες μα πώς να το φτάσεις;
Οι ποιητές έχουν γιγάντια πόδια και
χέρια κι αυτοί μονάχα το αγγίζουν και
το εξερευνούν.
Οι ποιητές μικραίνουν τις αποστάσεις,
με όχημα την φαντασία πετούν μακριά,
πέρα από τα βατά τραγούδια.

Στιχοπλόκος εγώ χωρίς περγαμηνές λίγο
το άγγιξα.
Τόσο ελάχιστα που μόνο τέσσερις
χιονονιφάδες ήρθαν και κάθισαν πάνω
στην ανοιχτή παλάμη μου.
Παρόλα αυτά το χάρηκα.
Τέσσερις χιονονιφάδες που κανείς δεν είδε,
αλλά ίσως να με πήραν χαμπάρι τα ελάφια
και τα λαγωνικά γιατί στην ομορφιά του τοπίου
τους μπήκα κι ήμουν εγώ που την άσπρη
γενειάδα απόλαυσα.
Οι ποιητές με αγνόησαν ήταν απασχολημένοι
με τα άσπρα ειδώλια των βουνοσειρών.

Σήμερα το χιόνι είναι εδώ
Παχύ άσπρο χαλί σκέπασε τα πάντα.
Τα καμπαναριά, τα μνημεία, τα αγάλματα
και τις κάπες των μικρών βοσκών.
Το χιόνι ήρθε από το βουνό στην πόλη μας.
Είναι εδώ και δεν χρειάζεται να έχεις
γιγάντια πόδια και χέρια για το πλησιάσεις.
Ούτε να είσαι ένας ταπεινός στιχοπλόκος
για να φυλακίσεις τέσσερις χιονονιφάδες
στην παλάμη σου.

Βγήκαν τα παιδιά να παίξουν,
το τσαλαπάτησαν, έφτιαξαν χιονόμπαλες,
τις πετούσαν δεξιά αριστερά, κάποια
πλήγωσε τον ανδριάντα ενός ήρωα.
Στο μάτι τον βρήκε, δάκρυσε.
Κανείς δεν το πρόσεξε μόνο ένας
αφανής ποιητής το είδε και με
το μυρωμένο μαντήλι του το σκούπισε.
Προσεκτικές κινήσεις, τα παιδιά δεν
έπρεπε να μάθουν τίποτα, θα χάλαγε
το παιχνίδι τους.
Τι είναι άλλωστε ένα πληγωμένο μάτι
και μάλιστα ενός ήρωα που νωρίς έπεσε
στην μάχη;

Σήμερα το χιόνι ήταν εδώ.
Μαζί με τα παιδιά βγήκαν και οι μεγάλοι.
Μανάδες τσίριζαν, σκυλιά γαύγιζαν, γέροντες
πέταγαν το μπαστούνι ψηλά
κι οι πατεράδες καλούσαν ασθενοφόρο
για να πάρει το πρώτο τραυματισμένο πόδι.
Όλοι είχαν κάτι να κάνουν.
Μόνο οι ποιητές δεν βγήκαν απ' το σπίτι.
Τους ενοχλούσε και τους πλήγωνε
το πατημένο και λασπωμένο χιόνι
όπως κι οι τσιρίδες των μανάδων που με τα νυχτικά
βγήκαν στην πλατεία.

Οι ποιητές ανένδοτοι κοιτούσαν κι άγγιζαν
μόνο τις γύρω βουνοκορφές.
Εκεί η έγνοια τους, εκεί τα παιχνιδίσματα
κι η γοργή ανάσα των ελαφιών.
Α! Δεν σας είπα ο αφανής ποιητής ήμουν εγώ
ή μάλλον πιο σωστά ο στιχοπλόκος
που περιέθαλψα τον πληγωμένο ανδριάντα.
Τις βουνοκορφές άφησα και στο
πλήθος μπήκα το χιόνι να απολαύσω της πόλης,
χωρίς ματαιοδοξία, με μόνη παρέα
τις τέσσερις χιονονιφάδες μου.