Σύνορο δεν έχει η ζωή
Οι μηλιές ανέβαιναν τεθλιμμένες
Ως το πευκοδάσος
Έστηνες αυτί, αφουγκραζόσουν
Έναν αχνό χτύπο κάτω από τη φλούδα του μήλου
Η ζωή προχωρούσε αδιάφορη
Κρατώντας σε σφιχτά με το μαντήλι του χορού
Ταξιαρχίες πελεκάνων σου προσφέρανε
Ένα νεογνό λιγόζωο όνειρο
Σαν εκείνο που έβλεπαν
Οι στεφανωμένες κόρες της μαρμάρινης κρήνης
Και ξυπνούσαν ακροπατώντας
Στα σιταροχώραφα των πένθιμων βιβλίων
Που θλιβερά έκρυβαν μες το σεντούκι
Με τα οικογενειακά κειμήλια
Έτριζε σπασμένο το δύσμορφο ράμφος
Του πολύχρωμου παπαγάλου
Αναπαράγοντας σκηνές συγχορδίες εικόνων
Και ήχους αναίτιων στιγμών….
Ένας διαβάτης έδενε το κορδόνι του ήλιου
Ο δασοφύλακας είχε χάσει το κλειδί
Της φιλύρας στο δάσος των λέξεων
Ένας καμηλιέρης ξαπόσταινε
Στο πανδοχείο της όασης
Κι ένας μικρός κηροπλάστης συνομιλούσε
Με το γλυπτό της πλατείας
Μικρά λιγόζωα όνειρα μέσα στους σπόρους
Της τετριμμένης αλφαβήτα
Πονούσε ο στίχος στο χέρι
Ματαιοδοξία και φθόνο
Χάιδευες ανύποπτος και αδρανής
Αμαρτωλές υπόσκαπτες αυταπάτες
Σύνορο δεν έχει η ζωή
Μέσα στη σάρκα του μήλου το μικρό σκουλήκι
Άδειαζε τα στενά διαμερίσματα
Της πεινασμένης μνήμης
Μόνο τα όνειρα των παιδιών κρατούν
Τη κοφτερή γυαλιστερή λάμα της απεραντοσύνης
Σηματοδοτούσες τα όρια σου
Με λεκτικές παραισθήσεις
Απαριθμώντας τους βωμούς
Που το μέλλον έστηνε μπροστά σου