
Αυτό που το μάτι δεν διαπερνά
Κι ούτε νοιάζεται
Καθαγιάζει την έκρηξη
Αρχιερέας ψαλμών σε λάμπα θυέλλης
Δεν δίνει ένα μερτικό από την τέχνη του
Περιγελά τους ηλίανθους
Εγώ απλά τους περιθάλπω
Σε θαλάμους πρώτων βοηθειών
Αγόρασα μια ομπρέλα -χαλκόχρυση λάβα-
Έργο Ζωής ενός αποθανόντος ποιητή
Στο μνήμα του πάνω δρασκελεύει
Γαλήνια πανσπερμία Ζωής.
Χρειάζομαι επειγόντως μια ομπρελοθήκη
Ένα λιόδεντρο να φυτέψω
Ξέχειλα τα μάτια ξερνούν
Την πράσινη καραβίσια λαδομπογιά
Ζωγράφοι, ραγιάδες
Ακόντια σιωπής εκτοξεύουν
Στη μικρή πεταλούδα Αλισάχνη το όνομά της
Γυμνή χορεύει στη λευκή βροχή των βράχων
Αντάμα μοναχικοί ποιητές
Αναμειγνύουν τα βράδια Μητρικό χρώμα
Στο κεραμίδι του στέγαστρου
Ο πυρήνας της ελαιογραφίας πολύχρωμα
Μεταβάλλεται
Στις βραγιές του υπεδάφους
Ανάτροπα μάτια ροκανίζουν τις σκιές μου
….Και τα δάση με τους ηλίανθους;