Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

ανέστιος νόστος


Στα αφρόξυλα πάνω  κυλούσε το δάκρυ σου ζεστό
-Άυπνος και μεστός μετρούσες το βάθος της στέρνας
Η αναμονή του αποχωρισμού πήρε να πονά με ριπές ασυλίας-
Τρομακτικά αργούσε να σε βρει η σπονδή των Αλπικών ονείρων
Στο μαξιλάρι σου πλάι ένα ρουμπινί κεντίδι προεξείχε
Ξέχασες την ημέρα που αργοσάλευαν τα σεντόνια του Νόστου
Το βράδυ έμπαινε οκνηρά στην κουρτίνα του κάβου
Χνούδια ύφαινε η μορφή σου στην κατάξερη αμμουδιά
Μια αντανάκλαση στυφή στο υπέρθυρο της πνοής σου
Έσφιγγε ως πάνω τις μυστικές ρυτίδες των ματιών σου
Κατάντικρυ η θάλασσα με το πόνο των όρμων
Στο δεξί της θύλακα παίνευε την αμεριμνησία
Των θηλυκών γλάρων και το κρύο χιτώνα
Του πατριάρχη της Κόλασης που είχε απιστήσει στον φθόνο
Κωπηλατούσες παρέα με το πράσινο αυγινό φεγγάρι
Στα πελάγη ξανοιγόσουν κάθε που ψήλωνε η διαύγεια της πέτρας
-Άυπνος και μεστός μετρούσες το βάθος της στέρνας 
Η αναμονή του αποχωρισμού πήρε να πονά με ριπές ασυλίας-
Σε πλατύ τάσι μεταλάμβανες τον παχύ ίσκιο του κισσού
Ο έρωτας σκίαζε τους φολιδωτούς αρμούς του κορμιού σου
Ώρα αναπολήσεων πλάι στο ξεροπήγαδο της μνημοσύνης
Φωτιές προγεύσεων άνθιζαν στους εσωτερικούς τριγμούς της ομορφιάς
Κατάντικρυ το αστέρινο βλέφαρο του γαλαξία σκιρτούσε στον θυμό σου
Φως στάχτη αρμύρα ματαιότητα πλήγωναν την απουσία σου
Σκοτάδι θράκα γλυκύτητα αιθάλη πυρός χαράκωναν τη καρδιά
Σημάδι ξεκάθαρου ουρανού αναλαμπή στην εστία της άμπωτις
Μικροί ερωτιδείς ζωγράφιζαν κυκλωτικές ανάσες στον αέρα
Άπειρες διελεύσεις στην συμπαντική ακμή της λέξης σε προσπερνούσαν
Τρίσβαθος ο έρωτας γαλήνευε την τυραννία της άχρονης πεταλίδας
Διαγράφοντας το έπος και την έπαρση της αβουλίας στο στόμα
Ακάθεκτος παραδόθηκες στο κρουστό άναμμα της θλίψης   
Στα αφρόξυλα πάνω  κυλούσε το δάκρυ σου ζεστό
-Άυπνος και μεστός μετρούσες το βάθος της στέρνας
 Η αναμονή του αποχωρισμού πήρε να πονά με ριπές ασυλίας-