Συννέφιασε στην πόλη που ζεις;
Εδώ συννέφιασε για τα καλά,
το πάει για βροχή
Πονούν οι αρθρώσεις απ' το χνώτο του νοτιά.
Δεν ξέρω εσύ πως είσαι,
έχω χρόνια να πάρω νέα σου.
Βουίζει το τηλέφωνο
Βουίζει το κεφάλι μου σαν χείμαρρος μετά τη βροχή.
Ξέφτισε η πετσέτα σου
Ξέφτισε το αγαπημένο σου μακό.
Το φοράω τις νύχτες και σου δίνομαι.
Χαμπάρι δεν παίρνεις
Σε ακούω να σφυρίζεις την αγαπημένη μου μελωδία,
ανύποπτα να κοιτάς τον ουρανό, με ποιόν συνομιλείς;
Πες μου αν έχει συννεφιά.
Πες μου αν έκλεισαν οι πληγές σου.
Στο δεξί μπαλκόνι μας μαράθηκε ο φίκος
Φύτεψα κι εγώ κάκτους που δεν θέλουν πολλή φροντίδα.
Ξεριζώνω μόνο που και που τα αγριόχορτα,
αγκυλώνομαι, διαπερνούν τα αγκάθια το μυαλό μου,
πονάω,
ξεχνάω,
χάνομαι σε άγνωστους αστερισμούς αλλά κι εκεί δεν σε βρίσκω
Χτες πήγα το μενταγιόν μου στον χρυσοχόο.
Δεν μου πήρε λεφτά.
Με κοίταζε μόνο επίμονα,
ίσως το ατημέλητο της εικόνας μου να τον επηρέασε.
Δεν βγαίνω συχνά στην πόλη.
Φοβάμαι τις ανοιχτές χούφτες,
με τρομάζουν τα τρένα μα πιο πολύ με τρομάζει το κενό
Πως να το αποφύγεις;
Έτσι άφησα δια παντός τις βόλτες στις αποβάθρες.
Μένω σπίτι και μόνο όταν σχολούν τα παιδιά τα φιλεύω πράσινες μέντες.
Ξεχνιέμαι και λέω πολλά....όχι ανούσια πιστεύω.
Πες μου αν συννέφιασε.
Ακούω βροντές.
Πρόσεχε κι έχε πάντα πρόχειρο ένα λινό σακάκι.
Θα τα πούμε.
Ένας κεραυνός έπεσε στο διπλανό πεύκο.
Μυρίζει καψαλισμένο μαλλί
Μυρίζει καμένο ρετσίνι
Ξέρω ότι με ακούς.
Ξέρω ότι με βλέπεις.
Στην καντηλήθρα πάνω ένα λιοκούκουτσο μου λέει πως θα 'ρθεις.
Μάντεψε τι θα φοράω.
Εκείνο το ξεφτισμένο μακό σου να με γνωρίσεις ξανά απ' την αρχή
Πάμε.....