Μες τη μαύρη κοχυλένια φρουτιέρα
Αναπαύονταν ήσυχα το ροδάκινο
Το ρόδι φευγάτο από καιρό
Δεν άφησε πίσω ούτε ένα μικρό
Κόκκινο σκουφάκι
Θυμήθηκες τη μάνα σου
Οιδιπόδεια η λύση του αινίγματος
Τι ανασκαλεύεις
Κλεισμένους καλόγερους
Αριθμούς έμμετρους
Και κάθε βράδυ
Ενδύεσαι με εκείνο
Το μαύρο φανελάκι
Στήνοντας καρτέρι στον αμαξά
Με το άχρονο χαλινάρι
Εκεί μπροστά στο χάνι
Με τη κατεψυγμένη μανιταρόσουπα...
Στη φρουτιέρα μόνο απόμεινε το ροδάκινο
Κι εσύ πεταρίζεις τα βλέφαρα
Κι αναζητάς τη λύση
Αυτομολείς την όρασή σου
Στους βενταλένιους ίσκιους της Αγαύης
Πάρε το πρώτο μονόπτερο αεροπλάνο
Στους ρόζους της Θήβας
Λιποτάκτησε το πατροκτόνο
Μετάξι του δράκοντα
Μην αργείς...
"Σήμερα έμαθα να σκαλίζω ιδεογράμματα."