Περιπλανιόμουν στους δρόμους
Της σελήνης
Με τους ταφικούς μου φίλους
Άλλοτε σε λιμάνια ολόγυρτα
Κι άλλοτε στης στέπας το κρανίο
Πολυσχιδής η μοίρα της χήρας Άνοιξης
Μαδούσε τρίχρωμες μαργαρίτες
Στο αμπέλι των κυκλώνων
Αναρριγούσε η λεύκα πένθιμο φυλλορρόημα
Ποτέ μην μιλάς πριν ο χρόνος κλείσει
Στωικά τα χέρια στα μάτια
Κατεβάζαμε τις λυχνίες του τρένου
Στο χάσμα του μετώπου
Πέτρα -πέτρα χτίζαμε το τελευταίο
Φυλάκιο της λήθης
Απούσα η μέρα μόνο ένα δάκρυ
Μας κοιτούσε στο απόβροχο της ζωής
Τραγικά πρόφερες το όνομα μου
Μα δεν σε άκουγα
Περικυκλωμένη από στρατεύματα
Ανίατων λέξεων που φοβούνται να πεθάνουν
Τρυγούσα τις αφίξεις του πένθους
Πέτρα τη πέτρα μετέφραζα την κλίμακα των ήχων
Δεν ήταν μοιρολόι ούτε αναστάσιμο τραγούδι
Ούτε μπαλάντα αγάπης να τραγουδάς
Θούριος για να διαβαίνεις
Μήτε παιάνας να λυγίζεις το τόξο
Μόνο ήχοι άσπαστοι προδομένοι
Στιγμές χαμένες μάταιες
Άναρχες ρήσεις και συλλαβές
Κρωγμοί του παγονιού στάσιμοι
Χορδές καμτσικιού και δέρμα αλόγου ζαρωμένο
Συγκράτησα δυο τρεις στίξεις στης ζέβρας το μαρτύριο
Όταν η θάλασσα πονάει τα κύματα σχηματίζουν
Στους βράχους πάλλευκα δάση
Καρτέρεψε την δική μου μοναδική στιγμή
Δεν είναι το περιγιάλι και οι μαυροφόρες
Τουλίπες που με ξεγέλασαν
Ούτε τα κάστρα που πίνουν το αμίλητο νερό
Και πια δεν αντιστέκονται
Δεν είναι ο γύπας που τα νύχια του παγίδεψε
Ούτε το λίκνισμα της αορτής που αργοπεθαίνει
Μόνο ο περίπατος της σελήνης που χέρι –χέρι
Με τραβά στην άβυσσο
Μιλάω αργά για να με ακούς
Βαδίζω αργά για να με βλέπεις
Πλέω μες το κενό να με ξεχνάς
Κι όταν σου λείπω φοράω μια προσωπίδα χάρτινη
Φύγε για να αποκτήσω μορφή στη κόλαση
Στην μάντρα που πλαγιάσανε οι ταφικοί μου φίλοι
Απλώθηκε το μεσημέρι πάναγνο
Ο τόπος μου κι ο χρόνος μου εδώ
Κι ένα σποράκι πολύκλωνης βιολέτας
Να έρχεσαι
Στέρνα στεγνή λούζει τον κόσμο
Κι ένα πιθάρι τρύπιο τον μεταπλάθει σε όνειρο
Ήρθαν αργά οι ταφικοί μου φίλοι
Μες το περίβλημα της νεαράς σελήνης
Αποκοιμιούνται
Άνυδροι και μελαγχολικοί
Με λόγια ριζωμένα στο αυτί
Κι επιστολές παπύρου δυσνόητες στο χέρι
Ιερογλυφικά σφηνοειδείς εκρήξεις
Χωρούν στο πέλμα τους
Σαν διαβάζεις τη σιωπή αβέβαια τα βήματα προχωρούν
Στις ακροπόλεις πια κανείς δεν ζει
Ήρθαν αργά οι ταφικοί μου φίλοι
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010
Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010
ακρολίμανο
Ω δίχτυ πικρό της καταιγίδας
Αμετάπειστη ώρα
Συνάντησα μια πολίχνη απόψε
Να λυμαίνεται τους ιδεώδεις
Κύκνους της νύχτας
Μικρές κοφτές νεροσταγόνες
Αναβοσβήνουν τις φωτιές στο Ακρολίμανο
Μια γυναίκα υπερθεματίζει
Το βίο της θάλασσας
Αγιασμένη η κόμη της από
Εκατόνταρχες νύμφες
Σεπτή η μορφή της
Σαν τα χέρια των φρουρών
Που κοιμήθηκαν
Ο χρόνος αποσταγμένος
Στο διηνεκές της λόγχης
Φυλάκια ακολουθούν
Τις υγρές της χτένες
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Κλειστές οι πόρτες του ήλιου
Χρυσοκένταυρες αυγές
Σε αποχαιρετούν
Βουβή προχωράς
Και οι ευκάλυπτοι σου χαρίζουν
Τα δακτυλίδια των κορμών τους
Ζάντι πράσινο στου πελεκάνου το ράμφος
Μικρή Οφηλία της γνώσης
Άνεμοι σε ακολουθούν
Και χέρια στιβαρά βαραίνουν
Το στήθος σου
Το μαγκάνι σπασμένο στο πηγάδι
Δεν αποκρίνεται
Στο Ανατολικό Αμπέλι λαξεύσαμε
Μια πέτρα να σου μοιάζει
Την ντύσαμε με τα σεντόνια
Που κοιμήθηκες
Ακριβό παιδί του πελάγου
Βαφτίστηκε το όνομα σου
Πελαγία
Χρώματα ζεστά και γήινες παραλλαγές
Θανάτου αποκρούω με δίχτυ παγονιού
Θύσανοι κόμποι σε περισφίγγουν
Νερό ταραγμένο
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Άνοιξε το συρτάρι με τους ανεμοστρόβιλους
Εκεί κατοικείς με τις μικρές
Θεραπαινίδες να βλαστημούν
Περιπατητές χωρισμούς
Σπαθί τω Μαγυάρων
Οι αιματοδείχτες των φρουρών βγάζουν
Ανεξήγητους ήχους
Μη πιστεύεις στα σήματα της ηλακάτης
Μια θάλασσα βίαια τη καθελκύει
Μια γάζα η ζωή μουσκεμένη
Κι εσύ νωπή ακόμη κάτω από τη μαρκίζα
Ζεσταίνεις το είδωλό σου.
Αμετάπειστη ώρα
Συνάντησα μια πολίχνη απόψε
Να λυμαίνεται τους ιδεώδεις
Κύκνους της νύχτας
Μικρές κοφτές νεροσταγόνες
Αναβοσβήνουν τις φωτιές στο Ακρολίμανο
Μια γυναίκα υπερθεματίζει
Το βίο της θάλασσας
Αγιασμένη η κόμη της από
Εκατόνταρχες νύμφες
Σεπτή η μορφή της
Σαν τα χέρια των φρουρών
Που κοιμήθηκαν
Ο χρόνος αποσταγμένος
Στο διηνεκές της λόγχης
Φυλάκια ακολουθούν
Τις υγρές της χτένες
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Κλειστές οι πόρτες του ήλιου
Χρυσοκένταυρες αυγές
Σε αποχαιρετούν
Βουβή προχωράς
Και οι ευκάλυπτοι σου χαρίζουν
Τα δακτυλίδια των κορμών τους
Ζάντι πράσινο στου πελεκάνου το ράμφος
Μικρή Οφηλία της γνώσης
Άνεμοι σε ακολουθούν
Και χέρια στιβαρά βαραίνουν
Το στήθος σου
Το μαγκάνι σπασμένο στο πηγάδι
Δεν αποκρίνεται
Στο Ανατολικό Αμπέλι λαξεύσαμε
Μια πέτρα να σου μοιάζει
Την ντύσαμε με τα σεντόνια
Που κοιμήθηκες
Ακριβό παιδί του πελάγου
Βαφτίστηκε το όνομα σου
Πελαγία
Χρώματα ζεστά και γήινες παραλλαγές
Θανάτου αποκρούω με δίχτυ παγονιού
Θύσανοι κόμποι σε περισφίγγουν
Νερό ταραγμένο
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Άνοιξε το συρτάρι με τους ανεμοστρόβιλους
Εκεί κατοικείς με τις μικρές
Θεραπαινίδες να βλαστημούν
Περιπατητές χωρισμούς
Σπαθί τω Μαγυάρων
Οι αιματοδείχτες των φρουρών βγάζουν
Ανεξήγητους ήχους
Μη πιστεύεις στα σήματα της ηλακάτης
Μια θάλασσα βίαια τη καθελκύει
Μια γάζα η ζωή μουσκεμένη
Κι εσύ νωπή ακόμη κάτω από τη μαρκίζα
Ζεσταίνεις το είδωλό σου.
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010
εμπύρετος όψις
Και θάρθει η μέρα και θάρθει η μέρα
Που θα τραφούν τα λουλούδια με άμμο
Στην τροχιά της ζωής σου εσύ θα καις
Αμμόλοφοι θα σε κυνηγούν
Και πέτρες θα σε πετυχαίνουν
Εκεί στο καύκαλο του τζιτζικιού
Που έπεσε από το δέντρο
Πρώτος θα έρθει ο ληστής
Με ένα καρφί
Και κουδουνάκι στο αυτί να τρέμει
Χορούς θα στήνει το πλοκάμι του ήλιου
Και το φεγγάρι ντέφια θα πουλά στους δρόμους
Ακριβοθώρητη ακριβή η μέρα στο Μεγανήσι
Τρελούς χορούς θα στήνουν οι ψαράδες
Μόνο με την ηχώ σου θα μιλάς
Και με τα σπλάχνα της γριάς μπουρού
Σε ακτές ασημοφίλητες θα λειώνεις με αμόνι
Του χελιδονιού τις μέρες
Χλοερές εσπερίδες θα χτυπούν τα σήμαντρα
Ναυάγια θα εκπορθεί το γιγάντιο μάτι του γλάρου
Και θάρθει η μέρα που οι φυλές
Θα σμίγουν στο βωμό
Οι ομπρέλες των χαμομηλιών
Θα δυναμώνουν αίμα
Γλυκόθωρες πασχαλίτσες θα σε κοιτούν στα μάτια
Πίσω από τις πλάτες των ωκεανών
Θα στιχουργείς το ποίημα
Ιτιές θα ανεβάζουν τους ορυζώνες των κυκλώπων
Εσύ τραγούδι
Και φιλί ηδονικό
Στης πεταλίδας τον σκούρο ύπνο
Και μιαν αυγή που σαν το χρέος σου ξοφλήσεις
Θα έρθει ο ύπνος της θάλασσας να σε ξυπνήσει
Ωραίος και γαλήνιος
Θα βγεις στη κορυφή του κόσμου
Για να διαβάσεις εξαρχής
Τους δρόμους της παλάμης
Πρωθύστερος με μια σχισμή στο πέτο
Θα προσδοκάς τροφή από τα θαλασσοπούλια
Αιώνες θα συμπράττουν την απουσία σου
Εδώ θα μείνεις τυλιγμένος στη κλωστή της χλόης
Κάτω από τη γέρικη καρυδιά
Με τους νεκρούς αρματηλάτες να συνομιλείς
Αηδόνια θα σου φέρνουν το ψωμί
Και την καρό κουβέρτα του ζητιάνου
Είσαι ο νόστος στο τσίγκινο πλοιάριο του Νότου
Μακρύς- μακρύς ο δρόμος θα σε κυκλώνει με ευχές
Και θάρθει η μέρα της Αποκαθήλωσης των λουλουδιών
Εγώ θα καρτερώ με το μαντήλι του κάβου αδειανό
Μυριάδες οι στιγμές και μύρια στρατεύματα
Θα προσκολλούν τους ήλιους
Μαργαριτάρι
Μαργαριτάρι μαύρο
Εργαστήριο του βυθού
Πάνω στην άμμο θα στραγγίζει τις αμαρτίες σου
Θα είμαι εκεί με ένα σκουφί κυκλάμινου
Να σε γιατρέψω
Χωρίς αλάτι
Χωρίς αφρό
Χωρίς το κάματο των κυμάτων
Απελευθερωμένη και ταπεινή να σου μιλώ
Στις χίλιες και μία Λέξεις των κόκκων της ρίζας
Και θάρθει η μέρα και θάρθει η μέρα
Που θα τραφούν τα λουλούδια με άμμο
Στην τροχιά της ζωής σου εσύ θα καις
Εμπύρετος η όψη μου μεταναστεύει
Που θα τραφούν τα λουλούδια με άμμο
Στην τροχιά της ζωής σου εσύ θα καις
Αμμόλοφοι θα σε κυνηγούν
Και πέτρες θα σε πετυχαίνουν
Εκεί στο καύκαλο του τζιτζικιού
Που έπεσε από το δέντρο
Πρώτος θα έρθει ο ληστής
Με ένα καρφί
Και κουδουνάκι στο αυτί να τρέμει
Χορούς θα στήνει το πλοκάμι του ήλιου
Και το φεγγάρι ντέφια θα πουλά στους δρόμους
Ακριβοθώρητη ακριβή η μέρα στο Μεγανήσι
Τρελούς χορούς θα στήνουν οι ψαράδες
Μόνο με την ηχώ σου θα μιλάς
Και με τα σπλάχνα της γριάς μπουρού
Σε ακτές ασημοφίλητες θα λειώνεις με αμόνι
Του χελιδονιού τις μέρες
Χλοερές εσπερίδες θα χτυπούν τα σήμαντρα
Ναυάγια θα εκπορθεί το γιγάντιο μάτι του γλάρου
Και θάρθει η μέρα που οι φυλές
Θα σμίγουν στο βωμό
Οι ομπρέλες των χαμομηλιών
Θα δυναμώνουν αίμα
Γλυκόθωρες πασχαλίτσες θα σε κοιτούν στα μάτια
Πίσω από τις πλάτες των ωκεανών
Θα στιχουργείς το ποίημα
Ιτιές θα ανεβάζουν τους ορυζώνες των κυκλώπων
Εσύ τραγούδι
Και φιλί ηδονικό
Στης πεταλίδας τον σκούρο ύπνο
Και μιαν αυγή που σαν το χρέος σου ξοφλήσεις
Θα έρθει ο ύπνος της θάλασσας να σε ξυπνήσει
Ωραίος και γαλήνιος
Θα βγεις στη κορυφή του κόσμου
Για να διαβάσεις εξαρχής
Τους δρόμους της παλάμης
Πρωθύστερος με μια σχισμή στο πέτο
Θα προσδοκάς τροφή από τα θαλασσοπούλια
Αιώνες θα συμπράττουν την απουσία σου
Εδώ θα μείνεις τυλιγμένος στη κλωστή της χλόης
Κάτω από τη γέρικη καρυδιά
Με τους νεκρούς αρματηλάτες να συνομιλείς
Αηδόνια θα σου φέρνουν το ψωμί
Και την καρό κουβέρτα του ζητιάνου
Είσαι ο νόστος στο τσίγκινο πλοιάριο του Νότου
Μακρύς- μακρύς ο δρόμος θα σε κυκλώνει με ευχές
Και θάρθει η μέρα της Αποκαθήλωσης των λουλουδιών
Εγώ θα καρτερώ με το μαντήλι του κάβου αδειανό
Μυριάδες οι στιγμές και μύρια στρατεύματα
Θα προσκολλούν τους ήλιους
Μαργαριτάρι
Μαργαριτάρι μαύρο
Εργαστήριο του βυθού
Πάνω στην άμμο θα στραγγίζει τις αμαρτίες σου
Θα είμαι εκεί με ένα σκουφί κυκλάμινου
Να σε γιατρέψω
Χωρίς αλάτι
Χωρίς αφρό
Χωρίς το κάματο των κυμάτων
Απελευθερωμένη και ταπεινή να σου μιλώ
Στις χίλιες και μία Λέξεις των κόκκων της ρίζας
Και θάρθει η μέρα και θάρθει η μέρα
Που θα τραφούν τα λουλούδια με άμμο
Στην τροχιά της ζωής σου εσύ θα καις
Εμπύρετος η όψη μου μεταναστεύει
Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010
οι πορθητές της ξενιτιάς
Σταφυλοδάκρυ και ρακί
Κερνούσες τους πορθητές της πόλης
Χρόνια περιπλανιόσουν άεργος
Στις εσχατιές του σκότους
(Μες την κοιλάδα που ο ήλιος δεν δύει λαμπερός
Και το φεγγάρι στέφανα λάμνει στο δάχτυλο του}
Σε είπανε σταυραετό ρόδο του κανενός
Σε φώναξα αγράμπελη να μπαίνεις στα τραγούδια
Μεσίστιος άνεμος φυσούσε στις εμπασιές της πόλης
Απήγανος η πίκρα σου
Λινό πουκάμισο η σάρκα σου
Τα άκρα μανιέρα κόκκινη να προχωρά στο δάσος
Στο αίμα βουίζει η θάλασσα
Στο κλάμα ο σιρόκος
Με αχτίνες μαύρες αγκίστρωνες τα πέλαγα
Λαός σε περιέπαιζε με καλαθένια μάτια
Τα δυο σου στήθη καλαμιές δρόσιζαν τον αχάτη
Νερό έπινες στα σκίνα και άσπρες πεταλίδες
Στα πέλαγα απάγκιαζες τις τρίκορφες κανδήλες
Στον όρμο των χειλιών σου με τα δελφίνια έπαιζες
Και τα φτερά σου κέρωνες
Με μαύρο ρόδι τρυφερό
Το Σάββατο του γυρισμού
Φώτισες με λαμπάδα
Και πήγες και κοιμήθηκες στο ευαγγέλιο της μνήμης
Σταφυλοδάκρυ και ρακί κέρναγες στην άσπρη πύλη
Σε δίλοφα ξωκλήσια τις ξενιτιές αντάμωνες
Και προσωπεία χρυσά κένταγες στους νεαρούς Ατρείδες
Άλογο ανέμου έσερνες και δυο μικρά κοτσύφια
Πως κελαηδούν;
Τι γεύεσαι;
Που πας;
Και πως κοιμάσαι;
Σου στέλνω με το κύμα αχειροποίητη γραφή
Mε της βροχής πλατάγισμα σου στέλνω τη μορφή μου
Να χεις τραπέζι να δειπνάς κοντά στον αγωγιάτη
Λινό να βάφεις θάλασσα λινό να παίρνεις όρκο
Και δυο φιλιά δαφνόφυλλα να κρύβουν τη σκιά σου
Μέδουσες να σε ντύνουνε και Νύμφες να σε πίνουν
Να ορφανεύεις από γη
Μέγα Άρτο να πλάθεις
Μες στα παζάρια να γυρνάς
Στα κρύα αρτολίθια
Τους άκληρους ψαράδες
Να φωτίζεις με έρωτα
Σταφυλοδάκρυ και ρακί να βγει το μέγα γλέντι
Νάρθει η Άνοιξη θαλερή
Με δυο παραφυάδες στο κόρφο
Και μες σε μάτια αρχάγγελων το θάνατο να κλείσει
Είναι ζωή
Είναι χαρά
Και μωβ λουλούδι αρμύρας
Είναι βραδάκι γαληνό
Και πέτρα δαγκωμένη
Κι είναι νιφάδα κόκκινη
Μες στη ματιά του Δράκου
Σταφυλοδάκρυ και ρακί στους πορθητές της ξενιτιάς
Κερνούσες τους πορθητές της πόλης
Χρόνια περιπλανιόσουν άεργος
Στις εσχατιές του σκότους
(Μες την κοιλάδα που ο ήλιος δεν δύει λαμπερός
Και το φεγγάρι στέφανα λάμνει στο δάχτυλο του}
Σε είπανε σταυραετό ρόδο του κανενός
Σε φώναξα αγράμπελη να μπαίνεις στα τραγούδια
Μεσίστιος άνεμος φυσούσε στις εμπασιές της πόλης
Απήγανος η πίκρα σου
Λινό πουκάμισο η σάρκα σου
Τα άκρα μανιέρα κόκκινη να προχωρά στο δάσος
Στο αίμα βουίζει η θάλασσα
Στο κλάμα ο σιρόκος
Με αχτίνες μαύρες αγκίστρωνες τα πέλαγα
Λαός σε περιέπαιζε με καλαθένια μάτια
Τα δυο σου στήθη καλαμιές δρόσιζαν τον αχάτη
Νερό έπινες στα σκίνα και άσπρες πεταλίδες
Στα πέλαγα απάγκιαζες τις τρίκορφες κανδήλες
Στον όρμο των χειλιών σου με τα δελφίνια έπαιζες
Και τα φτερά σου κέρωνες
Με μαύρο ρόδι τρυφερό
Το Σάββατο του γυρισμού
Φώτισες με λαμπάδα
Και πήγες και κοιμήθηκες στο ευαγγέλιο της μνήμης
Σταφυλοδάκρυ και ρακί κέρναγες στην άσπρη πύλη
Σε δίλοφα ξωκλήσια τις ξενιτιές αντάμωνες
Και προσωπεία χρυσά κένταγες στους νεαρούς Ατρείδες
Άλογο ανέμου έσερνες και δυο μικρά κοτσύφια
Πως κελαηδούν;
Τι γεύεσαι;
Που πας;
Και πως κοιμάσαι;
Σου στέλνω με το κύμα αχειροποίητη γραφή
Mε της βροχής πλατάγισμα σου στέλνω τη μορφή μου
Να χεις τραπέζι να δειπνάς κοντά στον αγωγιάτη
Λινό να βάφεις θάλασσα λινό να παίρνεις όρκο
Και δυο φιλιά δαφνόφυλλα να κρύβουν τη σκιά σου
Μέδουσες να σε ντύνουνε και Νύμφες να σε πίνουν
Να ορφανεύεις από γη
Μέγα Άρτο να πλάθεις
Μες στα παζάρια να γυρνάς
Στα κρύα αρτολίθια
Τους άκληρους ψαράδες
Να φωτίζεις με έρωτα
Σταφυλοδάκρυ και ρακί να βγει το μέγα γλέντι
Νάρθει η Άνοιξη θαλερή
Με δυο παραφυάδες στο κόρφο
Και μες σε μάτια αρχάγγελων το θάνατο να κλείσει
Είναι ζωή
Είναι χαρά
Και μωβ λουλούδι αρμύρας
Είναι βραδάκι γαληνό
Και πέτρα δαγκωμένη
Κι είναι νιφάδα κόκκινη
Μες στη ματιά του Δράκου
Σταφυλοδάκρυ και ρακί στους πορθητές της ξενιτιάς
Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010
χρυσό καρφί
Η ποίηση πήρε ανάρριχτο ένα βλέμμα
Το έριξε στη πλάτη σαν το δισάκι του ψαρά
Που επιστρέφει από την μεγάλη τάπια
Με ένα ολόχρυσο καρφί πάνω στο χείλος
Της αυγής
Τα βλέμματα υποφέρουν στις σκιές
Ζητούν ανοιχτωσιές
Πλαγιαστά κοιμητήρια λατρείας
Θαμώνες να ξεκουραστούν
Κι ένα τσίγκινο πιάτο να καταθέσουν
Σεπτά τα ανομήματα τους
Οι αμαρτίες πληθαίνουν τα ηφαίστεια της στάχτης
Ημιτελές αφήνουν το τοπίο
Τι άλλο να κάψεις
Μόλις χτες απήγγειλες τα μελαψά ποιήματα
Του Αυγούστου σε περιπλανώμενα τρένα
Σιγούσαν οι σταθμοί
Μπάρες ανεβοκατέβαιναν
Ο σταθμάρχης έπαιρνε το σκαλιστό
Μονοπάτι του φάρου αγκαλιά
Κι ένας τσιγγάνος με τραχύ μουστάκι
Άναβε τη φουφού να ζεσταθεί
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ενοχής
Η ποιήτρια κι ο ταξιδιώτης έβρισκαν
Χαραγμένες αμφίσημες πνοές στο παγκάκι
Παρατεταγμένη η ζωή
Ασαφή τα σημεία
Ένα στιλέτο προεξείχε
Το θηκάρι, δερμάτινο ανθοδοχείο
Με δυο κρίνα πάλλευκα τρέμιζε…
Τι να αποστηθίσεις;
Συλλάβιζες μια χαρακιά
Αντάμωνες δυο λέξεις
Αντιμέτωπες σε κυριακάτικα τραπέζια
Αυτές που πάντα ψιθύριζες
Όταν η αρμύρα έκαιγε τα βλέφαρα
Με καταιγιστικούς στίχους
Δεν θυμάσαι!
Εμπνεύσεις περιχαρακωμένης στιγμής
Το κάδρο στο ημιυπαίθριο καφενείο
Ανέδυε το άρωμα του άδειου σπιρτόκουτου
Καθημερινά λόγια μονολογούσε το άγαλμα
Στην απέναντι πλατεία
Χρυσό καρφί το βλέμμα στο πάνω χείλος
Της σιωπής
Ημέρωνε το ψύχος στο πρόσωπο σου
Ο υπνοβάτης ξεχνούσε στον ύπνο τα χέρια του
Χτυπούσε τη πόρτα
Φοβόσουν να ανοίξεις
Δεν άνοιγες
Πώς να επισπεύσεις ένα χειροφίλημα
Απόλυτη ησυχία
Το ποίημα τραβούσε σε μάκρος
Περιέφραζες δυο τρεις χρήσιμες λέξεις
Για να ξεχνιέσαι
Κι αναπηδούσες χαμογελαστός
Στην διαχωριστική γραμμή του τρόμου
Αναπολούσες το παρελθόν
Τους ανέφελους πλανήτες των ονείρων σου
Κι αφοσιωνόσουν στον αιφνίδιο θάνατο σου
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ζωής
Το έριξε στη πλάτη σαν το δισάκι του ψαρά
Που επιστρέφει από την μεγάλη τάπια
Με ένα ολόχρυσο καρφί πάνω στο χείλος
Της αυγής
Τα βλέμματα υποφέρουν στις σκιές
Ζητούν ανοιχτωσιές
Πλαγιαστά κοιμητήρια λατρείας
Θαμώνες να ξεκουραστούν
Κι ένα τσίγκινο πιάτο να καταθέσουν
Σεπτά τα ανομήματα τους
Οι αμαρτίες πληθαίνουν τα ηφαίστεια της στάχτης
Ημιτελές αφήνουν το τοπίο
Τι άλλο να κάψεις
Μόλις χτες απήγγειλες τα μελαψά ποιήματα
Του Αυγούστου σε περιπλανώμενα τρένα
Σιγούσαν οι σταθμοί
Μπάρες ανεβοκατέβαιναν
Ο σταθμάρχης έπαιρνε το σκαλιστό
Μονοπάτι του φάρου αγκαλιά
Κι ένας τσιγγάνος με τραχύ μουστάκι
Άναβε τη φουφού να ζεσταθεί
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ενοχής
Η ποιήτρια κι ο ταξιδιώτης έβρισκαν
Χαραγμένες αμφίσημες πνοές στο παγκάκι
Παρατεταγμένη η ζωή
Ασαφή τα σημεία
Ένα στιλέτο προεξείχε
Το θηκάρι, δερμάτινο ανθοδοχείο
Με δυο κρίνα πάλλευκα τρέμιζε…
Τι να αποστηθίσεις;
Συλλάβιζες μια χαρακιά
Αντάμωνες δυο λέξεις
Αντιμέτωπες σε κυριακάτικα τραπέζια
Αυτές που πάντα ψιθύριζες
Όταν η αρμύρα έκαιγε τα βλέφαρα
Με καταιγιστικούς στίχους
Δεν θυμάσαι!
Εμπνεύσεις περιχαρακωμένης στιγμής
Το κάδρο στο ημιυπαίθριο καφενείο
Ανέδυε το άρωμα του άδειου σπιρτόκουτου
Καθημερινά λόγια μονολογούσε το άγαλμα
Στην απέναντι πλατεία
Χρυσό καρφί το βλέμμα στο πάνω χείλος
Της σιωπής
Ημέρωνε το ψύχος στο πρόσωπο σου
Ο υπνοβάτης ξεχνούσε στον ύπνο τα χέρια του
Χτυπούσε τη πόρτα
Φοβόσουν να ανοίξεις
Δεν άνοιγες
Πώς να επισπεύσεις ένα χειροφίλημα
Απόλυτη ησυχία
Το ποίημα τραβούσε σε μάκρος
Περιέφραζες δυο τρεις χρήσιμες λέξεις
Για να ξεχνιέσαι
Κι αναπηδούσες χαμογελαστός
Στην διαχωριστική γραμμή του τρόμου
Αναπολούσες το παρελθόν
Τους ανέφελους πλανήτες των ονείρων σου
Κι αφοσιωνόσουν στον αιφνίδιο θάνατο σου
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ζωής
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
οι άλιοι μετανάστες της όχθης
1
Το ραδιόφωνο μετέδιδε ερωτικές μπαλάντες
Σαν το ημιθανές χέλι ένιωθα
Να σπαρταρώ στην όχθη
Του ολόφυρμου ποταμού
Μενεξεδί πουκάμισο της Δύσης
Ράπιζε τον αέρα με διάπυρα στίγματα λήθης
Οργασμικός κυματισμός υδάτων
Ρεύμα ατίθασο σαν το τρωκτικό χτύπο της λεύκας
Κρατούσα στα χέρια λάμα αστραφτερή
Με αστεριού μορφή
Η πέστροφα δεινή κολυμβήτρια
Μεσουρανούσε στην αρένα του σύννεφου
Με ανεπαίσθητες κινήσεις ακριβείας
Και γυάλινους οφθαλμούς επαρμένης πίκρας
Κοντραρίζονταν με την οργή των φυσαλίδων
Το πλατανόφυλλο μακάριζε την ματαιοδοξία
Του νούφαρου
Κιτρινισμένο έπλεε μικρές ανάσες
Εχεμύθειας στις νευρώσεις
Κρατούσα ένα δίχτυ στα χέρια
Δεμένο με το αμόνι του ήλιου
Κοφτερές πέτρες πλήγωναν
Γόνιμες πατημασιές
Πρόσεχε
Την απόγνωση στον βηματισμό
Επαναλαμβάνει αόριστες αντωνυμίες
Σαν τρέμουσα προσευχή
Υγρή η τοπογραφία εγγίζει πλατύφυλλα μάτια
Συνομιλώντας με εγγαστρίμυθους συνδυασμούς λέξεων
2
Είχα αγοράσει κάποτε ένα καλάθι
Από τους δουλευτές της όχθης
Εκεί έκρυβα λόγια παιδικά, εφηβικούς έρωτες
Και μια καρφίτσα από το βασίλειο του Περσέα
Αύριο θα φύγω σου ψιθύρισα
Για ένα ταξίδι κάπου στο κόσμο
Των άλιων μεταναστών
Ένα μαντήλι κρατώ για χειρολαβή
Δεν θα πέσω στο κενό των οριζόντων
Γκρεμίζω στον χρόνο ονειρευτές γυρολόγους
Που τόσο αγαπώ
Σε όχθες δύσβατες μια πράσινη πέτρα
Αφαλατώνει της ψυχής το τρελό άροτρο
Κάποτε ίσως βρεθούμε σου είπα
Στης βεντάλιας την αποπνικτική καρτερία
Μικρό καλάθι θα κρατώ
Μη μου χρεώσεις την κατακόκκινη ηδύτητα
Του τριαντάφυλλου
Και ίσως αγαπηθούμε εξαρχής
Στην εκπνοή του ακροατηρίου
Άγιες μελωδίες συνθέτω
Το ραδιόφωνο μετέδιδε ερωτικές μπαλάντες
Σαν το ημιθανές χέλι ένιωθα
Να σπαρταρώ στην όχθη
Του ολόφυρμου ποταμού
Μενεξεδί πουκάμισο της Δύσης
Ράπιζε τον αέρα με διάπυρα στίγματα λήθης
Οργασμικός κυματισμός υδάτων
Ρεύμα ατίθασο σαν το τρωκτικό χτύπο της λεύκας
Κρατούσα στα χέρια λάμα αστραφτερή
Με αστεριού μορφή
Η πέστροφα δεινή κολυμβήτρια
Μεσουρανούσε στην αρένα του σύννεφου
Με ανεπαίσθητες κινήσεις ακριβείας
Και γυάλινους οφθαλμούς επαρμένης πίκρας
Κοντραρίζονταν με την οργή των φυσαλίδων
Το πλατανόφυλλο μακάριζε την ματαιοδοξία
Του νούφαρου
Κιτρινισμένο έπλεε μικρές ανάσες
Εχεμύθειας στις νευρώσεις
Κρατούσα ένα δίχτυ στα χέρια
Δεμένο με το αμόνι του ήλιου
Κοφτερές πέτρες πλήγωναν
Γόνιμες πατημασιές
Πρόσεχε
Την απόγνωση στον βηματισμό
Επαναλαμβάνει αόριστες αντωνυμίες
Σαν τρέμουσα προσευχή
Υγρή η τοπογραφία εγγίζει πλατύφυλλα μάτια
Συνομιλώντας με εγγαστρίμυθους συνδυασμούς λέξεων
2
Είχα αγοράσει κάποτε ένα καλάθι
Από τους δουλευτές της όχθης
Εκεί έκρυβα λόγια παιδικά, εφηβικούς έρωτες
Και μια καρφίτσα από το βασίλειο του Περσέα
Αύριο θα φύγω σου ψιθύρισα
Για ένα ταξίδι κάπου στο κόσμο
Των άλιων μεταναστών
Ένα μαντήλι κρατώ για χειρολαβή
Δεν θα πέσω στο κενό των οριζόντων
Γκρεμίζω στον χρόνο ονειρευτές γυρολόγους
Που τόσο αγαπώ
Σε όχθες δύσβατες μια πράσινη πέτρα
Αφαλατώνει της ψυχής το τρελό άροτρο
Κάποτε ίσως βρεθούμε σου είπα
Στης βεντάλιας την αποπνικτική καρτερία
Μικρό καλάθι θα κρατώ
Μη μου χρεώσεις την κατακόκκινη ηδύτητα
Του τριαντάφυλλου
Και ίσως αγαπηθούμε εξαρχής
Στην εκπνοή του ακροατηρίου
Άγιες μελωδίες συνθέτω
Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010
σκηνογραφία
Ημισέληνα δυο μάτια στραγγίζουν το άλας
Από τον ιδρώτα της θάλασσας
Σφουγγάρια ανεβάζουν οι αλιείς
Από τους εγκάρσιους πυθμένες
Πνιγμένοι στα θεληματικά τους μπράτσα
Ώρα βουβή σαν το ύστατο βλέμμα
Του κοιμωμένου Βιολιστή
Πάνω στους απολιθωμένους μίσχους της παπαρούνας
Αψέντι κερνά ο ήλιος
Στους πολιορκητές της προκυμαίας
Βαδίζουμε γυμνοί και αθώοι
Στην περιφορά του
Ανάμεσα σε άνυδρες στέρνες
Και αφαλατωμένα υποστατικά
Μια ανάσα η ζωή που βουρκώνει
Την ηδύτητα του κοχλία
Σοφές χελιδονοουρές σκάβουν
Ένα μνήμα στο κήπο
Αναρριγά η χλόη και το μάτι του ηλίανθου
Στρέφει ελπίδες φωτός στο σκοτάδι
Δυο φίλοι την παράσταση ετοιμάζουν στο λιμάνι
Καρτερικά κρύβουν
Κάτω από τη μασχάλη
Δυο κλειδιά
Κι ένα σκισμένο σκίτσο μουσουργού
Ο θεατρώνης επιθεωρεί το σκηνικό
Με το αριστερό ματογυάλι
Αβέβαιος ο θίασος επιβιβάζεται
Στο ιστιοφόρο με τη πελαγίσια
Σκηνογραφία
Κι αποχωρεί
Ελλείψει θεατών
Κρύα τα χνώτα της μπουρού
Από τον ιδρώτα της θάλασσας
Σφουγγάρια ανεβάζουν οι αλιείς
Από τους εγκάρσιους πυθμένες
Πνιγμένοι στα θεληματικά τους μπράτσα
Ώρα βουβή σαν το ύστατο βλέμμα
Του κοιμωμένου Βιολιστή
Πάνω στους απολιθωμένους μίσχους της παπαρούνας
Αψέντι κερνά ο ήλιος
Στους πολιορκητές της προκυμαίας
Βαδίζουμε γυμνοί και αθώοι
Στην περιφορά του
Ανάμεσα σε άνυδρες στέρνες
Και αφαλατωμένα υποστατικά
Μια ανάσα η ζωή που βουρκώνει
Την ηδύτητα του κοχλία
Σοφές χελιδονοουρές σκάβουν
Ένα μνήμα στο κήπο
Αναρριγά η χλόη και το μάτι του ηλίανθου
Στρέφει ελπίδες φωτός στο σκοτάδι
Δυο φίλοι την παράσταση ετοιμάζουν στο λιμάνι
Καρτερικά κρύβουν
Κάτω από τη μασχάλη
Δυο κλειδιά
Κι ένα σκισμένο σκίτσο μουσουργού
Ο θεατρώνης επιθεωρεί το σκηνικό
Με το αριστερό ματογυάλι
Αβέβαιος ο θίασος επιβιβάζεται
Στο ιστιοφόρο με τη πελαγίσια
Σκηνογραφία
Κι αποχωρεί
Ελλείψει θεατών
Κρύα τα χνώτα της μπουρού
Σφραγίζουν λησμονημένους διαλόγους
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)