Ω δίχτυ πικρό της καταιγίδας
Αμετάπειστη ώρα
Συνάντησα μια πολίχνη απόψε
Να λυμαίνεται τους ιδεώδεις
Κύκνους της νύχτας
Μικρές κοφτές νεροσταγόνες
Αναβοσβήνουν τις φωτιές στο Ακρολίμανο
Μια γυναίκα υπερθεματίζει
Το βίο της θάλασσας
Αγιασμένη η κόμη της από
Εκατόνταρχες νύμφες
Σεπτή η μορφή της
Σαν τα χέρια των φρουρών
Που κοιμήθηκαν
Ο χρόνος αποσταγμένος
Στο διηνεκές της λόγχης
Φυλάκια ακολουθούν
Τις υγρές της χτένες
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Κλειστές οι πόρτες του ήλιου
Χρυσοκένταυρες αυγές
Σε αποχαιρετούν
Βουβή προχωράς
Και οι ευκάλυπτοι σου χαρίζουν
Τα δακτυλίδια των κορμών τους
Ζάντι πράσινο στου πελεκάνου το ράμφος
Μικρή Οφηλία της γνώσης
Άνεμοι σε ακολουθούν
Και χέρια στιβαρά βαραίνουν
Το στήθος σου
Το μαγκάνι σπασμένο στο πηγάδι
Δεν αποκρίνεται
Στο Ανατολικό Αμπέλι λαξεύσαμε
Μια πέτρα να σου μοιάζει
Την ντύσαμε με τα σεντόνια
Που κοιμήθηκες
Ακριβό παιδί του πελάγου
Βαφτίστηκε το όνομα σου
Πελαγία
Χρώματα ζεστά και γήινες παραλλαγές
Θανάτου αποκρούω με δίχτυ παγονιού
Θύσανοι κόμποι σε περισφίγγουν
Νερό ταραγμένο
Τι κραδαίνεις στα χέρια σου
Και που τραβάς;
Άνοιξε το συρτάρι με τους ανεμοστρόβιλους
Εκεί κατοικείς με τις μικρές
Θεραπαινίδες να βλαστημούν
Περιπατητές χωρισμούς
Σπαθί τω Μαγυάρων
Οι αιματοδείχτες των φρουρών βγάζουν
Ανεξήγητους ήχους
Μη πιστεύεις στα σήματα της ηλακάτης
Μια θάλασσα βίαια τη καθελκύει
Μια γάζα η ζωή μουσκεμένη
Κι εσύ νωπή ακόμη κάτω από τη μαρκίζα
Ζεσταίνεις το είδωλό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου