Είχε μιαν άεργη ζωή
ήταν εργάτης
στα μεταλλεία του χρυσού
Όταν ο Θεός μοίραζε τα βουνά
άφησε σε σένα έναν λόφο μικρό
το κουκούλι της φτωχής καρδιάς
Χόρεψες με το τακούνι της καλαμιάς
μόνο οι ψάθες
χειροκρότησαν
Στο ληξιαρχείο σου είπαν
πως εκτός από τα δυο παιδιά σου
είχες κι ένα άλλο ένα κόκκινο κοράλλι
Ντράπηκες τους νεκρούς
και ποτέ δεν συλλάβισες
το θήτα της ζωής τους
Όταν ρυτίδιαζε το πρόσωπο της σκάλας
έπαιρνες ασβέστη
από το ασπράδι του ήλιου
Στα πλεούμενα νοσοκομεία
νοσηλεύονται
μόνο οι ποιητές
Στο καρναβάλι κυκλοφορούσαν αθίγγανοι
με τα μωρά μουστάκια τους
στην αγκαλιά
Την αλληλογραφία μου δεν θα την παραδώσω
πνίγηκε στο αίμα
του διακορευμένου πετεινού
Χτύπησα την πόρτα
ποτέ δεν ήξερα αν είναι η σωστή
μου άνοιξε ο Αλέξανδρος
Το κρύο ξύλινο πόδι του καρχαρία
ανέβαζε δάκρυα
στα χωριά της Μάνης
Τα γάντια που έβαλες στην δεξίωση
δεν είχαν το πρέπον μαύρο χρώμα
τους έλειπε το δεξί χέρι
Στο καρουσέλ της νυχτοπεταλούδας
δεν έβγαζαν εισιτήριο
ζητούσαν πιστωτική κάρτα
Οι μάσκες καταριόνται το βρώμικο νερό
τα τρύπια μάτια τους θα γίνουν
κρουνοί των παιδιών του μέλλοντος
Ελαφροπατούσες στα χιονισμένα κύματα
είχες γεννηθεί
σε κρύους γαλάζιους διαδρόμους
Τα δυο σκαλοπάτια
είναι τα χείλη που έδωσες
στα παιδιά σου