ποιώ

Ποιητικές αποδράσεις,εκποιήσεις λόγων,τόπων,χρόνων σε πλωτά παζάρια ναυαγισμένων πολιτειών....

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Η παρουσίαση του βιβλίου μου

Αναρτήθηκε από ποιώ - ελένη στις 12:59 μ.μ.
Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)

Το βιβλίο μου απ' τις εκδόσεις 24 γράμματα

Νέες κυκλοφορίες

να γιατί σ' αγαπάω ακόμα....(20 + 2 λόγοι)

Σ' αγαπάω γιατί κάποιον Μάρτη

Πριν φύγεις απόσπασες απ΄την καρδιά μου

Ένα βαρύ συρματόσκοινο!


Σ' αγαπάω γιατί μ' αυτό το συρματόσκοινο έπλεξες

Σφεντόνες και μικρές τουλίπες

Που ακόμα κρατώ!


Σ' αγαπάω γιατί ξεχειμώνιασες

Στα γόνατά μου δουλεύοντας

Τα υφαντά της ποίησης με χέρια που κλαίγαν!


Σ' αγαπάω γιατί μ' αυτά τα υφαντά

Κοιμάμαι τις νύχτες χωρίς εφιάλτες

Κομίζοντας πετράδια στην αυγή!


Σ' αγαπάω γιατί μες στο μεσοχείμωνο

Μου χάρισες ένα δεμάτι στάχυα

Απ' τους τους σιτοβολώνες του ήλιου!


Σ' αγαπάω γιατί με αυτούς τους σπόρους

-Που το δεμάτι έκρυβε-

Ένα κόσμημα έφτιαξα ακριβό

Εκεί να ακουμπώ τις προσευχές μου!


Σ' αγαπάω γιατί καθώς άργησα

Ένα βράδυ με περίμενε κοχλαστή

Μια σούπα με υλικά του βουνού!


Σ' αγαπάω γιατί μ' αυτά τα υλικά

Ταΐζω αξημέρωτα τους σπουργίτες

Κι άπειρα σου στέλνω φιλήματα!


Σ' αγαπάω γιατί ήσουν σιδηρουργός

Κι έφτιαχνες φεγγάρια τρίαινες κι αγκίστρια

Κι ήταν σαν να μαστόρευες τις πύλες των νεκρών!


Σ' αγαπάω γιατί αυτά τα φεγγάρια

Αποβραδίς τα κλείνω στο πηγάδι

Νιούτσικα στον αιώνα να γερνούν!


Σ' αγαπάω γιατί έμπαινες στις καλαμιές

Να στεριώσεις τις φωλιές των σπίνων

Χωρίς τον παραμικρό θόρυβο!


Σ' αγαπάω γιατί όλοι οι κελαηδισμοί

Φέρνουν στο νου μου

Τα φτερωτά σου χέρια σαν μιλούσαν!


Σ' αγαπάω γιατί τα πιο πολλά απογεύματα

Του Γενάρη φύτευες ίριδες στον κήπο

Για να φωταγωγήσεις της σκοτεινιάς το κενό!


Σ' αγαπάω γιατί αυτές τις ίριδες

Αποξηραμένες τις κρατώ στο μαξιλάρι

Και μαζί τους συνομιλώ συνεπαρμένη!


Σ' αγαπάω γιατί μπάλωσες

Την τρύπια μπάλα του σκύλου μας

Με του ουράνιου τόξου τα νήματα!


Σ' αγαπάω γιατί αυτή η μπάλα

Είναι το σωσίβιο μου σαν ξανοίγομαι

Στης αγάπης τη μαύρη τρύπα!


Σ' αγαπάω γιατί καθώς τίναζες τα σεντόνια

Είδα μια ξεχασμένη Αφροδίτη

Να αναδύεται μέσα από τους παφλασμούς!


Σ' αγαπάω γιατί αυτά τα σεντόνια τ' απομεσήμερα

Γλάρων γίνονται κατοικίες κι αποστατούν!


Σ' αγαπάω γιατί καθώς ξεμάκραινε το καράβι

Είδα στην πλώρη του σκοτωμένο το όνομά σου!


Σ' αγαπάω γιατί αυτά τα καράβια

Αν και μακρινά μου τάζουν ταξίδια

Αγκυροβολημένα σκουριάζουν στην εταζέρα!


Σ' αγαπάω γιατί καθώς βάδιζες πάνω στα κύματα

Ανέβαιναν άυπνοι οι βυθοί να σε κουρσέψουν!


Σ' αγαπάω γιατί με τις ακμές των κυμάτων

Στις αρχαίες κολόνες συμμετρικές χαράζω πορείες!


ποιώ - ελένη (Ελένη Γιαννάκαρη)

εικοσιτετράωρος εφιάλτης

Ξέφυγε τελικά Σίγουρα ξέφυγε Κοντανάσαινε Τα πόδια της έτρεμαν
Ψυχή πουθενά Τρεις η ώρα τα ξημερώματα Το γλέντι η μουσική
το πέρασμα του ποταμού ο σπασμένος τροχός Έμειναν όλα πίσω
Το χαρτάκι της πρόσκλησης τσαλακωμένο ή μάλλον μουλιασμένο
στον ιδρώτα του πανικού
Ένα άστρο ξαφνικά ξέφυγε από του ουρανού την αυλαία Που καιρός
για ξόρκια κι ευχές
Σκιά έγινε Ένα μπεγλέρι σκορπισμένο στα σκαλοπάτια
Θυμήθηκε την προγιαγιά της Αγαπούσε πολύ τα μπεγλέρια και τους
χαρταετούς Είχε κίτρινα απ' τον καπνό δάχτυλα κι ασβέστωνε κάθε
Πάσχα τη μάντρα του κοιμητηρίου κι ας μην προσδοκούσε ποτέ
ανάσταση στη ζωή της Φτώχεια και Προσφυγιά κι η Πατρίδα
χαραγμένη στη χρυσή καδένα να δακρύζει
Ξέφυγε τελικά Όσο έφτανε το μάτι -παρά το σκότος- καμιά φιγούρα
κανένας ίσκιος δεν την ακολουθούσε
Χάιδεψε το αριστερό της πόδι στο ύψος του γόνατου Με τις βροχές
πονούσε Σταμάτησε να τρέχει Φάνηκαν τα πρώτα σπίτια με τους
εσωτερικούς κήπους
Ίσως αν χτυπούσε μια πόρτα να της άνοιγαν Ας μην της παραχωρούσαν
μια ζεστή θέση να κοιμηθεί Αυτή τους κήπους θα διάλεγε τα παγκάκια
με την αγαπημένη τους φλυαρία το χώμα που μοσχοβολά πρωτεϊκά
αρώματα!
Θα το αποτολμούσε!
Αν της έδιναν -θα το ζητούσε- ένα σκοινί θα έδενε μια κούνια Ένα
δέντρο θα υπήρχε Πως αλλιώς; Όλοι οι κήποι έχουν δέντρα Έστω μια
ταπεινή κουτσουπιά
Ωραία με μωβ - βυσσινιά λουλούδια Γιατί βυσσινιά είναι τα λουλούδια
που πενθούν
Θα το αποτολμούσε Έφτανε άλλωστε στο πρώτο σπίτι
Είχε ροζ παραθυρόφυλλα και μια εξώπορτα με σκαλιστά αραβουργήματα
Φεγγίτες κωνικούς και υπέρθυρα με δυο σειρές από ερωτιδείς
Θα πλάγιαζε στην χλόη Ένα μερμηγκάκι ένα σκαθαράκι θα την
συμπονούσαν Ο χάρτης του κόρφου της να ημερέψει Δρόμους ν' ανοίξει
Τους βημάτισε παλιά αυτούς τους δρόμους Απρόσκοπτη πορεία Χρόνια
πριν - όταν κάποιος της χρέωσε τη φιλαυτία του - έστρεψε τα μάτια στη
γαλήνη της γης στη μοναδική της ασφαλή μήτρα
Κι απόψε εκεί θα κατέφευγε σαν ορφανό μωρό που πεινάει στοργή
Να ασβεστώσει σαν την προγιαγιά της τα μικρά πετραδάκια του
σιντριβανιού
Να ανάψει ένα σέρτικο τσιγάρο να καεί το πρόσωπο του εφιάλτη που
την έβαλε στο κυνήγι αχάραγα
Θα το αποτολμούσε!
Μην ξεχάσει να συστηθεί Μην την πουν κι αγενή:
Μαρία όπως όλες οι μοιραίες Μαρίες του κόσμου τούτου
Ήδη μιλούσε με τους κήπους κι ας ξαστόχησε στα λόγια κι ας
έκλεισαν με πάταγο οι σύρτες πριν το ξημέρωμα...

Ελένη Γιαννάκαρη (ποιώ - ελένη)

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
ποιώ - ελένη
Προβολή πλήρους προφίλ

Οι Φωτογραφίες μου

  • gialeni
    Scrapbook Photos

Αρχειοθήκη ιστολογίου

  • ►  2025 (55)
    • ►  Μαΐου (6)
      • ►  Μαΐ 14 (1)
      • ►  Μαΐ 11 (1)
      • ►  Μαΐ 09 (1)
      • ►  Μαΐ 04 (2)
      • ►  Μαΐ 02 (1)
    • ►  Απριλίου (18)
      • ►  Απρ 30 (1)
      • ►  Απρ 28 (1)
      • ►  Απρ 26 (1)
      • ►  Απρ 25 (1)
      • ►  Απρ 23 (1)
      • ►  Απρ 21 (1)
      • ►  Απρ 16 (1)
      • ►  Απρ 13 (1)
      • ►  Απρ 12 (1)
      • ►  Απρ 11 (1)
      • ►  Απρ 10 (2)
      • ►  Απρ 09 (1)
      • ►  Απρ 07 (1)
      • ►  Απρ 05 (1)
      • ►  Απρ 03 (1)
      • ►  Απρ 02 (1)
      • ►  Απρ 01 (1)
    • ►  Μαρτίου (9)
      • ►  Μαρ 30 (1)
      • ►  Μαρ 29 (1)
      • ►  Μαρ 25 (1)
      • ►  Μαρ 21 (1)
      • ►  Μαρ 18 (1)
      • ►  Μαρ 16 (1)
      • ►  Μαρ 12 (1)
      • ►  Μαρ 05 (1)
      • ►  Μαρ 03 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (15)
      • ►  Φεβ 22 (1)
      • ►  Φεβ 21 (1)
      • ►  Φεβ 20 (1)
      • ►  Φεβ 18 (1)
      • ►  Φεβ 16 (3)
      • ►  Φεβ 15 (2)
      • ►  Φεβ 14 (1)
      • ►  Φεβ 12 (1)
      • ►  Φεβ 11 (1)
      • ►  Φεβ 10 (1)
      • ►  Φεβ 08 (1)
      • ►  Φεβ 07 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (7)
      • ►  Ιαν 30 (1)
      • ►  Ιαν 23 (2)
      • ►  Ιαν 22 (1)
      • ►  Ιαν 18 (1)
      • ►  Ιαν 16 (1)
      • ►  Ιαν 12 (1)
  • ►  2024 (123)
    • ►  Δεκεμβρίου (7)
      • ►  Δεκ 29 (1)
      • ►  Δεκ 27 (1)
      • ►  Δεκ 14 (1)
      • ►  Δεκ 06 (1)
      • ►  Δεκ 04 (2)
      • ►  Δεκ 02 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (12)
      • ►  Νοε 28 (1)
      • ►  Νοε 26 (1)
      • ►  Νοε 23 (1)
      • ►  Νοε 21 (1)
      • ►  Νοε 20 (1)
      • ►  Νοε 15 (1)
      • ►  Νοε 12 (1)
      • ►  Νοε 11 (2)
      • ►  Νοε 07 (1)
      • ►  Νοε 04 (1)
      • ►  Νοε 02 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (19)
      • ►  Οκτ 31 (1)
      • ►  Οκτ 30 (1)
      • ►  Οκτ 29 (1)
      • ►  Οκτ 27 (1)
      • ►  Οκτ 26 (1)
      • ►  Οκτ 21 (2)
      • ►  Οκτ 20 (1)
      • ►  Οκτ 19 (1)
      • ►  Οκτ 18 (1)
      • ►  Οκτ 13 (1)
      • ►  Οκτ 12 (1)
      • ►  Οκτ 11 (1)
      • ►  Οκτ 10 (1)
      • ►  Οκτ 09 (1)
      • ►  Οκτ 05 (1)
      • ►  Οκτ 04 (1)
      • ►  Οκτ 03 (1)
      • ►  Οκτ 01 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (17)
      • ►  Σεπ 30 (1)
      • ►  Σεπ 28 (2)
      • ►  Σεπ 27 (1)
      • ►  Σεπ 25 (1)
      • ►  Σεπ 23 (1)
      • ►  Σεπ 22 (1)
      • ►  Σεπ 20 (1)
      • ►  Σεπ 19 (1)
      • ►  Σεπ 16 (1)
      • ►  Σεπ 14 (1)
      • ►  Σεπ 12 (1)
      • ►  Σεπ 11 (1)
      • ►  Σεπ 05 (1)
      • ►  Σεπ 02 (2)
      • ►  Σεπ 01 (1)
    • ►  Αυγούστου (7)
      • ►  Αυγ 31 (1)
      • ►  Αυγ 28 (1)
      • ►  Αυγ 11 (1)
      • ►  Αυγ 07 (2)
      • ►  Αυγ 03 (1)
      • ►  Αυγ 01 (1)
    • ►  Ιουλίου (9)
      • ►  Ιουλ 16 (1)
      • ►  Ιουλ 13 (1)
      • ►  Ιουλ 12 (1)
      • ►  Ιουλ 11 (1)
      • ►  Ιουλ 10 (1)
      • ►  Ιουλ 06 (1)
      • ►  Ιουλ 05 (1)
      • ►  Ιουλ 04 (1)
      • ►  Ιουλ 01 (1)
    • ►  Ιουνίου (8)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 29 (1)
      • ►  Ιουν 20 (1)
      • ►  Ιουν 16 (1)
      • ►  Ιουν 14 (1)
      • ►  Ιουν 09 (1)
      • ►  Ιουν 07 (1)
      • ►  Ιουν 02 (1)
    • ►  Μαΐου (3)
      • ►  Μαΐ 29 (1)
      • ►  Μαΐ 15 (1)
      • ►  Μαΐ 13 (1)
    • ►  Απριλίου (9)
      • ►  Απρ 27 (1)
      • ►  Απρ 26 (1)
      • ►  Απρ 25 (1)
      • ►  Απρ 19 (1)
      • ►  Απρ 12 (2)
      • ►  Απρ 11 (1)
      • ►  Απρ 02 (1)
      • ►  Απρ 01 (1)
    • ►  Μαρτίου (15)
      • ►  Μαρ 29 (1)
      • ►  Μαρ 26 (1)
      • ►  Μαρ 23 (1)
      • ►  Μαρ 22 (2)
      • ►  Μαρ 21 (1)
      • ►  Μαρ 20 (2)
      • ►  Μαρ 19 (1)
      • ►  Μαρ 10 (1)
      • ►  Μαρ 09 (1)
      • ►  Μαρ 07 (1)
      • ►  Μαρ 06 (2)
      • ►  Μαρ 02 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (11)
      • ►  Φεβ 25 (1)
      • ►  Φεβ 24 (1)
      • ►  Φεβ 23 (1)
      • ►  Φεβ 22 (1)
      • ►  Φεβ 21 (1)
      • ►  Φεβ 20 (1)
      • ►  Φεβ 19 (1)
      • ►  Φεβ 18 (1)
      • ►  Φεβ 16 (1)
      • ►  Φεβ 12 (1)
      • ►  Φεβ 05 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (6)
      • ►  Ιαν 22 (1)
      • ►  Ιαν 21 (2)
      • ►  Ιαν 12 (1)
      • ►  Ιαν 09 (1)
      • ►  Ιαν 07 (1)
  • ►  2023 (137)
    • ►  Δεκεμβρίου (4)
      • ►  Δεκ 31 (1)
      • ►  Δεκ 29 (1)
      • ►  Δεκ 11 (1)
      • ►  Δεκ 06 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (6)
      • ►  Νοε 29 (1)
      • ►  Νοε 18 (1)
      • ►  Νοε 10 (1)
      • ►  Νοε 09 (1)
      • ►  Νοε 07 (1)
      • ►  Νοε 05 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (8)
      • ►  Οκτ 25 (1)
      • ►  Οκτ 22 (1)
      • ►  Οκτ 19 (1)
      • ►  Οκτ 17 (1)
      • ►  Οκτ 12 (1)
      • ►  Οκτ 11 (2)
      • ►  Οκτ 03 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (14)
      • ►  Σεπ 25 (1)
      • ►  Σεπ 24 (1)
      • ►  Σεπ 23 (1)
      • ►  Σεπ 20 (1)
      • ►  Σεπ 19 (1)
      • ►  Σεπ 18 (1)
      • ►  Σεπ 17 (1)
      • ►  Σεπ 14 (1)
      • ►  Σεπ 11 (1)
      • ►  Σεπ 07 (1)
      • ►  Σεπ 05 (1)
      • ►  Σεπ 04 (1)
      • ►  Σεπ 03 (1)
      • ►  Σεπ 02 (1)
    • ►  Αυγούστου (17)
      • ►  Αυγ 28 (1)
      • ►  Αυγ 27 (1)
      • ►  Αυγ 26 (1)
      • ►  Αυγ 24 (1)
      • ►  Αυγ 20 (1)
      • ►  Αυγ 18 (1)
      • ►  Αυγ 17 (1)
      • ►  Αυγ 16 (1)
      • ►  Αυγ 15 (1)
      • ►  Αυγ 14 (1)
      • ►  Αυγ 11 (1)
      • ►  Αυγ 09 (1)
      • ►  Αυγ 06 (1)
      • ►  Αυγ 05 (1)
      • ►  Αυγ 03 (1)
      • ►  Αυγ 02 (1)
      • ►  Αυγ 01 (1)
    • ►  Ιουλίου (8)
      • ►  Ιουλ 31 (1)
      • ►  Ιουλ 27 (1)
      • ►  Ιουλ 23 (1)
      • ►  Ιουλ 17 (1)
      • ►  Ιουλ 15 (1)
      • ►  Ιουλ 13 (1)
      • ►  Ιουλ 10 (1)
      • ►  Ιουλ 03 (1)
    • ►  Ιουνίου (7)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 29 (1)
      • ►  Ιουν 18 (1)
      • ►  Ιουν 17 (1)
      • ►  Ιουν 14 (1)
      • ►  Ιουν 11 (1)
      • ►  Ιουν 10 (1)
    • ►  Μαΐου (7)
      • ►  Μαΐ 18 (1)
      • ►  Μαΐ 15 (5)
      • ►  Μαΐ 01 (1)
    • ►  Απριλίου (8)
      • ►  Απρ 30 (1)
      • ►  Απρ 29 (1)
      • ►  Απρ 28 (1)
      • ►  Απρ 27 (1)
      • ►  Απρ 25 (1)
      • ►  Απρ 21 (1)
      • ►  Απρ 10 (1)
      • ►  Απρ 09 (1)
    • ►  Μαρτίου (16)
      • ►  Μαρ 28 (1)
      • ►  Μαρ 24 (1)
      • ►  Μαρ 23 (1)
      • ►  Μαρ 22 (1)
      • ►  Μαρ 21 (1)
      • ►  Μαρ 20 (1)
      • ►  Μαρ 19 (1)
      • ►  Μαρ 18 (1)
      • ►  Μαρ 17 (1)
      • ►  Μαρ 16 (1)
      • ►  Μαρ 15 (1)
      • ►  Μαρ 14 (1)
      • ►  Μαρ 13 (1)
      • ►  Μαρ 11 (1)
      • ►  Μαρ 10 (1)
      • ►  Μαρ 09 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (16)
      • ►  Φεβ 17 (1)
      • ►  Φεβ 16 (1)
      • ►  Φεβ 15 (1)
      • ►  Φεβ 14 (1)
      • ►  Φεβ 13 (1)
      • ►  Φεβ 12 (1)
      • ►  Φεβ 11 (1)
      • ►  Φεβ 10 (1)
      • ►  Φεβ 09 (1)
      • ►  Φεβ 08 (1)
      • ►  Φεβ 07 (1)
      • ►  Φεβ 06 (1)
      • ►  Φεβ 04 (1)
      • ►  Φεβ 03 (1)
      • ►  Φεβ 02 (1)
      • ►  Φεβ 01 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (26)
      • ►  Ιαν 31 (1)
      • ►  Ιαν 30 (2)
      • ►  Ιαν 29 (1)
      • ►  Ιαν 28 (1)
      • ►  Ιαν 27 (1)
      • ►  Ιαν 26 (1)
      • ►  Ιαν 25 (1)
      • ►  Ιαν 23 (1)
      • ►  Ιαν 22 (2)
      • ►  Ιαν 21 (1)
      • ►  Ιαν 19 (1)
      • ►  Ιαν 17 (1)
      • ►  Ιαν 16 (1)
      • ►  Ιαν 14 (1)
      • ►  Ιαν 13 (1)
      • ►  Ιαν 10 (1)
      • ►  Ιαν 09 (1)
      • ►  Ιαν 08 (1)
      • ►  Ιαν 06 (1)
      • ►  Ιαν 05 (1)
      • ►  Ιαν 04 (1)
      • ►  Ιαν 03 (1)
      • ►  Ιαν 02 (1)
      • ►  Ιαν 01 (1)
  • ►  2022 (121)
    • ►  Δεκεμβρίου (16)
      • ►  Δεκ 31 (1)
      • ►  Δεκ 30 (1)
      • ►  Δεκ 29 (1)
      • ►  Δεκ 28 (1)
      • ►  Δεκ 27 (1)
      • ►  Δεκ 26 (1)
      • ►  Δεκ 25 (1)
      • ►  Δεκ 20 (1)
      • ►  Δεκ 18 (1)
      • ►  Δεκ 15 (1)
      • ►  Δεκ 14 (1)
      • ►  Δεκ 10 (1)
      • ►  Δεκ 07 (1)
      • ►  Δεκ 04 (1)
      • ►  Δεκ 03 (1)
      • ►  Δεκ 01 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (16)
      • ►  Νοε 30 (1)
      • ►  Νοε 27 (1)
      • ►  Νοε 26 (1)
      • ►  Νοε 22 (1)
      • ►  Νοε 21 (1)
      • ►  Νοε 20 (1)
      • ►  Νοε 19 (1)
      • ►  Νοε 18 (1)
      • ►  Νοε 15 (1)
      • ►  Νοε 14 (1)
      • ►  Νοε 13 (1)
      • ►  Νοε 12 (1)
      • ►  Νοε 08 (1)
      • ►  Νοε 06 (1)
      • ►  Νοε 05 (1)
      • ►  Νοε 04 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (5)
      • ►  Οκτ 26 (1)
      • ►  Οκτ 23 (1)
      • ►  Οκτ 21 (1)
      • ►  Οκτ 07 (1)
      • ►  Οκτ 01 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (15)
      • ►  Σεπ 29 (1)
      • ►  Σεπ 28 (2)
      • ►  Σεπ 27 (1)
      • ►  Σεπ 25 (1)
      • ►  Σεπ 24 (1)
      • ►  Σεπ 23 (1)
      • ►  Σεπ 18 (1)
      • ►  Σεπ 13 (1)
      • ►  Σεπ 11 (1)
      • ►  Σεπ 10 (1)
      • ►  Σεπ 05 (1)
      • ►  Σεπ 04 (1)
      • ►  Σεπ 03 (1)
      • ►  Σεπ 02 (1)
    • ►  Αυγούστου (12)
      • ►  Αυγ 29 (1)
      • ►  Αυγ 26 (1)
      • ►  Αυγ 20 (1)
      • ►  Αυγ 17 (1)
      • ►  Αυγ 16 (1)
      • ►  Αυγ 09 (1)
      • ►  Αυγ 08 (1)
      • ►  Αυγ 07 (1)
      • ►  Αυγ 06 (1)
      • ►  Αυγ 05 (1)
      • ►  Αυγ 04 (1)
      • ►  Αυγ 03 (1)
    • ►  Ιουλίου (21)
      • ►  Ιουλ 31 (1)
      • ►  Ιουλ 28 (1)
      • ►  Ιουλ 26 (1)
      • ►  Ιουλ 25 (1)
      • ►  Ιουλ 23 (2)
      • ►  Ιουλ 22 (1)
      • ►  Ιουλ 21 (1)
      • ►  Ιουλ 19 (2)
      • ►  Ιουλ 18 (1)
      • ►  Ιουλ 17 (3)
      • ►  Ιουλ 15 (1)
      • ►  Ιουλ 14 (1)
      • ►  Ιουλ 09 (1)
      • ►  Ιουλ 08 (1)
      • ►  Ιουλ 07 (1)
      • ►  Ιουλ 05 (2)
    • ►  Ιουνίου (14)
      • ►  Ιουν 27 (1)
      • ►  Ιουν 26 (1)
      • ►  Ιουν 22 (1)
      • ►  Ιουν 20 (1)
      • ►  Ιουν 19 (1)
      • ►  Ιουν 18 (1)
      • ►  Ιουν 17 (1)
      • ►  Ιουν 15 (1)
      • ►  Ιουν 08 (1)
      • ►  Ιουν 05 (1)
      • ►  Ιουν 04 (1)
      • ►  Ιουν 03 (1)
      • ►  Ιουν 02 (1)
      • ►  Ιουν 01 (1)
    • ►  Μαΐου (22)
      • ►  Μαΐ 30 (1)
      • ►  Μαΐ 27 (1)
      • ►  Μαΐ 26 (1)
      • ►  Μαΐ 25 (1)
      • ►  Μαΐ 24 (1)
      • ►  Μαΐ 23 (1)
      • ►  Μαΐ 22 (1)
      • ►  Μαΐ 20 (1)
      • ►  Μαΐ 17 (1)
      • ►  Μαΐ 16 (2)
      • ►  Μαΐ 15 (1)
      • ►  Μαΐ 14 (2)
      • ►  Μαΐ 12 (1)
      • ►  Μαΐ 10 (1)
      • ►  Μαΐ 09 (1)
      • ►  Μαΐ 08 (1)
      • ►  Μαΐ 07 (1)
      • ►  Μαΐ 04 (1)
      • ►  Μαΐ 03 (1)
      • ►  Μαΐ 02 (1)
  • ►  2020 (21)
    • ►  Αυγούστου (1)
      • ►  Αυγ 04 (1)
    • ►  Ιουλίου (11)
      • ►  Ιουλ 30 (1)
      • ►  Ιουλ 25 (1)
      • ►  Ιουλ 22 (1)
      • ►  Ιουλ 21 (1)
      • ►  Ιουλ 20 (1)
      • ►  Ιουλ 19 (1)
      • ►  Ιουλ 18 (1)
      • ►  Ιουλ 16 (1)
      • ►  Ιουλ 15 (1)
      • ►  Ιουλ 10 (1)
      • ►  Ιουλ 06 (1)
    • ►  Ιουνίου (4)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 20 (1)
      • ►  Ιουν 16 (1)
      • ►  Ιουν 09 (1)
    • ►  Μαΐου (2)
      • ►  Μαΐ 30 (1)
      • ►  Μαΐ 27 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
      • ►  Φεβ 18 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (2)
      • ►  Ιαν 29 (1)
      • ►  Ιαν 21 (1)
  • ►  2019 (14)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
      • ►  Δεκ 27 (1)
      • ►  Δεκ 18 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (3)
      • ►  Νοε 24 (1)
      • ►  Νοε 14 (1)
      • ►  Νοε 07 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (4)
      • ►  Οκτ 19 (1)
      • ►  Οκτ 09 (1)
      • ►  Οκτ 07 (1)
      • ►  Οκτ 05 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
      • ►  Σεπ 22 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
      • ►  Ιουλ 12 (1)
    • ►  Μαΐου (1)
      • ►  Μαΐ 12 (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
      • ►  Μαρ 30 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
      • ►  Φεβ 02 (1)
  • ▼  2018 (28)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
      • ►  Δεκ 28 (1)
      • ►  Δεκ 01 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (2)
      • ►  Νοε 03 (1)
      • ►  Νοε 02 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (1)
      • ►  Οκτ 18 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (5)
      • ►  Σεπ 30 (1)
      • ►  Σεπ 29 (1)
      • ►  Σεπ 24 (1)
      • ►  Σεπ 21 (1)
      • ►  Σεπ 06 (1)
    • ►  Ιουλίου (6)
      • ►  Ιουλ 29 (1)
      • ►  Ιουλ 22 (1)
      • ►  Ιουλ 19 (1)
      • ►  Ιουλ 15 (1)
      • ►  Ιουλ 12 (1)
      • ►  Ιουλ 03 (1)
    • ▼  Ιουνίου (7)
      • ►  Ιουν 27 (1)
      • ▼  Ιουν 26 (1)
        • Η παρουσίαση του βιβλίου μου
      • ►  Ιουν 16 (1)
      • ►  Ιουν 08 (1)
      • ►  Ιουν 06 (1)
      • ►  Ιουν 03 (1)
      • ►  Ιουν 01 (1)
    • ►  Απριλίου (1)
      • ►  Απρ 19 (1)
    • ►  Μαρτίου (2)
      • ►  Μαρ 31 (1)
      • ►  Μαρ 21 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
      • ►  Φεβ 03 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (1)
      • ►  Ιαν 10 (1)
  • ►  2017 (39)
    • ►  Δεκεμβρίου (3)
      • ►  Δεκ 29 (1)
      • ►  Δεκ 20 (1)
      • ►  Δεκ 03 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (1)
      • ►  Νοε 26 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (3)
      • ►  Οκτ 31 (1)
      • ►  Οκτ 27 (1)
      • ►  Οκτ 25 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
      • ►  Σεπ 17 (1)
      • ►  Σεπ 07 (1)
    • ►  Αυγούστου (3)
      • ►  Αυγ 23 (1)
      • ►  Αυγ 18 (1)
      • ►  Αυγ 02 (1)
    • ►  Ιουλίου (3)
      • ►  Ιουλ 25 (1)
      • ►  Ιουλ 23 (1)
      • ►  Ιουλ 06 (1)
    • ►  Ιουνίου (5)
      • ►  Ιουν 28 (1)
      • ►  Ιουν 18 (1)
      • ►  Ιουν 15 (1)
      • ►  Ιουν 05 (1)
      • ►  Ιουν 03 (1)
    • ►  Μαΐου (4)
      • ►  Μαΐ 28 (1)
      • ►  Μαΐ 26 (1)
      • ►  Μαΐ 09 (1)
      • ►  Μαΐ 06 (1)
    • ►  Απριλίου (3)
      • ►  Απρ 27 (1)
      • ►  Απρ 22 (1)
      • ►  Απρ 08 (1)
    • ►  Μαρτίου (3)
      • ►  Μαρ 31 (1)
      • ►  Μαρ 28 (1)
      • ►  Μαρ 04 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (4)
      • ►  Φεβ 21 (1)
      • ►  Φεβ 18 (1)
      • ►  Φεβ 12 (1)
      • ►  Φεβ 05 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (5)
      • ►  Ιαν 30 (1)
      • ►  Ιαν 26 (1)
      • ►  Ιαν 24 (1)
      • ►  Ιαν 12 (1)
      • ►  Ιαν 05 (1)
  • ►  2016 (54)
    • ►  Δεκεμβρίου (3)
      • ►  Δεκ 30 (1)
      • ►  Δεκ 06 (1)
      • ►  Δεκ 03 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (2)
      • ►  Νοε 27 (1)
      • ►  Νοε 20 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (3)
      • ►  Οκτ 29 (1)
      • ►  Οκτ 21 (1)
      • ►  Οκτ 15 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (3)
      • ►  Σεπ 25 (1)
      • ►  Σεπ 18 (1)
      • ►  Σεπ 10 (1)
    • ►  Αυγούστου (3)
      • ►  Αυγ 18 (1)
      • ►  Αυγ 03 (1)
      • ►  Αυγ 02 (1)
    • ►  Ιουλίου (9)
      • ►  Ιουλ 28 (1)
      • ►  Ιουλ 25 (1)
      • ►  Ιουλ 22 (1)
      • ►  Ιουλ 20 (1)
      • ►  Ιουλ 19 (1)
      • ►  Ιουλ 14 (1)
      • ►  Ιουλ 12 (1)
      • ►  Ιουλ 07 (1)
      • ►  Ιουλ 01 (1)
    • ►  Ιουνίου (4)
      • ►  Ιουν 26 (1)
      • ►  Ιουν 20 (1)
      • ►  Ιουν 12 (1)
      • ►  Ιουν 04 (1)
    • ►  Μαΐου (5)
      • ►  Μαΐ 31 (1)
      • ►  Μαΐ 30 (1)
      • ►  Μαΐ 27 (1)
      • ►  Μαΐ 11 (1)
      • ►  Μαΐ 06 (1)
    • ►  Απριλίου (5)
      • ►  Απρ 29 (1)
      • ►  Απρ 22 (1)
      • ►  Απρ 09 (1)
      • ►  Απρ 04 (1)
      • ►  Απρ 02 (1)
    • ►  Μαρτίου (5)
      • ►  Μαρ 28 (1)
      • ►  Μαρ 22 (1)
      • ►  Μαρ 20 (1)
      • ►  Μαρ 08 (1)
      • ►  Μαρ 01 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (6)
      • ►  Φεβ 23 (1)
      • ►  Φεβ 21 (1)
      • ►  Φεβ 19 (1)
      • ►  Φεβ 14 (1)
      • ►  Φεβ 13 (1)
      • ►  Φεβ 06 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (6)
      • ►  Ιαν 31 (1)
      • ►  Ιαν 25 (1)
      • ►  Ιαν 24 (1)
      • ►  Ιαν 22 (1)
      • ►  Ιαν 07 (1)
      • ►  Ιαν 01 (1)
  • ►  2015 (79)
    • ►  Δεκεμβρίου (4)
      • ►  Δεκ 21 (1)
      • ►  Δεκ 19 (2)
      • ►  Δεκ 04 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (8)
      • ►  Νοε 30 (1)
      • ►  Νοε 22 (1)
      • ►  Νοε 19 (1)
      • ►  Νοε 14 (2)
      • ►  Νοε 12 (1)
      • ►  Νοε 10 (1)
      • ►  Νοε 03 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (9)
      • ►  Οκτ 30 (1)
      • ►  Οκτ 27 (1)
      • ►  Οκτ 25 (1)
      • ►  Οκτ 23 (2)
      • ►  Οκτ 16 (1)
      • ►  Οκτ 14 (1)
      • ►  Οκτ 08 (1)
      • ►  Οκτ 06 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (4)
      • ►  Σεπ 30 (1)
      • ►  Σεπ 14 (1)
      • ►  Σεπ 10 (1)
      • ►  Σεπ 04 (1)
    • ►  Αυγούστου (5)
      • ►  Αυγ 30 (1)
      • ►  Αυγ 20 (1)
      • ►  Αυγ 14 (1)
      • ►  Αυγ 09 (1)
      • ►  Αυγ 06 (1)
    • ►  Ιουλίου (8)
      • ►  Ιουλ 30 (1)
      • ►  Ιουλ 25 (1)
      • ►  Ιουλ 19 (1)
      • ►  Ιουλ 13 (1)
      • ►  Ιουλ 11 (1)
      • ►  Ιουλ 10 (2)
      • ►  Ιουλ 06 (1)
    • ►  Ιουνίου (6)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 27 (2)
      • ►  Ιουν 18 (1)
      • ►  Ιουν 14 (1)
      • ►  Ιουν 04 (1)
    • ►  Μαΐου (10)
      • ►  Μαΐ 30 (1)
      • ►  Μαΐ 24 (1)
      • ►  Μαΐ 23 (1)
      • ►  Μαΐ 17 (2)
      • ►  Μαΐ 16 (1)
      • ►  Μαΐ 11 (1)
      • ►  Μαΐ 07 (1)
      • ►  Μαΐ 03 (1)
      • ►  Μαΐ 01 (1)
    • ►  Απριλίου (10)
      • ►  Απρ 26 (1)
      • ►  Απρ 22 (1)
      • ►  Απρ 19 (1)
      • ►  Απρ 16 (3)
      • ►  Απρ 14 (1)
      • ►  Απρ 13 (1)
      • ►  Απρ 08 (1)
      • ►  Απρ 05 (1)
    • ►  Μαρτίου (7)
      • ►  Μαρ 30 (1)
      • ►  Μαρ 28 (1)
      • ►  Μαρ 25 (1)
      • ►  Μαρ 18 (1)
      • ►  Μαρ 15 (1)
      • ►  Μαρ 14 (1)
      • ►  Μαρ 09 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (5)
      • ►  Φεβ 25 (1)
      • ►  Φεβ 23 (1)
      • ►  Φεβ 21 (1)
      • ►  Φεβ 06 (2)
    • ►  Ιανουαρίου (3)
      • ►  Ιαν 27 (1)
      • ►  Ιαν 18 (1)
      • ►  Ιαν 05 (1)
  • ►  2014 (39)
    • ►  Δεκεμβρίου (2)
      • ►  Δεκ 15 (1)
      • ►  Δεκ 01 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (2)
      • ►  Νοε 11 (1)
      • ►  Νοε 02 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (4)
      • ►  Οκτ 24 (1)
      • ►  Οκτ 21 (1)
      • ►  Οκτ 17 (1)
      • ►  Οκτ 06 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (1)
      • ►  Σεπ 01 (1)
    • ►  Αυγούστου (2)
      • ►  Αυγ 10 (1)
      • ►  Αυγ 03 (1)
    • ►  Ιουλίου (3)
      • ►  Ιουλ 23 (1)
      • ►  Ιουλ 20 (1)
      • ►  Ιουλ 05 (1)
    • ►  Ιουνίου (5)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 24 (1)
      • ►  Ιουν 20 (1)
      • ►  Ιουν 19 (1)
      • ►  Ιουν 12 (1)
    • ►  Μαΐου (4)
      • ►  Μαΐ 29 (1)
      • ►  Μαΐ 27 (1)
      • ►  Μαΐ 22 (1)
      • ►  Μαΐ 03 (1)
    • ►  Απριλίου (4)
      • ►  Απρ 13 (1)
      • ►  Απρ 11 (2)
      • ►  Απρ 10 (1)
    • ►  Μαρτίου (2)
      • ►  Μαρ 26 (1)
      • ►  Μαρ 12 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (5)
      • ►  Φεβ 26 (1)
      • ►  Φεβ 16 (1)
      • ►  Φεβ 11 (1)
      • ►  Φεβ 07 (1)
      • ►  Φεβ 02 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (5)
      • ►  Ιαν 24 (1)
      • ►  Ιαν 16 (1)
      • ►  Ιαν 10 (1)
      • ►  Ιαν 03 (1)
      • ►  Ιαν 01 (1)
  • ►  2013 (67)
    • ►  Δεκεμβρίου (5)
      • ►  Δεκ 30 (1)
      • ►  Δεκ 18 (1)
      • ►  Δεκ 13 (1)
      • ►  Δεκ 09 (1)
      • ►  Δεκ 03 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (5)
      • ►  Νοε 24 (1)
      • ►  Νοε 22 (1)
      • ►  Νοε 17 (1)
      • ►  Νοε 02 (1)
      • ►  Νοε 01 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (4)
      • ►  Οκτ 20 (1)
      • ►  Οκτ 11 (1)
      • ►  Οκτ 08 (1)
      • ►  Οκτ 02 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (5)
      • ►  Σεπ 30 (1)
      • ►  Σεπ 28 (1)
      • ►  Σεπ 14 (1)
      • ►  Σεπ 10 (1)
      • ►  Σεπ 08 (1)
    • ►  Αυγούστου (5)
      • ►  Αυγ 30 (1)
      • ►  Αυγ 24 (1)
      • ►  Αυγ 18 (1)
      • ►  Αυγ 12 (1)
      • ►  Αυγ 09 (1)
    • ►  Ιουλίου (9)
      • ►  Ιουλ 30 (1)
      • ►  Ιουλ 27 (1)
      • ►  Ιουλ 25 (1)
      • ►  Ιουλ 23 (1)
      • ►  Ιουλ 21 (1)
      • ►  Ιουλ 20 (1)
      • ►  Ιουλ 16 (1)
      • ►  Ιουλ 14 (1)
      • ►  Ιουλ 07 (1)
    • ►  Ιουνίου (6)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 24 (1)
      • ►  Ιουν 19 (1)
      • ►  Ιουν 11 (1)
      • ►  Ιουν 09 (1)
      • ►  Ιουν 08 (1)
    • ►  Μαΐου (6)
      • ►  Μαΐ 28 (1)
      • ►  Μαΐ 20 (1)
      • ►  Μαΐ 17 (1)
      • ►  Μαΐ 11 (1)
      • ►  Μαΐ 06 (1)
      • ►  Μαΐ 03 (1)
    • ►  Απριλίου (8)
      • ►  Απρ 30 (1)
      • ►  Απρ 28 (1)
      • ►  Απρ 25 (1)
      • ►  Απρ 18 (1)
      • ►  Απρ 12 (1)
      • ►  Απρ 07 (1)
      • ►  Απρ 04 (1)
      • ►  Απρ 02 (1)
    • ►  Μαρτίου (5)
      • ►  Μαρ 30 (1)
      • ►  Μαρ 24 (1)
      • ►  Μαρ 20 (1)
      • ►  Μαρ 10 (1)
      • ►  Μαρ 06 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (4)
      • ►  Φεβ 24 (1)
      • ►  Φεβ 17 (1)
      • ►  Φεβ 10 (1)
      • ►  Φεβ 04 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (5)
      • ►  Ιαν 31 (1)
      • ►  Ιαν 19 (1)
      • ►  Ιαν 14 (1)
      • ►  Ιαν 09 (1)
      • ►  Ιαν 01 (1)
  • ►  2012 (26)
    • ►  Δεκεμβρίου (3)
      • ►  Δεκ 23 (1)
      • ►  Δεκ 12 (1)
      • ►  Δεκ 02 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (4)
      • ►  Νοε 25 (1)
      • ►  Νοε 18 (1)
      • ►  Νοε 11 (1)
      • ►  Νοε 04 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (5)
      • ►  Οκτ 28 (1)
      • ►  Οκτ 23 (1)
      • ►  Οκτ 18 (1)
      • ►  Οκτ 12 (1)
      • ►  Οκτ 03 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (3)
      • ►  Σεπ 29 (1)
      • ►  Σεπ 25 (1)
      • ►  Σεπ 16 (1)
    • ►  Αυγούστου (1)
      • ►  Αυγ 20 (1)
    • ►  Ιουλίου (1)
      • ►  Ιουλ 23 (1)
    • ►  Ιουνίου (2)
      • ►  Ιουν 12 (1)
      • ►  Ιουν 07 (1)
    • ►  Μαΐου (2)
      • ►  Μαΐ 30 (1)
      • ►  Μαΐ 12 (1)
    • ►  Απριλίου (2)
      • ►  Απρ 08 (1)
      • ►  Απρ 01 (1)
    • ►  Μαρτίου (3)
      • ►  Μαρ 27 (1)
      • ►  Μαρ 19 (1)
      • ►  Μαρ 18 (1)
  • ►  2011 (26)
    • ►  Ιουλίου (6)
      • ►  Ιουλ 27 (1)
      • ►  Ιουλ 18 (1)
      • ►  Ιουλ 10 (1)
      • ►  Ιουλ 07 (1)
      • ►  Ιουλ 02 (1)
      • ►  Ιουλ 01 (1)
    • ►  Ιουνίου (6)
      • ►  Ιουν 28 (1)
      • ►  Ιουν 22 (1)
      • ►  Ιουν 18 (1)
      • ►  Ιουν 15 (1)
      • ►  Ιουν 08 (1)
      • ►  Ιουν 02 (1)
    • ►  Μαΐου (5)
      • ►  Μαΐ 28 (1)
      • ►  Μαΐ 22 (1)
      • ►  Μαΐ 16 (1)
      • ►  Μαΐ 06 (1)
      • ►  Μαΐ 02 (1)
    • ►  Απριλίου (2)
      • ►  Απρ 28 (1)
      • ►  Απρ 17 (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
      • ►  Μαρ 17 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (2)
      • ►  Φεβ 28 (1)
      • ►  Φεβ 07 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (4)
      • ►  Ιαν 30 (1)
      • ►  Ιαν 24 (1)
      • ►  Ιαν 12 (1)
      • ►  Ιαν 04 (1)
  • ►  2010 (39)
    • ►  Δεκεμβρίου (4)
      • ►  Δεκ 26 (1)
      • ►  Δεκ 15 (1)
      • ►  Δεκ 06 (1)
      • ►  Δεκ 02 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (4)
      • ►  Νοε 29 (1)
      • ►  Νοε 23 (1)
      • ►  Νοε 19 (1)
      • ►  Νοε 12 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (3)
      • ►  Οκτ 18 (1)
      • ►  Οκτ 14 (1)
      • ►  Οκτ 02 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (2)
      • ►  Σεπ 29 (1)
      • ►  Σεπ 26 (1)
    • ►  Ιουλίου (3)
      • ►  Ιουλ 22 (1)
      • ►  Ιουλ 19 (1)
      • ►  Ιουλ 05 (1)
    • ►  Ιουνίου (3)
      • ►  Ιουν 20 (1)
      • ►  Ιουν 10 (1)
      • ►  Ιουν 06 (1)
    • ►  Μαΐου (3)
      • ►  Μαΐ 26 (1)
      • ►  Μαΐ 20 (1)
      • ►  Μαΐ 17 (1)
    • ►  Απριλίου (1)
      • ►  Απρ 23 (1)
    • ►  Μαρτίου (3)
      • ►  Μαρ 31 (1)
      • ►  Μαρ 17 (1)
      • ►  Μαρ 04 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (7)
      • ►  Φεβ 20 (1)
      • ►  Φεβ 19 (1)
      • ►  Φεβ 15 (1)
      • ►  Φεβ 12 (1)
      • ►  Φεβ 09 (1)
      • ►  Φεβ 06 (1)
      • ►  Φεβ 03 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (6)
      • ►  Ιαν 31 (1)
      • ►  Ιαν 30 (1)
      • ►  Ιαν 24 (1)
      • ►  Ιαν 21 (1)
      • ►  Ιαν 16 (1)
      • ►  Ιαν 12 (1)
  • ►  2009 (34)
    • ►  Δεκεμβρίου (7)
      • ►  Δεκ 29 (1)
      • ►  Δεκ 28 (1)
      • ►  Δεκ 21 (1)
      • ►  Δεκ 17 (1)
      • ►  Δεκ 13 (1)
      • ►  Δεκ 10 (1)
      • ►  Δεκ 06 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (6)
      • ►  Νοε 30 (1)
      • ►  Νοε 28 (1)
      • ►  Νοε 21 (1)
      • ►  Νοε 20 (1)
      • ►  Νοε 09 (1)
      • ►  Νοε 04 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (8)
      • ►  Οκτ 28 (1)
      • ►  Οκτ 22 (1)
      • ►  Οκτ 21 (1)
      • ►  Οκτ 17 (1)
      • ►  Οκτ 11 (1)
      • ►  Οκτ 08 (1)
      • ►  Οκτ 05 (1)
      • ►  Οκτ 02 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (7)
      • ►  Σεπ 29 (1)
      • ►  Σεπ 26 (1)
      • ►  Σεπ 22 (1)
      • ►  Σεπ 20 (1)
      • ►  Σεπ 17 (1)
      • ►  Σεπ 14 (1)
      • ►  Σεπ 13 (1)
    • ►  Απριλίου (2)
      • ►  Απρ 07 (1)
      • ►  Απρ 05 (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
      • ►  Μαρ 15 (1)
    • ►  Ιανουαρίου (3)
      • ►  Ιαν 30 (1)
      • ►  Ιαν 21 (1)
      • ►  Ιαν 11 (1)
  • ►  2008 (56)
    • ►  Δεκεμβρίου (3)
      • ►  Δεκ 30 (1)
      • ►  Δεκ 26 (1)
      • ►  Δεκ 19 (1)
    • ►  Νοεμβρίου (4)
      • ►  Νοε 23 (1)
      • ►  Νοε 14 (1)
      • ►  Νοε 10 (1)
      • ►  Νοε 05 (1)
    • ►  Οκτωβρίου (5)
      • ►  Οκτ 30 (1)
      • ►  Οκτ 23 (1)
      • ►  Οκτ 13 (1)
      • ►  Οκτ 11 (1)
      • ►  Οκτ 06 (1)
    • ►  Σεπτεμβρίου (3)
      • ►  Σεπ 22 (1)
      • ►  Σεπ 20 (1)
      • ►  Σεπ 18 (1)
    • ►  Αυγούστου (2)
      • ►  Αυγ 23 (1)
      • ►  Αυγ 07 (1)
    • ►  Ιουλίου (7)
      • ►  Ιουλ 26 (1)
      • ►  Ιουλ 24 (1)
      • ►  Ιουλ 14 (1)
      • ►  Ιουλ 12 (1)
      • ►  Ιουλ 09 (1)
      • ►  Ιουλ 07 (1)
      • ►  Ιουλ 02 (1)
    • ►  Ιουνίου (5)
      • ►  Ιουν 30 (1)
      • ►  Ιουν 27 (1)
      • ►  Ιουν 18 (1)
      • ►  Ιουν 17 (1)
      • ►  Ιουν 12 (1)
    • ►  Μαΐου (19)
      • ►  Μαΐ 31 (1)
      • ►  Μαΐ 23 (1)
      • ►  Μαΐ 21 (1)
      • ►  Μαΐ 20 (1)
      • ►  Μαΐ 19 (1)
      • ►  Μαΐ 17 (1)
      • ►  Μαΐ 16 (1)
      • ►  Μαΐ 15 (1)
      • ►  Μαΐ 14 (1)
      • ►  Μαΐ 11 (2)
      • ►  Μαΐ 10 (1)
      • ►  Μαΐ 08 (1)
      • ►  Μαΐ 07 (1)
      • ►  Μαΐ 05 (1)
      • ►  Μαΐ 04 (1)
      • ►  Μαΐ 03 (1)
      • ►  Μαΐ 02 (1)
      • ►  Μαΐ 01 (1)
    • ►  Απριλίου (6)
      • ►  Απρ 30 (1)
      • ►  Απρ 29 (1)
      • ►  Απρ 22 (1)
      • ►  Απρ 16 (1)
      • ►  Απρ 15 (1)
      • ►  Απρ 04 (1)
    • ►  Μαρτίου (1)
      • ►  Μαρ 19 (1)
    • ►  Φεβρουαρίου (1)
      • ►  Φεβ 01 (1)

Αναγνώστες

επισκέπτομαι

  • agriomeli
  • akrat.
  • bibliotheque
  • clipartradio
  • dark virtual poetry
  • estrecho
  • exwtico
  • http://anakritria.blogspot.com/
  • hyperperfo
  • ignis
  • lettre-ocean
  • levina
  • margo
  • me(maria)
  • meggie
  • meril
  • nameliarte
  • oneiremata
  • paramountrealities
  • poema
  • poema- ιστολόγια
  • poetic justice
  • poeticanet
  • poetreated
  • poetry in motion
  • poetryflowers
  • pteroen
  • remendios.
  • roadartist
  • sea and sky
  • silena
  • stavento
  • texnistories
  • varelaki
  • yperfialo
  • άγνωστη διάσταση
  • άννα νιαράκη
  • άνοιγμα ψυχης
  • ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
  • έξαφνες χαρές
  • ήχος-πλάγιος-μόνος
  • αλέξης δάρας
  • αλαφροίσκιωτος
  • αλεξάνδρα (Woman in Blogs)
  • αλεξάνρα μπακονίκα
  • ανεμολόγιο
  • ανεστιάσεις
  • αντιποίηση αρχής
  • απάγκιο
  • αποστακτήριο λέξεων
  • αποτύπωμα
  • από - πειρατές
  • απόπειρες
  • ασάλευτος τιμονιέρης
  • ατενίζοντας
  • ατη σολέρτη
  • αυτοκαθορισμός
  • αχθοφόροι λέξεις
  • αόρατα τοπία
  • βάιος νικιώτης
  • βακχικόν
  • βακχικόν δημοσίευση
  • βασίλης πολύζος
  • βασίλης πολύζος
  • βασίλης ρούβαλης
  • βλέμμα
  • γεφυρισμοί
  • γητεύτρια
  • γιάννης ευθυμιάδης
  • γιάννης ποταμιάνος
  • γιάννης φιλιππίδης
  • για μια χούφτα φακές
  • για σένα
  • γιαγιά αντιγόνη
  • γιώργος μίχος
  • γιώργος πρίμπας
  • δίεση
  • δίφωνο
  • δελφινάκι
  • δημήτρης αθηνάκης
  • δημήτρης δικαίος
  • δημήτριος μουζάκης
  • εαρινή συμφωνία
  • εικαστικό καφενείο
  • εικαστικόν
  • ειρήνη βογιατζή
  • ειρήνη μαγγανάρη
  • εκφράσου
  • ενυδρείον
  • επί λέξει
  • επικοινωνία 94 fm
  • ευα
  • ζάχαρη άχνη
  • ζητείται ελπίδα
  • η ζωή είναι ωραία
  • η κοπέλα με το καναρινί φόρεμα
  • η υπεράσπιση της ποίησης
  • ηδύλη
  • θάλασσα
  • ιχνηλασίες
  • κάκια παυλίδου
  • κάτω από την Ακρόπολη
  • κανάλι έκφρασης
  • κηρύκειον
  • κόκκινη κίσσα
  • κώστας κουτσουρέλης
  • κώστας ραπτόπουλος
  • κώστας σφενδουράκης
  • λέξεις
  • λέξη
  • λέξημα
  • λεξικό
  • λογοτεχνικά σημειώματα
  • λογοτεχνικό καφενείο
  • λογόκηπος
  • λορελάη
  • λουκάς λιάκος
  • μίνα παπανικολάου
  • μαρία ανδρεαδέλλη
  • μαρία τζιάτζιου
  • μαύρο ρόδο
  • μετάβαση
  • μεταφράζοντας τα συναισθήματα σε στίχους
  • μια ματιά στον ήλιο με τα γιορτινά
  • μουσική εικόνες τέχνες
  • μπιστρό
  • μπλε βελούδο
  • μωβ στιγμές
  • μωβ όνειρα
  • μόνο ποίηση
  • νέα εστία
  • νίκη παυλίδου
  • ναυτίλος
  • νημερτής
  • νικολ χειροποιήματα
  • ξεκλειδώνοντας
  • ο ήχος της απώλειας
  • ο κήπος
  • ο πιο πιστός φίλος του σκύλου
  • οδυσσέας
  • ουλαλούμ
  • παμπάλαιο νερό
  • παράθυρο
  • παρα-κείμενα
  • παρείσακτη
  • περήφανη μανιάτισσα
  • περίπλους
  • περιγραφής
  • περιοχή Μ
  • περισυναγωγη διαδικτυακής ποίησης
  • πετεφρής
  • πικροί ως άψινθος καρποί
  • πλοηγός του απείρου
  • ποίημα για σένα
  • ποίηση και ζωγραφικη
  • ποίηση και λογοτεχνία
  • ποίηση στην εποχή της εκποίησης
  • ποίηση, ποιητές, ποιήματα Θεσσαλονίκη
  • ποιήματα
  • ποιείν
  • ποιητές του κόσμου
  • ποιητική γωνιά
  • πύλη στην ελληνική γλώσσα
  • πύργαρης
  • ρίμες στο χάος
  • ρούλα καραμήτρου
  • σιδεράς
  • σοφία στρέζου
  • σπασμένα στόρια
  • στέλλα αλεξοπούλου
  • σταγόνες...από μελάνι
  • σταύρος σταυρόπουλος
  • στο νήμα
  • στο τρένο της ποίησης
  • στρατής παρέλης
  • σωκράτης ξένος
  • σύγχρονη ελληνική ποίηση
  • σύγχρονοι Έλληνες ποιητές
  • τάσος γουδέλης
  • τεφλόν
  • το αλωνάκι της ποίησης
  • το αποστακτήριο του λόγου και της τέχνης
  • το εργαστήρι
  • το κείμενο
  • το κλαδί της κουκουβάγιας
  • το κόσκινο
  • το μαγκανοπήγαδο
  • φάρος
  • φαίδων θεοφίλου
  • φαραόνα
  • φωτογραφίες
  • φωτοποιήματα
  • φόβος
  • χλόη κουτσουμπέλη
  • χνούδι
  • χριστίνα
  • χωρίς άλλη αναβολή
  • ψυχής έκφραση

στιγμιαία αποτύπωση (25η ώρα)

Πατήστε πάνω στην εικόνα


Με αφορμή μια πρωτοβουλία

που ανέπτυξε

η παρακάτω σελίδα:

http://25thhourproject.tumblr.com/inf

Δημοσιοποιήθηκε στις παρακάτω σελίδες:

http://25thhourproject.tumblr.com/post/90879206699/25

https://www.facebook.com/updot.gr

https://twitter.com/iatridisg

Translate

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις
Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα
Με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία
Έλληνας μ’ ό,τι συνάδει αυτό -όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη-
Κι αν ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη
με δυο καταδίκες βαριές πάνω στην πλάτη
Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα
που δυστυχώς φτερουγίζουν μόνο μέσ’ απ’ την πένα
και κάνουν γύρω μου να μοιάζουν μάταια
ειδικά όσα θυσιάστηκαν για μένα...

Μα,
Δεν θυσιάζω τίποτα που θυσιάζεται
Δεν θυσιάζομαι για όποιον θυσιάζει
Μάλλον θα φταίει που τα πάντα ασπάζομαι
Ίσως να φταίει η επόμενη μέρα που πλησιάζει
Γι αυτό σου λέω, όλα καλά ηρέμησε
τα ζόρια σου, τα ζόρια μου
Κοίτα ψηλά τ’ αστέρια
Απόψε μοιάζουν να ’ναι τόσο φωτεινά
Το θέμα είναι να παίζεις τη μπάλα σωστά στα χέρια

Τραβάει ο καθένας μάγκα μου τα ζόρια του
και κουβαλάει το δικό του το σταυρό
Τί με ρωτάς πώς περνώ, τι να σου πω;
Δόξα τα λεφτά, έχουμε θεό...

Killa P (Παύλου Φύσσα), «Ζόρια» («Ηλιοκαψίματα», 2012)

Ο άγνωστος

ΡΑΣΑ ΛΙΒΑΔΑ [Раша Ливада]

1948-2007


1. Ποιος εμπέδωνε την τέχνη-της-μνήμης:

Και έμεινε στη λησμονιά;


2. Ποιος ίδρυσε πατρίδα και νόμο:
Και καταδικάστηκε σε πατρίδα βάσει νόμου;


3. Ποιος γέννησε με λυγμούς γράμματα και γλώσσες:
Και λούστηκε κατάρες και βρισιές;


4. Ποιος αναγνώρισε στους κυβερνήτες την Ελεημοσύνη:
Ενώ εκείνοι στο δικό του πρόσωπο τον αλήτη;


5. Ποιος δεν σκέφτεται την αγχόνη στον λαιμό του:
Οταν εμφανιστεί κομήτης;


6. Ποιος τοποθέτησε-τις-γυναίκες τόσο ψηλά:
Ωστε να μην μπορούν να κατεβούν;


7. Ποιος έστειλε την κάθε πέτρα στ' άστρα:
Και έμεινε δίχως στέγη;


8. Ποιος έβαζε-φωτιές σε ξένες καρδιές:
Και έγινε ο ίδιος πάγος;


9. Ποιος επινόησε το πρόσωπο-του-Κυρίου:
Μα πεθαίνει όταν το δει;


10. Ποιος ρούφηξε όλο το σεληνόφως από τον Δούναβη:
Και δεν ξεδίψασε;

καρτερώντας τη τραμουντάνα

Φιογκάκια και κορδελίτσες θέλει το συναίσθημα.
Και κλωναράκια από λεβάντα κι αγριομέντα.
Μια χούφτα ξεραμένα ροδοπέταλα κι ένα ποτήρι με ρακή.
Μπλε και κίτρινες πινελιές απάνω στον καμβά τού κόσμου θέλει.
Χνώτο ζεστό και κόρφο με μυρουδιά από γαρίφαλα.
Και σάρκα θέλει, απαλή σαν το μετάξι το κινέζικο.
Θέλει και χάδι στιβαρό τη μια και τρυφερό την άλλη.
Κι απάνω στο αποκορύφωμα της αγκαλιάς
άρωμα χίλιων γιασεμιών και κρίνων θέλει.
Για να υπάρχει το συναίσθημα.
Για να θεριεύει.
Του ουρανού το μωβ σαν πέφτει προς το λιόγερμα
κι εκείνο το βαθύ το πράσινο της θάλασσας
την ώρα που εγκαταλείπει τη γαλήνη κι αρχινάει ν' ανταριάζει.
Το χρυσαφί τής αμμουδιάς και
το πορτοκαλί των ανατολικών ανέμων.
Θέλει και φλούδα λεύκας και κανέλα και ξύσμα τού πορτοκαλιού.
Για να αντρειεύει το συναίσθημα.
Για να ψηλώνει.
Θέλει τη ζέστα των ματιών, το ουρλιαχτό τού λύκου,
το θρόισμα της καστανιάς, το σπάθισμα του αγέρα.
Αποζητάει της βροχής το ράπισμα στο τζάμι.
Τον κεραυνό, την αστραπή, τις σπίθες απ' το τζάκι.
Αιθέριο λάδι φοινικιάς και μίσχο από γαρδένια
και φρεσκαδούρα από μηλιά κι από κεράσια χρώμα.
Για να γιορτάζει το συναίσθημα.
Για να φουντώνει.
Θέλει του χρόνου αντοχή και του καιρού απάγκιο
κι απόσταγμα από πηγή στα έλατα κρυμμένη.
Αναλαμπή των αστεριών, του φεγγαριού λυχνάρι,
του ήλιου το λαμπάδιασμα, τη φλόγα τού κεριού.
Θέλει και νότες γυάλινες, κρυστάλλινες σιωπές
κι απάνωθέ του εφτά κρουνοί να ραίνουνε με μύρο
αράδες λόγια, μουσικές και δάκρυα κι ευχές.
Για να απλώνει το συναίσθημα.
Για να στεριώνει.

ασάλευτος τιμονιέρης

άτιτλο (ίσως "ειδωλολατρία")

έτσι\ ξανά \ ενΘέτως \
το πιπέρι Καππαδοκίας \
καίει με εκχύλισμα γλυκόζης
τη ρίζα ενός δέντρου στον Βορρά
\με τα κλαδιά προσκυνητές
στο Αιγαίο\

απ’ τον παράδρομο στην άκρη της πόλης
\\που τα πουλιά κελαηδούν στη νοηματική\\
περνώ με ακυρωμένο εισιτήριο\ παίζοντας
τα ψιλά στην τσέπη \ μιλώντας
με τα ακροκέραμα \ κουβέντες σέρτικες \
για απαντήσεις σε ερωτήματα του ιλίγγου

ούτε παράθυρο \ ούτε πόρτα \
το είδωλό σου στον καθρέφτη \ μόνο \
σε παίζει στην ψευδαίσθηση του ελέγχου\
με διαγωγή που ευωδιάζει πεπόνι
και αλμυρίζει \φέτος \

έξω \ στο δρόμο \ ένα κομβόι τρίκυκλων
διαιωνίζει Καντρίλιες από Φα \\ εμμονές \\
μέχρι να ανοίξεις το συρτάρι \ με τις κίτρινες
φωτογραφίες και τις παρτιτούρες απ’ τη Σύρο

Οδυσσέας Ξένος
Στους βράχους

Ξεκίναγε μια ανηφόρα από την ακροθαλασσιά
Ήταν γι’ακροβασίες σε θρύψαλα από βράχους
Ήταν για να πληγωθείς άγρια
Όταν την κατέβαινες σε κύλαγε σ'ένα στόμα
που έλιωναν μέσα του τρικυμισμένα ρεμπέτικα
Μερικά απ'αυτά κομμάτια σοκολάτας
μαλάκωναν τις κλειδώσεις
Κι άλλα ατσαλόσυρμα στα δόντια
σ'έσωζαν πριν το χαμό σου
Αλλά έφτιαχναν κάτι πληγές από κείνες
που ποτέ δεν κλείνουν
τις έχεις για πάντα στις χορδές
στη γλώσσα στα χείλια
Κάθε που πας ν'αρθρώσεις
μια συλλαβή από το τραγούδι
να πονάς σαν να γεννιέσαι δεύτερη φορά
Τα τριζόνια τα ψάρια τα πουλιά
ιεροφάντες που μεγαλώνουν στη μήτρα της νύχτας
Αποσιωπούν το ζύγιασμα
Ό,τι στάθηκε όρθιο μετά την αγάπη
ήταν εκείνο που μας πήγε ένα μονοπάτι πιο πέρα
Μια ανεπαίσθητη χαραγή ανάμεσα σε μνημεία
Βόσπορους και Φρίκες
Όρθρος-πρωινή ελεημοσύνη
σε αδικημένους ήρωες ποιημάτων
που ποτέ δεν θα πάρουν τη θέση τους
στην αληθινή ζωή

Μένεις μόνος άφωνος με γυρτούς ώμους
βαρείς από προσμονή απελπισίας
Κοιτάς από μακριά το κρυφτό της αλήθειας
Λιώνοντας ένα ένα τα τραγούδια που σε λιώνουν
Ίσα που θυμάσαι την τελευταία λέξη
που την κράταγες να την πεις ή να τη γράψεις
ανεβαίνοντας όπως ο πυρετός
μισή ως το αίμα των δαχτύλων
μισή ως το άβατο ενός ναυαγίου
Κι ήταν η λέξη θάλασσα και τα τραγούδια η ίδια
Αλλά δεν έχεις πια ούτε φωνή ούτε δάχτυλα
Χωνεύεις τη θάλασσα το αλάτι
προχωράς αόριστα σ'ένα βάθος τραύματος
και πας όπου σε πάει
Ελπίζοντας να σε σκοτώσει πρώτο

Αφιερωμένο από την Φαίδρα Φις

Άγνωστη

Στα χέρια μου άφησαν
μιάν άγνωστη ψυχή
τόσο τρομαγμένη
π'αρχισα να θυμάμαι
-να την φροντίσω γνωρίζοντας-

Τη θάλασσα ζητούσε
κι είπα μήπως ήταν στα δουλεμπορικά
στον μαύρο άνεμο της σκλαβιάς

Όμως αυτή θρηνούσε
με τα μάτια καρφωμένα
πάνω στα νερά
την αγωνία της σιγοπατώντας στην άμμο
γιά τη κρύα καρδιά του
Δε βαστούσε ελεύθερη
να πετάξει στη γιορτή του χιονιού
ή στις χαράδρες της κριαρίσιας χαράς

Μόνο κοιτούσε λοξά
-σαν μια σκιά να την ορμήνευε-
το νερό
τρέμοντας
στον παγωμένο κήπο του
τα λόγια του όλα σχίζοντας
σ'έναν ειρμό απο αγάλματα

Ι.Τζανάκος, 2008- αφιερωμένο
στη Κόρη και την Ελένη

γέφυρα

Γιάννης Ρίτσος

Ο ξένος

η αποστολή μου τέλειωσε
κι ακόμη αργοπορώ.
Αμφίρροπος ακόμη στέκω
στη γέφυρα που μου χτίζει το βλέμμα σου.
Ζητάς ν' ακολουθήσεις τη σκιά μου που χάνεται μέσα στο φως
σαν το σπαθί μέσα στη θήκη του.
Ο δρόμος είναι απέραντος
ο δρόμος είναι δύσκολος κ' είναι γυμνός
σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε
και που ποτέ δεν συγχωρεί.
Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου.
Σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου
τόσο που να λυγίσεις όλος σ' ένα τόξο
να σφεντονήσεις το βέλος στη σιωπή.
Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς
το δικό σου φως
το φως όλου του κόσμου.



ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ

... ...
Δεν αντέχω - είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.

Γιάννης Ρίτσος

Σχήμα της απουσίας


Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση,

λυπημένο, αμίλητο

όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού,

που πουλήθηκε κάποτε

σε δύσκολες ώρες,και στη γωνιά της κάμαρας,

εκεί που στέκονταν το βάζο,απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου,

αμετάθετο,ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά,

όταν ανοίγουν πότε-πότε

τα παράθυρα,και μέσα στο ίδιο βάζο,

πούχει αλλάξει την ουσία του

με ίδια κ' ισό

ποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,

μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα,

λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό

μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου

πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,

σα νάμεινε η σκιά του βάζου

σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο

―Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,

ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,

ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ,

πικρό και πολυκύμαντο

σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε

κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Γιάννης Ρίτσος


Θερινό Ηλιοστάσι, H΄
Σεφέρης Γιώργος

T' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.
T' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ' αρέσει·
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Mπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο τ' αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.
Tαξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια
πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογκητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού -ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·
τη βλάστηση της νιότης,
το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.
Zωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.

Γυμνοπαιδία A΄. Σαντορίνη
Σεφέρης Γιώργος

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ' όνομα τον τόποκαι ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.
Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη·στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.Bωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοιφύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ' τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.

κική δημουλά

Κονιάκ μηδέν αστέρων

Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει
―έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου.
Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.

Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας
που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:
νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι
ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;
Θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.



πληθυντικός αριθμός Κική Δημουλά

Ο έρωτας,

όνομα ουσιαστικόν

πολύ ουσιαστικόν,

ενικού αριθμού,

γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,

γένους ανυπεράσπιστου.

Πληθυντικός αριθμός

οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,

όνομα ουσιαστικόν,

στην αρχή ενικός αριθμός

και μετά πληθυντικός:

οι φόβοι.

Οι φόβοι

για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,

κύριο όνομα των θλίψεων,

ενικού αριθμού,

μόνον ενικού αριθμού

και άκλιτη.

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,

όνομα ουσιαστικόν,

γένους θηλυκού,

ενικός αριθμός.

Πληθυντικός αριθμός

οι νύχτες.

Οι νύχτες από δω και πέρα.

ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ

ΕΛΙΣ
(τρίτο σχεδίασμα)

1

Απόλυτη η γαλήνη της χρυσής αυτής ημέρας
Κάτω από τις γέρικες βελανιδιές
Προβάλεις εσύ, Έλις, ήρεμος με στρογγυλά μάτια

Στο γαλάζιο τους καθρεφτίζεται ο ύπνος των ερωτευμένων
Στο στόμα σου
Βουβάθηκαν οι ρόδινοι στεναγμοί τους

Το βράδυ ο ψαράς μάζεψε βαριά τα δίχτυα
Ένας καλός βοσκός
Οδηγεί το κοπάδι του στην άκρη του δάσους
Ω Έλις, πόσο δίκαιες είναι όλες σου οι μέρες !

Σε γυμνά τείχη
Βυθίζεται σιγανά η γαλάζια γαλήνη της ελιάς,
Το σκοτεινό άσμα ενός γέροντα σβήνει.

Βάρκα χρυσή
Λικνίζεται, Έλις. Η καρδιά σου μες στον έρημο ουρανό.


2

Ένα απαλό χτύπημα καμπάνας ηχεί στο στήθος του
Έλις
Το βράδυ
Όταν το κεφάλι του βυθίζεται στο μαύρο μαξιλάρι.

Ένα γαλάζιο αγρίμι
Ήσυχα ματώνει στα βάτα

Ένα σκούρο δέντρο στέκεται μοναχό
Έπεσαν οι γαλάζιοι καρποί του

Σημεία κι άστρα
Βυθίζονται σιγά στη βραδινή λιμνούλα.

Χειμώνιασε πίσω από το λόφο.

Γαλάζια περιστέρια
Πίνουν, τη νύχτα, τον παγερό ιδρώτα που κυλά
Από το κρυστάλλινο μέτωπο του Έλις.

Διαρκώς ηχεί
Σε μαύρα τείχη ο έρημος άνεμος του Θεού.


Πάουλ Τσέλαν
Φούγκα θανάτου

Μαύρο γάλα της αυγής το πίνουμε βράδυ, το πίνουμε μεσημέρι και πρωί το πίνουμε νύχτα πίνουμε και πίνουμε σκάβουμε ένα τάφο στους αιθέρες, εκεί δεν είναι στενάχωρα.
Ένας άνδρας κατοικεί στο σπίτι, παίζει με φίδια γράφει γράφει όταν σκοτεινιάζει η Γερμανία το χρυσό σου μαλλί Μαργαρίτα το γράφει και βγαίνει από το σπίτι και αστράφτουν τα άστρα και σφυρίζει ένα γύρο τα λυκόσκυλά του.
Σφυρίζει να έρθουν οι Εβραίοι του και βάζει να σκάψουν ένα τάφο στη γη
Μας διατάζει να παίξουμε τώρα όργανα για χορό Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα σε πίνουμε πρωί και μεσημέρι σε πίνουμε βράδυ πίνουμε και πίνουμε
Ένας άνδρας κατοικεί στο σπίτι, παίζει με φίδια γράφει γράφει όταν σκοτεινιάζει η Γερμανία το χρυσό σου μαλλί Μαργαρίτα
Το σταχτένιο σου μαλλί Σουλαμίτις σκάβουμε ένα τάφο στους αιθέρες εκεί δεν είναι στενάχωρα Φωνάζει σκάψτε πιο βαθιά στην γήινη σφαίρα εσείς οι άλλοι τραγουδάτε και παίζετε πιάνει το σίδερο στην ζώνη και το κραδαίνει τα μάτια του είναι γαλανά σκάψτε πιο βαθιά με τα φτυάρια εσείς οι άλλοι παίξτε συνέχεια για χορό
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε βράδυ πίνουμε και πίνουμε ένας άνδρας κατοικεί στο σπίτι το χρυσό σου μαλλί Μαργαρίτα
Το σταχτένιο μαλλί σου Σουλαμίτις παίζει με φίδια Φωνάζει παίξτε γλυκύτερα το θάνατο ο θάνατος είναι ένας Μάστορας από τη Γερμανία
Φωνάζει παίξτε πιο σκοτεινά τα βιολιά τότε ανεβαίνετε σαν καπνός στον αέρα
Τότε έχετε ένα τάφο στα σύννεφα εκεί δεν είναι στενάχωρα
Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι ένας Μάστορας από την Γερμανία σε πίνουμε βράδυ και πρωί πίνουμε πίνουμε ο θάνατος είναι ένας Μάστορας από την Γερμανία το μάτι του είναι γαλανό σε πετυχαίνει με μολυβένια σφαίρα σε πετυχαίνει με ακρίβεια ένας άνδρας κατοικεί στο σπίτι το χρυσό σου μαλλί Μαργαρίτα αμολάει τα σκυλιά επάνω μας και μας χαρίζει τάφο στον αιθέρα παίζει με φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι ένας
Μάστορας από την Γερμανία το χρυσό σου μαλλί Μαργαρίτα το σταχτένιο σου μαλλί Σουλαμίτις.

Πέγιο Γιάβοροβ

ο παράξενος

Τον έβλεπα, καμιά φορά, στο ακροθαλάσσι,
που κοίταζε μακρυά, καθώς χαμένος, —τη θάλασσα κοιτούσε, και κοιτούσετον ουρανό, μα δίχως σκέψη. . . Μι' άλληφορά, στην εξοχή, τον είδα πάλι
με γερμένο το μέτωπο, γνοιασμένον.
Κ' έτσι, κάθε φορά, τον συναντούσα.
Μόνο ο θεός ξέρει τι γυρεύει εκείνο
το νωθρό, φοβισμένο βλέμμα, εκείνο
το παράξενο και κακό του γέλιο
τι σημαίνει, ζητώντας ν' αποφύγη
κάθε άνθρωπο. Δεν αγαπά τον κόσμο,
που είναι ένα xάος και, σαν από καθήκον,
τον μισούν όλοι κι όλοι φεύγουν μπρος του,
κ' ενώ όλοι τους φυλάγονται από δαύτον,
τρελό ποτέ κανένας δεν τον είπε.
Οι παρειές του βαθούλωσαν, ρυτίδες
αυλάκωσαν βαθιές το μέτωπο του,που,
φανερό 'ναι, χάραξε μια οδύνη
θανάσιμη. Και πάντα μόνος, — αιώνια
μόνος μέσα στον κόσμο' μόνος μέσα
στο θορυβώδες πλήθος: Ποιος ξέρει, ίσως
το βάρος έρωτα τρελού, ή το βάρος
μίσους κακού, παράλογου, ως τον τάφο
να κουβαλή ο φτωxός σ' όλη τη ζωή του.



ζακ πρεβέρ

Η αποστολή

Ένας άνθρωπος μ' ένα κουτί
Μπαίνει στο μουσείο του Λούβρου
Κάθεται σ'έναν πάγκο
Εξετάζει το κουτί
Προσεκτικά
Το ανοίγει
Μ΄ένα ανοιχτήρι
Και βάζει
Επίσης προσεκτικά
Σίγουρος για τον εαυτό του
Το ανοιχτήρι
Πάνω στα βάτα
Μέσα στο κουτί
Το κλείνει
Μ' ένα ειδικό εργαλείο
Το ακουμπάει απαλά
Πάνω στον πάγκο
Και φεύγει
Ήρεμος και χαμογελαστός
Κουτσαίνοντας
Φτάνει στον Σηκουάνα
Εκεί
Τον περιμένα
Ένα πλοίο φορτηγό
Κάτασπρο
Ανεβαίνει τις σιδερένιες σκάλες
Της γέφυρας του πλοιάρχου
Κουτσαίνοντας
Κι ενώ ανεβαίνει
Εξετάζει το ειδικό εργαλείο
Χαμογελάει
Και το ρίχνει στον Σηκουάνα
Την ίδια στιγμή
Ακαριαία
Το πλοίο εξαφανίζεται.

μτφ: Γιάννης Βαρβέρης
γκεόργκ τράκλ
χειμωνιάτικο βράδυ

Στο παράθυρο οι νιφάδες του χιονιά·
η καμπάνα η βραδινή αργά σημαίνει.
Η φωτιά τρίζει κι αχνίζει στη γωνιά
και στρωμένο το τραπέζι περιμένει.

Από δρόμο έχοντας φτάσει σκοτεινό
οδοιπόρος την εξώπορτα χτυπάει.
Δέντρο ολάνθιστο το έλεος, χρυσό,
το χυμό τον παγερό της γης ρουφάει.

Μπαίνει ο Ξένος τυλιγμένος τη σιωπή·
το κατώφλι οδύνη τώρα το πετρώνει.
Στο τραπέζι το ψωμί και το κρασί
λαμπυρίζουν μες στο φως που τα κυκλώνει.
Κάριν Μπόγιε
Ναι, πονάει

Ναι, πονάει όταν σκάζουν τα μπουμπούκια.
Αλλιώς γιατί να δίσταζε η άνοιξη;
Αλλιώς γιατί η φλογισμένη επιθυμία μας
να κείτεται σαβανωμένη κάτω από τον πάγο xλωμιασμένη;
Kι όμως ο κάλυκας ήταν μπουμπούκι τον χειμώνα.
Τι είναι αυτό το άγνωστο που αναδύεται και πάει να τιναχτεί;
Nαι, πονάει όταν σκάζουν τα μπουμπούκια,πονάει γι αυτό που μεγαλώνει
και για το άλλο που κλεισμένο μένει.
Ναι, είναι πόνος πέφτοντας οι στάλες.
Από αγωνία τρέμοντας και κρέμονται βαριά,γραπώνονται από το κλαδί, φουσκώνοντας, γλιστρούν-αλλά το βάρος τις τραβάει κι ας είναι γραπωμένες.
Πόνος είναι να στέκεσαι διστακτικός, δειλός και διχασμένος
πόνος είναι να νιώθεις το κενό να σε τραβάει και να σου γνέφει,κι εσύ να μένεις τρέμοντας μονάχα-πόνος είναι να επιθυμείς να μείνεις
και μαζί να πέσεις.
Ξάφνου, την πιο κακιά στιγμή, που τίποτα δεν στέργει,σκάζουν μες σε λαμπρή γιορτή όλα του δέντρου τα μπουμπούκια,όταν ο φόβος έχει πια καταλυθεί
και αστραποβόλες πέφτουν οι στάλες του κλαδιού,ξεχνώντας το φόβο του αγνώστου,του ταξιδιού την αγωνία ξεxνώντας-για μια στιγμή μονάχα νιώθουν να εμπιστεύονται
παραιτημένες μες στη θαλπωρή
που δημιουργεί τον κόσμο
Εουτζένιο Μοντάλε
Η ζωή σε πρόζα

Είναι γεγονός ότι η ζωή δεν εξηγείται
ούτε από τη βιολογία
oύτε από τη θεολογία.
Η ζωή έχει βάθος
ακόμη κι όταν περνάει αμέσως
σαν τη ζωή της πεταλούδας -
η ζωή παραμένει πλούσια
ακόμη κι όταν το χώμα είναι ξερό.
Ανελέητος είν' ο αγώνας
για να καταλήξει ανούσια κι αφόρητη.
Δεν μένει παρά το ασύνειδο βάθος
η τελευταία φάρσα του ξέπνοου θεάτρου μας.
Θα έστελνα σε καταναγκαστικά έργα ή στην κρεμάλα όποιον την πιστεύει ή την υπομένει.
Είναι φανερό ότι ο ανήδεος
αρκεί για να σκεπάζει το σκοτάδι.


ΜΠΛΕ

Αμ η ζωή δεν είναι ρουσφέτι
που μας κάνει ο Θεός.
Η ζωή μας χαρίζεται για
να την κεντήσουμε
δροσοσταλίδες.
Μάλιστα.
Και νυχτολούλουδα.
Και βαρέθηκα τα πατερημά σας,
παντέρμα πλάσματα
ριγμένα τυχαία
σε τοπία που τα σκοτώσατε. Αϊ, Αϊ κακία...
Κανένας δεν κράτησε
ένα κουβά με άσβηστο
ασβέστη
να λαμπρύνουμε ένα απόγευμα
γεμάτο πυγολαμπίδες.

ΡΗΝΙΩ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ

SYLVIA PLATH


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη

«Χθες βράδυ», είπε, «κοιμήθηκα μια χαρά
αν εξαιρέσεις δυο αλλόκοτα όνειρα
που ήρθαν λίγο πριν αλλάξει ο καιρός
όταν σηκώθηκα κι άνοιξα όλα
τα πατζούρια, για να μπει στα δωμάτια
ο ζεστός πουπουλένιος άνεμος με το υγρό του φτέρωμα.

Στο πρώτο όνειρο οδηγούσα
κατεβαίνοντας τα σκότη, μέσα σε μια μαύρη νεκροφόρα
με πολλούς ανθρώπους, ώσπου τράκαρα
σ ένα φως κι αμέσως μια γυναίκα
μαινόμενη μας ακολούθησε κι όρμησε καταπάνω μας
να σταματήσει το αυτοκίνητό μας.

Κραυγάζοντας ήρθε στο νησί
Που είχαμε σταματήσει και με μια βλαστήμια
απαίτησε να πληρώσω πρόστιμο
επειδή φέρθηκα σαν αγροίκος επιδρομέας
και κατέστρεψα όλο το αόρατο
εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού του Σύμπαντος.

Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή
να με ειδοποιεί να της κρατήσω το χέρι
και να τη φιλήσω στο στόμα γιατί
μ αγαπούσε κι αν την αγκάλιαζα με θάρρος
θα γλίτωνα όλη την ποινή.
‘Ξέρω, ξέρω’ είπα στο φίλο μου.

Παρ ολ αυτά περίμενα να μου βάλει πρόστιμο
και πήρα της γυναίκας το λαμπερό ένταλμα
(καθώς εκείνη ξέπλενε τη διαδρομή με δάκρυα),
μετά οδήγησα να ρθω σε σένα πάνω στον άνεμο.
Δεν σου λέω για τον εφιάλτη
που μου συνέβη στην Κίνα.»


ένα πολύτιμο χάρισμα από την κοπέλα με το καναρινί φόρεμα

Μέτρησα τις αντοχές μου
-βγήκαν παραπάνω-
ζήτησες να πιαστείς κι εσύ.



Τώρα
έμεινα να μετρώ
το μπορντό
του λάθους μου.


γιώργος σαραντάρης

Να κοιμάσαι νηστικός

Να κομάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδυά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλια μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα.


φερνάντο πεσσόα

Ασύνδετα Ποιήματα

Όταν θα ξαναδώ την άνοιξη
Μπορεί πια να μη βρίσκομαι σ’ αυτό τον κόσμο.
Και τι δεν θα’ δινα για να’ ναι η άνοιξη άνθρωπος
Και να μπορώ να σκέφτομαι πως θα ’κλαιγε
Γιατί έχασε το μοναδικό της φίλο.
Αλλά η άνοιξη δεν είναι κάποιο πράγμα:
Είναι ένας τρόπος του λέγειν.
Μήτε τα άνθη ξανάρχονται, μήτε τα πράσινα φύλλα.
Καινούργια είναι τα άνθη, καινούργια τα πράσινα φύλλα
Άλλες οι γλυκές μέρες.
Τίποτα δεν επιστρέφει, τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, γιατί όλα είναι πραγματικά.
*
Αν σαν έρθει η άνοιξη,
Έχω ήδη πεθάνει
Τα λουλούδια το ίδιο θα ανθίσουν
Και τα δέντρα το ίδιο πράσινα θα’ ναι με την περασμένη άνοιξη.
Η πραγματικότητα δεν με χρειάζεται.
Αισθάνομαι χαρά απέραντη
Σαν σκέφτομαι πως ο θάνατός μου δεν έχει σημασία καμιά.
Αν ήξερα πως αύριο θα πεθάνω
Και η άνοιξη θα’ ρχόταν μεθαύριο
Θα πέθαινα ευτυχής, γιατί θα’ ρχόταν μεθαύριο.
Αν τότε είναι η ώρα της, στην ώρα της δεν πρέπει να’ ρθει;
Χαίρομαι που όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει
Και χαίρομαι γιατί έτσι θα ήταν, ακόμη κι αν δεν χαιρόμουν.
Γι αυτό αν πεθάνω τώρα, θα πεθάνω ευχαριστημένος,
Γιατί όλα είναι πραγματικά και καθώς πρέπει.
Μπορούν στα λατινικά να προσεύχονται πάνω απ’ το φέρετρό μου, αν τους αρέσει.
Κι αν τους αρέσει, ας χορεύουν κι ας τραγουδούν ολόγυρά του.
Δεν έχω προτιμήσεις για όταν πια δεν θα μπορώ να έχω προτιμήσεις.
Ότι γίνει, όταν θα γίνει, θα είναι αυτό που είναι.
*
Αν σαν πεθάνω, θελήσουν να γράψουν τη βιογραφία μου,
Τίποτα πιο απλό.
Έχει μόνο δυο ημερομηνίες –της γέννησης και του θανάτου μου.
Ανάμεσα στη μια και την άλλη όλες οι μέρες είναι δικές μου.
Είμαι εύκολος στον ορισμό μου.
Έζησα σαν καταραμένος.
Αγάπησα τα πράγματα χωρίς καμία συναισθηματικότητα.
Ποτέ δεν είχα επιθυμία που δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω, γιατί δεν τυφλώθηκα ποτέ.
Ακόμη και το ακούω ήταν πάντα για μένα συνοδευτικό του βλέπω.
Κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πραγματικά και διαφορετικά όλα μεταξύ τους.
Το κατάλαβα με τα μάτια, ποτέ με τη σκέψη.
Αν το καταλάβαινα με τη σκέψη θα ήταν σαν να τα ’βρισκα όλα ίδια.
Μια μέρα με τύλιξε ο ύπνος σαν οποιοδήποτε παιδί.
Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Πέραν αυτού, είμαι ο μοναδικός ποιητής της Φύσης.


jerome rothenberg

ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ (Ι)
1
οι πέτρες μιλούν
2
οι πέτρες γελούν
3
εμείς – όπως όλοι οι ποιητές-έχουμε αίσθηση της πέτρας

ΠΕΤΡΕΣ & ΚΟΚΑΛΑ
γιγάντων
1
φάε μια πέτρα
2
φύτεψε πέτρες και φύλαγε τες να μεγαλώνουν
3
πετρόσουπα

ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ (ΙΙ)

εδώ υπάρχει μια αιχμή σε πέτρα, εδώ υπάρχει μια κραυγή με σκίζες που τρυπούν το κόκαλο η κλείδα
ν’ αντιδρά πονώντας
εδώ που ο πόνος είναι σχεδόν συμπαγής
έλκεται από αυτή την πέτρα
η φωνή στην πέτρα είναι γράμματα
σπασμένα σημάδια
οι μικροί άνθρωποι
πελεκώντας την γραφή στους τοίχους
θα χτίσουν έναν κόσμο στην πέτρα
όπου θα μπορούμε να ζούμε
& να τον βρίσκουμε
ωραίο & μοναχικό
το σημάδι των μεγάλων πολιτισμών
που όμως κάποτε θρυμματίστηκε σε σχήματα
γίνεται τόσο κυρίαρχο
σου κόβει την ανάσα- αυτοί οι σπασμένοι κίονες που τείνουν προς τον ουρανό στους δελφούς
όχι δομική τάξη
απλώςαρχιτεκτονική
αλλά η υπόσχεση μιας
νέας ερημιάς
όπου οι πέτρες μιλούνοι πέτρες γελούν
υπεράνω μαρτύρων
οι πέτρες πέφτουν καταγής
τις σπέρνουμε σε μια μεριά
& τις φυλάμε να μεγαλώνουν
σαν γίγαντες
σπασμένα σώματα του παρελθόντος μας
υπογραφές φτιαχτές
χαραγμένες από πολέμους
που ποτέ δεν τελειώνουν
που αφήνουν ένα χάος πάντα
έναν παράδεισο από πέτρες

ΟΙ ΣΠΕΤΣΕΣ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ
1
έμοιαζε περισσότερο με του maine
τη σκοτεινή ακτή
έτσι που περπατούσαμε ολόγυρα
αναζητώντας θραύσματα κεραμικών
& μες στη βροχή βρήκαμε
το εικονοστάσι της Μαρίνας
(όχι της Μαρίας, που είπε κάποιος)
όπου εκείνη στεκόταν θριαμβεύτρια
το πόδι οδηγημένο από την άμμο πάνω
στο κεφάλι του διαβόλου,
το πρόσωπο της φωτισμένο
μ' ένα τρελό χαμόγελο
2
ο άνεμος σηκώθηκε
& ο καιρός – ακατανόητος για μας
στα ελληνικά- θα έφερνε λέει
χιονόνερο & χιόνι στον ισθμό
ω οι απολαύσεις του απλού βαμβακερού ρούχου
& της εσώτερης θέρμης
3
« τρώει ένας ινδιάνος τα αυγά «με τον τρόπο ενός έλληνα;


νίκος φωκάς

Καφεζαχαροπλαστείο

Έλα φίλε στο 'Λίλη Μαρλέν' για καφέ
Κι αν η μέρα δεν έχει φως
Εξαιτίας του νέφους ας το υποθέσουμε
Κι ας αναβαθμισθεί η συνάντηση σε γεγονός μεγάλης σημασίας
Σε μυστικό πανηγύρι πίσω από μια συμβατικότητα.

Ας πάρουν αξία γερμανικής κατοχής για σήμερα
Κι ο καφές κι η παρέα κι ας γίνουν υπόθεση εσωτερική
Για την οποία μάχεσαι μ' όλες σου τις δυνάμεις
Σαν τότε για την άλλη υπόθεση
Με βάθος τα βουνά - μια πλάγια μνήμη.

Με τα χρόνια που πέρασαν παρόντα τώρα μεσ' στην ώρα αυτή
Και τυχαίες γύρω πνοές αρωμάτων
Που ζητούν να πάρουνε πρόσωπο
Ας κοιτάξουμε τον κόσμο μ' έναν έρωτα καινούργιο
Κι όπως το ισχνό τριγύρω φως θα μοιάζει συνωμοτικό

Ας γίνει η συνάντηση τούτη μια νέα συνωμοσία
Ενάντια πια στον ίδιο μας το θάνατο κι ας έχει
Την ένταση συνωμοσίας πριν απ' την τοιχοκόλληση
Πριν απ' την ανατίναξη.
Ας είναι μια παρανομία σαν τη ζωή την ίδια.
Έτσι ας είναι φίλε: μια πράξη αθόρυβη αλλά αναρχική
Μπροστά στον έσχατο όπως τότε κίνδυνο έστω
Σ' αυτό το τυπικά μεταπολεμικό
Στέκι με τη γερμανική του ονομασία
Τόπο της εκτέλεσής μας ίσως που από τότε εκκρεμεί.

Βαρλάμ Σαλάμοφ

Τα ποιήματα είναι εκείνη η ζωοδόχος δύναμη με την οποία ζούσε. Δεν ζούσε για τα ποιήματα, ζούμε με τα ποιήματα. Τώρα όλα ήταν τόσο προφανές και αισθητό ότι η έμπνευση είναι η ίδια η ζωή - λίγο πριν από τον θάνατο τού δόθηκε η ευκαιρία να μάθει ότι η ζωή είναι έμπνευση, κυρίως έμπνευση.
Κι ένιωσε πολύ χαρούμενος που μπόρεσε να μάθει αυτή την τελευταία αλήθεια.
Ολα, ο κόσμος ολάκερος εξισώθηκε με τα ποιήματα: η δουλειά, η χλαπαταγή των αλόγων, το σπίτι, το πουλί, ο βράχος, ο έρωτας - όλη η ζωή έμπαινε εύκολα στα ποιήματα και εκεί βολευόταν άνετα. Και έτσι έπρεπε να είναι, αφού τα ποιήματα ήταν ο λόγος.
Οι στροφές έβγαιναν και τώρα πολύ εύκολα η μία μετά την άλλη, και, παρ' όλο που από καιρό τώρα δεν έγραφε και δεν μπορούσε να καταγράψει τα ποιήματά του, παρ' όλα αυτά τα λόγια αποκτούσαν εύκολα κάποιον δεδομένο και κάθε φορά ασυνήθιστο ρυθμό. Ο ρυθμός ήταν αναζητητής, μαγνητικό εργαλείο αναζήτησης των λέξεων και των εννοιών. Κάθε λέξη ήταν ένα μέρος του κόσμου, ανταποκρινόταν στον ρυθμό και ο κόσμος ολάκερος περνούσε με την ταχύτητα κάποιου ηλεκτρονικού μηχανήματος. Ολες φώναζαν: πάρε κι εμένα. Οχι, εμένα. Δεν χρειαζόταν να ψάξει τίποτα. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να πετάει. Λες και εδώ υπήρχαν δύο άνθρωποι - εκείνος, ο οποίος συνθέτει, ο οποίος άφησε ελεύθερη τη φλυαρία του, και ο άλλος, εκείνος ο οποίος επιλέγει και από καιρό εις καιρόν σταματάει τη μηχανή που δουλεύει. Και, βλέποντας ότι αυτός - είναι δύο άνθρωποι, ο ποιητής κατάλαβε ότι τώρα και μόνο τώρα γράφει πραγματικά ποιήματα. Και τι έγινε που δεν γράφτηκαν στο χαρτί; Να γράφεις στο χαρτί, να δημοσιεύεις - όλα αυτά είναι ματαιότης ματαιοτήτων. Ολα όσα γεννιούνται ιδιοτελώς δεν είναι και τα καλύτερα. Το καλύτερο είναι εκείνο που δεν γράφτηκε στο χαρτί, που δημιουργήθηκε και εξαφανίστηκε, που χάθηκε δίχως ν' αφήσει ίχνη, και μόνο η χαρά της δημιουργίας, την οποίο νιώθει ο ίδιος και την οποία αποκλείεται να την μπερδέψει με οτιδήποτε άλλο, αποδεικνύει ότι το ποίημα γράφτηκε, ότι είναι θαυμάσιο το ότι γράφτηκε. Μήπως όμως λαθεύει; Μήπως η χαρά της δημιουργίας του δεν είναι αλάθητη;

μετάφραση Δημήτρης Τριανταφυλλίδης

Ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Με τ όνομα σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ

Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα

Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες τη μαυρίλα της πυρκαγιάς

Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθάνατου
και όπως μια βαλανιδιά σε χώρο εκτέλεσης
είμαι μόνος και σε περιμένω

Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανο του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο

Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου
καθώς και μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων,
είμαι μόνος

Είμαι μόνος και σε περιμένω.

Γιώργος Μαρκόπουλος
από τη συλλογή "Κρυφός κυνηγός"
Εκδόσεις Κέδρος

μαύρη πέτρα

Δυο στρέμματα αμπέλι δεξιά
το κίτρινο στάρι κυμάτιζεν ήσυχο εμπρός του.
Το καραούλι κρυμμένο καλά στη μαύρη πέτρα
τρεις ώρες μετά την αυγή αποξεχάστηκε ολομόναχος
με το ντουφέκι χαλαρό στα γόνατα -τι ωραίος
κείνος ο ξωμάχος που βιτσίζει το μουλάρι
σπέρνοντας διπλή σοδειά το καλαμπόκι!

Πάνω στο ωραίο του όνειρο πετάχτηκε τρομερό
το μαύρο άνθος του θανάτου από το βόλι
που άναψε ο άλλος του πέρα λόφου.
Έγειρε και τον σκέπασε η λησμονιά.

Την άλλη μέρα
περνώντας δυο σύντροφοι του από
τη μαύρη πέτρα
τον σήκωσαν και τον παράχωσαν στη ρεματιά
πριν χυμήξουν αητοί και του βγάλουν τα μάτια
πριν πέσουν τσεκούρια κι ανθίσουν οι κρανιές με το κεφάλι του.

Μάρκος Μέσκος
"Μαύρο δάσος"
Εκδόσεις Νεφέλη


Θαλασσινή ωδή (απόσπασμα)

Στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα
ω, στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα,
να ρίξω τη ζωή μου!
Να κάψω με τον αλμυρό αφρό που φέρνουν οι άνεμοι
τον ουρανίσκο μου των μεγάλων ταξιδιών.
Να μαστιγώσω αλύπητα με νερό τις σάρκες της περιπέτειας μου
να μουλιάσω στο ψύχος των ωκεανών τα κόκαλα της ύπαρξής μου,
να μαστιγώσω, να κομματιάσω, να τσουρουφλίσω με άνεμο, αφρό και ήλιο,
το κυκλωνικό κι ατλαντικό μου είναι,
τα νεύρα μου τεντωμένα σαν ξάρτια,
λύρα στα χέρια των ανέμων!


Ναι, ναι, ναι... Σταυρώστε με πάνω στα ταξίδια
και τα πλευρά μου θα απολαμβάνουν το σταυρό!
Δέστε με στα ταξίδια σαν να ταν στύλοι
και η αίσθησή τους θα διεισδύει στο μεδούλι μου,
και θα τους νιώθω σε έναν απέραντο παθητικό σπασμό!
Κάντε με ό,τι θέλετε, αρκεί να ναι στις θάλασσες,
στα καταστρώματα, στην κορφή των κυμάτων,
Ξεσχίστε με σκοτώστε με, πληγιάστε με!
Αυτό που θέλω είναι να πάρω στο Θάνατο
μια ψυχή πλημμυρισμένη Θάλασσα
μεθυσμένη από πράγματα θαλασσινά,
από ναύτες, κι άγκυρες και ακρωτήρια,
απ τις μακρινές ακτές κι από το θόρυβο των ανέμων,
απ την Απόσταση κι απ την Αποβάθρα, απ τα ναυάγια
κι από το ήσυχο εμπόριο,
να πάρω στο Θάνατο, με πόνο, ηδονικά,
ένα σώμα γεμάτο βδέλλες, που ρουφούν, ρουφούν,
παράξενες πράσινες παράλογες βδέλλες θαλασσινές!

Φερνάντο Πεσσόα
"Θαλασσινή ωδή"
Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Νεφέλη


Marina

Quis hic locus, quae
regio, guae mundi plaga?

Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γκρίζοι βράχοι και τι νήσοι
Τι νερό παφλάζοντας την πλώρη
Και οσμή του πεύκου και η κίχλη από την ομίχλη ψαλμωδώντας
Τι είδωλα ξαναγυρνούν
Ω κόρη μου

Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που αστράπτουν απ την δόξα του κεκράχτη, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που στέκονται στον σταύλο της αυταρέσκειας, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, σημαίνοντας
Θάνατο

Έγιναν επουσιώδεις, ανάχθηκαν στον άνεμο,
Ένα χνώτο πεύκου και η δασολάλητη ομίχλη
Με αυτή την χάρη, διαλύθηκαν κατάλληλα.

Τι πρόσωπο είναι αυτό, πιο λίγο φωτεινό και φωτεινότερο
Κι ο παλμός στο χέρι, πιο λίγο δυνατός και δυνατότερος
Δοσμένο ή δάνειο; απώτερο από τα άστρα κι εγγύτερο απ το μάτι

Ψίθυροι και χαμόγελα μεταξύ φύλλων κι ανυπόμονων ποδιών
Υπό τον ύπνο, που όλα τα νερά εκβάλλουν.
Μποπρέσο σκασμένο από πάγο, σκασμένη από κάψα μπογιά.
Έκανα τούτο, ξέχασα
Και θυμούμαι.
Η αρματωσιά δειλή και σάπιο καραβόπανο
Μεταξύ ενός Ιουνίου κι ενός άλλου Σεπτεμβρίου.
Έκανα τούτο,ανήξερα, μισοσυνειδητός, αγνώριστος, δικό μου.
Το πίσω πέτσωμα διαρρέει, θέλουν στούπωμα οι αρμοί.
Αυτό το σχήμα, το πρόσωπο, η ζωή
Ζώντας να ζεις σε έναν κόσμο χρόνου πέραν μου, ας
Αποσύρω την ζωή μου για ζωή, την λαλιά μου για το αλάλητο,
Το ξυπνημένο, χείλη χωρισμένα, την ελπίδα, τα νέα πλεούμενα.
Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γρανιτώδεις νήσοι προς τα ξύλα μου
Και η κίχλη απ την ομίχλη προσκαλώντας
Κόρη μου.

Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ
"Ποιήματα του Άριελ"
Μετάφραση Αριστοτέλης Νικολαϊδης
Συγκεντρωτική έκδοση
Άπαντα τα ποιήματα
Εκδόσεις Κέδρος


Χρυσόθεμις (απόσπασμα)

Για τα άλλα-μήτε μάθαμε τι φταίει, ποιος φταίει. Από πριν τραβηγμένος ο κλήρος.
Δε μ άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια, οι λοταρίες. Δεν έπαιξα ποτέ μου. Κάποτε η μητέρα
τράβηξε στο όνομα μου ένα λαχνό. Μούπεσε τότε
ένα μεγάλο κινέζικο βάζο-βρίσκεται ακόμη
σε εκείνο το δωμάτιο των αχρήστων. "Παράξενο"
είπε η μητέρα "νάχει τύχη ετούτο το παιδί. Παράξενο", είπε πάλι

"Παράξενο παράξενο". Κι εγώ χαμογελούσα. Με τα χρόνια
όλοι το ξέχασαν. Εγώ το θυμόμουν. "Έχω τύχη, έχω τύχη",
έλεγα και ξανάλεγα καθώς κατέβαινα τη μέσα σκάλα, το βράδι,
ή καθώς πλάγιαζα με σβηστό φως, παρατηρώντας, κολλημένο στο τζάμι,
το ρόδινο φρύδι του νέου φεγγαριού-"έχω τύχη, έχω τύχη". Και τότε,
ένα λεπτό κοριτσίστικο γέλιο χύνονταν σα νερό από στενόλαιμο λαγήνι
ψηλά, από κάποιο φωτισμένο παράθυρο, στο σκοτεινό θερινό κήπο.

Ω, ναι, στάθηκα πάντα τυχερή-παράξενο. Ούτε η ίδια
δεν ήθελα να το πιστέψω. Παραξενεύομαι ακόμη και τώρα-
γι αυτό και η συστολή κι η ευγνωμοσύνη μου σαν τύχαινε κάποιος παιδαγωγός, μουσικός, ή ο κηπουρός να μου απευθύνει
μια "καλησπέρα" η "καληνύχτα'. Γύριζα γύρω με προφύλαξη το βλέμμα
να δω μήπως και χαιρετούσαν κάποιον άλλο. Ένα χαμόγελο τεράστιο
μου γέμιζε το πρόσωπο, ξεχείλιζε από τα αφτιά μου-είταν άπρεπο- το ξέρω
δοκίμαζα να το περιορίσω πάσκιζα δεν το μπορούσα-
μονάχα σφίγγοντας τα φρύδια του μπορεί κανείς να περιορίσει ένα χαμόγελο, (κι ίσως και να έχουν δίκιο αυτοί που λένε
οι συνοφρυωμένοι είναι οι πιο πράοι, οι πιο γλυκείς και ταπεινόφρονες
και δυνατοί μαζί, πολύ δυνατοί,- μπορεί νάχουν δίκιο), εγώ δεν το μπορούσα.

Γιάννης Ρίτσος
Χρυσόθεμις
Εκδόσεις Κέδρος



Διάλειμμα χαράς

Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί
θεέ μου πόσο χαρούμενοι
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα και τα λουλούδια
έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμούσε στα
δέντρα
ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
σάρκες μικρών παιδιών
Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί
η άβυσσο κλειστό πηγάδι
όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου
θυμάσαι το γέλιο του, πόσο χαρούμενοι!
Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας
τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία.

"Ανεξήγητο" είπες "ανεξήγητο
δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι"

Γιώργος Σεφέρης
από τη συλλογή
Ημερολόγιο καταστρώματος, Α'

Ποιήματα
Εκδόσεις Ίκαρος


Δύο σκυλιά

Γέρικο σκυλί φοβάται τη σκιά του
Σε κάποια πόλη του νότου.
Την ιστορία αυτή μου την είπε
Μια γυναίκα που έχανε το φως της,
Ένα καλοκαιριάτικο βραδάκι
Ενώ σέρνονταν οι σκιές
Από τα δάση του Νιου Χάμσαιρ,
Ένας δρόμος μακρύς με ένα σκυλί
Μόνο, στενάχωρο
Κι ένα ζευγάρι σκονισμένες κότες
Κι ο ήλιος να βαράει αλύπητα όλη μέρα
Σε εκείνη την ανώνυμη πόλη του Νότου.

Μου θύμισε τους Γερμανούς που μόλις
Είχανε βροντήξει τις μπότες τους
Περνώντας έξω από το σπίτι μας το 1944
Καθώς ο κόσμος στέκονταν στα πεζοδρόμια
Και τους κοίταζε με την άκρη του ματιού,
Η γη να τρέμει, περνάει, περνάει ο θάνατος...
Ένα άσπρο σκυλάκι έτρεξε στο δρόμο
Και μπερδεύτηκε στα πόδια των στρατιωτών.
Το κλότσησαν και πέταξε σαν να είχε φτερά.
Όλο αυτά τα πράγματα βλέπω!
Τη νύχτα να πέφτει. Ένα σκυλί με φτερά.

Charles Simic

"Η μουσική των άστρων"
Μετάφραση
Στρατής Χαβιαράς, Ντίνος Σιώτης
Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων


Επικά μοτίβα

Τραγουδώ και το δάσος πρασινίζει
Β.Α


Εκείνη την εποχή ήμουν φιλοξενούμενη επάνω στη γη
Στη βάπτιση μου μού έδωσαν το όνομα-Άννα,
Το γλυκύτερο των ονομάτων στα χείλη των ανθρώπων
και στα αυτιά τους
Τόσο υπέροχες για μένα ήτανε οι γήινες χαρές
Που δεν μέτρησα δώδεκα ημέρες διακοπών
Αλλά τόσες όσες όλες οι ημέρες του έτους.
Εγώ, υπακούοντας κάποια κρυφή διαταγή,
Διάλεξα την ελευθερία για σύντροφο,
Ερωτεύτηκα μόνο τον ήλιο και τα δέντρα.
Κάποτε, σε ένα προχωρημένο καλοκαίρι,
συνάντησα μιαν άγνωστη
Σε εκείνη την απατηλή ώρα της ανατολής
Και κολυμπήσαμε μαζί στη ζεστή θάλασσα.
Τα ρούχα της μου φάνηκαν περίεργα,
Ακόμα πιο περίεργα-τα χείλη της, όμως οι λέξεις της-
Έπεσαν σαν άστρα τη νύχτα του Σεπτέμβρη.
Κι εκείνο το κυπαρισσένιο κορίτσι μου έμαθε κολύμπι,
Με το ένα χέρι της υποστηρίζοντας
το μη εξασκημένο μου σώμα
Στα γρήγορα κύματα που έσκαγαν,
Και, στεκούμενη στο ανοιχτογάλαζο νερό,
Μου μίλησε δίχως βιάση
Και φάνηκε πως των δέντρων οι κορφές
Θρόισαν ελαφρώς, ή η άμμος έτριξε,
Ή η ασημένια φωνή από τις μακρινές γκάιντες
Τραγούδησε για το χωρισμό στο σύθαμπο.
Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τα λόγια της
Και συχνά τη νύχτα ξυπνούσα με πόνους,
Και μου φαίνονταν πως έβλεπα τα ενωμένα της χείλη,
Τα μάτια της και τα απαλά μαλλιά της.
Σάμπως σε ουράνιο αγγελιοφόρο
Προσευχήθηκα σε αυτό το περίλυπο κορίτσι
"Πες μου, πες μου γιατί η μνήμη φθίνει;
Και γιατί, έχοντας τυραννήσει την ακοή μου
τόσο στοργικά,
Μου αφαιρείς την ευδαιμονία της επανάληψης;..."
Και μια φορά που μάζευα
Σταφύλια σε ένα ψάθινο καλάθι,
Μια γυναίκα μελαχρινή κάθισε στο γρασίδι,
Τα μάτια κλειστά και τα μαλλιά ξέπλεκα,
Κι ήταν αποχαυνωμένη και κουρασμένη
Από του φρούτου τη δυνατή μυρωδιά
Και της μέντας την πιπεράτη ανάσα
Εκείνη κάποιες θαυμάσιες λέξεις τοποθέτησε
Στης μνήμης μου την αποθήκη,
Κι αδειάζοντας το σκεπασμένο καλάθι
Έπεσα στην ξερή, κουκουλωμένη γη
Όπως στη αγκαλιά του εραστή σαν τραγουδά ο έρωτας.

Φθινόπωρο 1913

Άννα Αχμάτοβα
Ποιήματα
Απόδοση Γιάννης Αντιόχου
Εκδόσεις Μικρή Άρκτος


ΝΥΧΤΕΡΙΑ

Ι

Είναι η φωτισμένη ανάπαυλα,ούτε πυρετός, ούτε
χαύνωση, στο κρεβάτι ή στο λιβάδι.

Είναι ο φίλος ούτε φλογερός ούτε αδύναμος. Ο φίλος.

Είναι η αγαπημένη ούτε βασανιστική ούτε βασανισμένη.
Η αγαπημένη.

Ο αέρας και ο κόσμος που δε γυρέψαμε ποτέ.
Η ζωή.

-Αυτό λοιπόν ήταν που ανθίζει;

-Και το όνειρο δροσίζει.

ΙΙ

Ο φωτισμός ξανάρχεται στο δέντρο από γιαπί.
Από τις δυο άκρες της σάλας, διάκοσμοι αδιάφοροι, αρμονικές
ανυψώσεις ενώνονται. Το τείχος αντίκρυ από αυτόν
που αγρυπνά είναι μια ψυχολογική διαδοχή από τομές
διαζωμάτων, από ατμοσφαιρικές ζώνες και γεωλογικά
ατυχήματα. Εντατικό και γοργό όνειρο αισθηματικών
ομάδων με πλάσματα όλων των χαρακτήρων ανάμεσα
σε όλες τις θωριές.

ΙΙΙ

Οι λάμπες και τα χαλιά της βεγγέρας κάμνουν το θόρυβο
των κυμάτων, τη νύχτα, κατά μήκος της καρίνας
και γύρω από το κατάστρωμα των επιβατων.

Η θάλασσα της βεγγέρας, όμοια με τα στήθη της Αμαλίας.

Οι ταπετσαρίες, μέχρι τη μέση του ύψους, λόχμες από
δαντέλα, χρώμα σμαραγδιού, όπου πέφτουν με δύναμη
τα τρυγόνια της βεγγέρας.
........................................................
Η πλάκα από το μαύρο τζάκι, πραγματικοί ήλιοι
των αμμουδερών ακτών ά πηγάδια από μαγείες μοναδική
όψη αυγής, αυτή τη φορά.

Αρθούρος Ρεμπώ
Εκλάμψεις
Μετάφραση Αλέξης Ασλάνογλου
Εκδόσεις Ηριδανός


ΟΨΙΜΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Θα κλειδώσω τον εαυτό μου τώρα
σε ένα κελί από αγκαθωτό άχυρο
για να αναλογισθώ όλα από την άρχή

Ένα φύλλο μια ρίζα κι έναν λαγό
τη θάλασσα ένα σύννεφο ένα βράχο

Θα τα ξανασκεφτώ
όπως ένας αμαρτωλός αναθυμάται
τις αμαρτίες του

Θα ρωτήσω τον εαυτό μου
αν θλίβομαι τόσο πολύ
που δεν ανήκω σε έναν χλοερό τόπο

Θα αναρωτηθώ γιατί τόσες φορές
δεν ρώτησα τις ρίζες ποιον δρόμο να πάρω

Θα μετανιώσω μπροστά στο νερό
ένα σύννεφο μια σημύδα

Θα πλύνω τα πόδια τους
και θα επιδέσω τα τραύματα τους

Γιατί δεν μπορώ να συμφιλιωθώ
με τη πράσινη ζωή που θροίζει
και να κοιμηθώ ανάμεσα σε θνητά όνειρα

Φύλλο
δίδαξέ με να πέφτω
πάνω στην αδιάφορη γη

Άννα Καμιένσκα
Ξαφνιάσματα
Ανθολόγηση από το ποιητικό της λόγο
Απόδοση Βασίλης Καραβίτης
Εκδόσεις Μελάνι


ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Οι ονειροπόλοι στέκονται πάντα στην άκρη γιατί μόνον από κει θα περάσει
οι φτωχοί που τους ελεούν προσφέρουν μεγαλόψυχα τον εαυτό τους
οι λέξεις μεγαλώνουν μέσα σε βράδια λησμονιάς
γυναίκες σιδερώνουν τα ξένα ασπρόρουχα κι ύστερα πηγαίνουν στην πόρτα και κλαίνε
κι αυτός που κάνει έναν μεγάλο κύκλο πριν πάει στο σπίτι του, γιατί δε θέλει ακόμα να το παραδεχτεί - όχι, μη με ρωτάς, τίποτα δε θα επανορθωθεί
παιδιά έρημα που φεύγουν αθόρυβα απ΄την παιδική ηλικία
ανέμελα πουλιά που βρίσκονται έναν ολόκληρο χρόνο σε άδεια
τ΄αγάλματα έχουν κι αυτά τις μελαγχολικές τους ώρες
ποιήματα - κλειδιά για την τρέλα ή τον ουρανό
η φήμη - αυτό το σφαγείο
ονειρεύομαι ένα νοσοκομείο για τ΄άρρωστα παραμύθια, κύκνους μες στα καπέλα των κατάδικων, δάφνες για νικημένους
εμείς οι ξεχασμένοι που μας αρκεί ένα χαμόγελο για να περάσουμε τα σύνορα του κόσμου
Αντίο, αντίο...Τίποτα δε θα επανορθωθεί...

Τάσος Λειβαδίτης
Ο τυφλός με τον λύχνο
Εκδόσεις Κέδρος



ΤΑ ΜΙΣΑΝΘΗ ΧΕΡΙΑ

Άγαλμα στον κήπο του Λουξεμβρούργου - Παρίσι

Σε παράγγειλαν υπεύθυνα νέα και δυνατή
κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα
απ΄τη δική μας σάρκα να μην πάρει.
Απαγορευτική να σμιλευτείς
σε κάθε αλλαγή και παραμόρφωση,
μια προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη
στη δική μας ανθηρότητα και δύναμη.
Το ένα χέρι σου σμιλεύτηκε χτένα
στ΄ ανάκατα μαλλιά σου, ενώ το άλλο
φαίνεται σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο
ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά,
στην απαγορευμένη γονιμότητα
- δεν παραιτείται ούτε η πέτρα από τη μήτρα.

Υπεύθυνα Άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν,
ποτέ να μη σε πάρει ύπνος,
ποτέ να μη σου μάθει όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται.
Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων,
μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.
Αχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα,
άδικα ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν αφήνεις να σου μάθει τ΄όνειρο
τι δεν πραγματοποιείται
δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης, ούτε πλάνη, ούτε καν ποιητής που να μπορέσει τα μισανθή των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει
τις τόσες ποικιλίες των ρόδων και του βίου
μανιακά να αφανίζουν.

Κική Δημουλά
Το τελευταίο σώμα μου
Εκδόσεις Ίκαρος


Άι φωνή μυστική του σκοτεινού έρωτα


Άι φωνή μυστική του σκοτεινού έρωτα
Άι βέλασμα δίχως πρόβατα! Άι πληγή!
Άι κεντρί από χολή, καμέλια καταποντισμένη!
Άι χείμαρρε δίχως θάλασσα, πολιτεία δίχως τείχος!

Άι νύχτα ατέρμονη με άσφαλτο τόρνεμα,
ουράνιο όρος αγωνίας ορθωμένης!
Άι σκύλε μέσα σε καρδιά, φωνή κυνηγημένη!
Σιωπή δίχως πέρατα, ώριμο κρίνο!

Φύγε μακριά μου, πυρή φωνή από πάγο,
μη με θες να χαθώ στα ζιζάνια
όπου δίχως καρπό λυγμούνε σάρκα κι ουρανός.

Άφησε το σκληρό σεντέφι της κεφαλής μου
σπλαχνίσου με, λύσε το πένθος μου!
Κι είμαι έρωτας, κι είμαι φύση!

Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα
Έντεκα σονέτα του σκοτεινού έρωτα
Μετάφραση Μάγια - Μαρία Ρούσσου
Εκδόσεις Ελεγεία


Ξανά οι λέξεις

Οι λέξεις μέσα απ΄τα λεξικά χιλιάδες
ξεχύνονται μόλις τ΄ανοίξεις
όπως μυρμήγκια μαύρα, κόκκινα, άσπρα
άμα πατήσεις μυρμηγκοφωλιά
Πως να βρεις, πως να διαλέξεις
μέσα στο συμφυρμό των λέξεων
τη μοναδική που πρέπει,
πως να γλιτώσεις απ΄τις άλλες
που κολλάνε πλήθος πάνω σου
γυρεύοντας να επιβιώσουν.
Όμως οι ανείπωτες λέξεις κάτω από τη γλώσσα
οι μοναχικές που δεν βγαίνουν απ΄το στόμα
κι εκείνες σιγοτρώνε από μέσα
αφήνοντας κουφάρια φυραμένα
ανθρώπων που προσπάθησαν να μιλήσουν
όταν πια ήταν αργά.
Όσο μπορώ
έστω δυο λέξεις να συνδυάσω
υπάρχω.

Τίτος Πατρίκιος
Η ηδονή των παρατάσεων
Εκδόσεις Κέδρος


Θαλασσοταραχή

Εσείς πανδοχεία και δρόμοι, εσείς ουρανοί σε αγρανάπαυση,
Εξοχές εσείς, αιχμάλωτες των μηνών του χρόνου,
Δάση εναγώνια που πνίγουν τα βρύα,
Με ξυπνάτε τη νύχτα για να με ανακρίνετε,
Να μια λεύκα που μ΄αγγίζει με το δάχτυλο,
Να ένας καταρράκτης που μου τραγουδά στο αφτί,
Πυρετώδης ένας παραπόταμος ορμάει στην καρδιά μου,
Ένα άστρο ανασηκώνει, χαμηλώνει τα βλέφαρα μου
Και ξέρει να με βρει ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς
Ακόμα κι αν κρύβομαι σ΄έναν ύπνο χορταριασμένο
Κάτω από την ταξιδιώτισσα στέγη του ονείρου.

Από τα φοβισμένα βράδια που τάραζε ο βίσωνας
Μέχρι το πρωινό τούτο του Μάη που ακόμα ψάχνει για τη χαρά του
Και που στα πλανερά μου μάτια ίσως είναι μόνο ένας μύθος,
Η γη είναι μια ηλακάτη όπου υφαίνουν ήλιος και σελήνη
Κι εγώ ένα τοπίο που ξέφυγε απ΄τ΄αδράχτι της,
Ένα κύμα της θάλασσας που αρμενίζει από τον καιρό του Ομήρου,
Αναζητώντας ωραίο ακρογιάλι για να ηχήσουν τρεις χιλιάδες χρόνια

Η ανθρώπινη μνήμη κυλάει πάνω στη σφαίρα, την τυλίγει,
Φτιάχνοντάς της έναν ευαίσθητο ουρανό με νευρώνες στο άπειρο,
Οι ήχοι όμως κείτονται θερισμένοι σε όλο το παρελθόν του κόσμου,
Η ιστορία δεν μπόρεσε ακόμα να κάνει ν΄ακουστεί μια φωνή Και να μονάχη στον πλανητικό δρόμο η καρδιά μας
Λαμπαδιάζοντας σαν ξερόκλαδο ανάμεσα σε δυο όρη σιωπής
Που θα σωριαστούν καταπάνω της με το αεράκι του θανάτου.

Jules Supervielle
Ποιήματα
Μετάφραση Ντενίζ Ανδριτσάνου
Εκδόσεις PRINTA


Ποιήματα του καιρού μας

Ι

Καθαρό νερό σε αστραφτερό ανθοδοχείο,
Λευκά και ρόδινα γαρίφαλα. Το φως
Στο δωμάτιο σαν χιονισμένος αέρας,
Που αντανακλά το χιόνι. Χιόνι φρέσκο
Στο τέλος του χειμώνα όταν επιστρέφουν τα απογεύματα.
Λευκά και ρόδινα γαρίφαλα - επιθυμεί κανείς
Τόσα περισσότερα απ΄αυτό. Η ίδια η μέρα
Απλοποιείται, ένα ανθοδοχείο λευκό,
Ψυχρό, ψυχρή πορσελάνη, χαμηλό και στρογγυλό,
Με τίποτε άλλο παρά τα γαρίφαλα εντός του.

ΙΙ

Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι αυτή η απόλυτη απλότητα
Απογύμνωνε κάποιον απ΄όλα τα μαρτύρια,
απέκρυπτε
Το από την αμαρτία συνθεμένο, ζωτικό Εγώ
Και το ανανέωνε σ΄έναν κόσμο λευκότητας,
Έναν κόσμο καθαρού νερού, αστραφτερά αιχμηρό,
Εκείνος θα ήθελε και πάλι περισσότερα, θα είχε ανάγκη
περισσότερα,
Περισσότερα από έναν κόσμο λευκών και χιονάτων
αρωμάτων.

ΙΙΙ

Θα απέμενε όμως ο αεικίνητος νους,
Ώστε κάποιος να θέλει να δραπετεύσει, να επιστρέψει
Σε ό,τι είχε από καιρό συντεθεί.
Το ατελές είναι ο παράδεισος μας.
Σημειωτέον ότι, μέσα σ΄αυτή την πίκρα, η απόλαυση,
Αφού το ατελές τόσο μας καίει,
Βρίσκεται στις ραγισμένες λέξεις και τους πεισματικούς ήχους.

WALLACE STEVENS
Δεκατρείς τρόποι
να κοιτάς ένα κοτσύφι
και αλλά ποιήματα
Adagia
Θραύσματα ποιητικής
Μετάφραση Χάρης Βλαβιανός
Εκδόσεις Άγρα


Ποίημα της χαράς

Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι
στα χαράματα
στους δρόμους
στην Αθήνα.
Τότε που ο αέρας έδενε τα σύννεφα
σαν πεταλούδα έχασα το χνούδι.
Τώρα δεν έχω δρόμους ουράνιους
φεύγοντας απ΄την θύμηση το θάνατο μαγεύω
είν΄ο κόσμος ενάντιος
είν΄ο Ιησούς
τριήμερος ολοένα σκάβει την Ιστορία
δίχως φωνή
δίχως αγγέλους.
Είναι μόνος ωσάν χρωματιστό πουλί
αιωρούμενος απάνω στα νερά της κακίας
χορηγός των ψιχίων
ωραίος φίλος των δύο Λάζαρων -
έδωσε τον ένα στην πείνα
έδωσε τον άλλο στην ανάσταση.
Κ΄εγώ γράφοντας αγγίζω τ΄αστέρια
θνητός
εναγκαλίζομαι την εσπέρα
θνητός
και μεσ΄ στη νύχτα κλαίω.
Χαίρετε σεις αηδόνια του καλού
με διώχνουν τα χαράματα δεν έμεινε αγάπη
τ΄άνθη της λησμονιάς -
είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι.

Νίκος Καρούζος
Τα ποιήματα Τόμος Α΄
Εκδόσεις Ίκαρος


Εδώ σ΄αγαπώ

Εδώ σ΄αγαπώ
Μέσα στα σκιερά πεύκα ξετυλίγεται ο άνεμος
φωσφορίζει το φεγγάρι πάνω από φευγαλέα νερά
Διαβαίνουν οι μέρες όμοιες κυνηγώντας η μια την άλλη.

Σε ξετυλίγει η ομίχλη μέσα σε ορχηστρικές μορφές.
Ένας ασημένιος γλάρος, ξεκρεμιέται απ΄το ηλιοβασίλεμα.
Μερικές φορές ένα ιστίο. Ψηλά, ψηλά αστέρια.

Ω! ο μαύρος σταυρός ενός καραβιού. Μόνος κι η ψυχή μου είναι υγρή.
Ονειρέψου ξανά και ξανά την μακρινή θάλασσα.
Αυτό είναι ένα λιμάνι.
Εδώ σ΄αγαπώ.

Εδώ σ΄αγαπώ και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας.
Σ΄αγαπώ ακόμα και μέσα σ΄αυτά τα ψυχρά πράγματα.
Μερικές φορές πηγαίνουν τα φιλιά μου σ΄αυτά τα βαριά καράβια,
που τρέχουν μέσα στη θάλασσα ως εκεί που φτάνουν.

Εγώ πια βλέπω τον εαυτό μου ξεχασμένο σαν αυτές τις
παλιές άγκυρες.
Είναι πιο θλιβερά τα μουράγια όταν δένεται η νύχτα.
Κουράζεται η ζωή μου ανώφελα πεινασμένη.
Αγαπώ ό,τι δεν έχω. Είσαι εσύ τόσο αλαργινή
Ο κορεσμός μου παλεύει με τα αργά σούρουπα.
Όμως η νύχτα φτάνει κι αρχίζει να μου τραγουδάει.
Το φεγγάρι στροβιλίζει τον κύκλο του ονείρου του.
Με κοιτάζουν με τα μάτια τους τ΄αστέρια πιο μεγάλα.
Και όπως εγώ σ΄αγαπάω, τα πεύκα μεσ΄τον άνεμο,
θέλουν να τραγουδήσουν τ΄όνομα σου με τα συρμάτινα φύλλα τους.

Paplo Neruda
Ποιήματα
Μετάφραση Άννα Βάλβη
Cloe Varela Docampo
Εκδόσεις Τολίδης


Χρόνια

Εισέρχονται σαν ζώα από το
Σύμπαν των πρίνων, όπου τ΄αγκάθια
Δεν είναι σκέψεις πάνω στις οποίες γυρνάω, σαν γιόγκι,
Αλλά ένα πρασίνισμα, ένα σκοτείνιασμα τόσο καθαρό
Που παγώνουν και υπάρχουν.

Θεέ μου, εγώ δεν είμαι σαν εσένα
Μέσα στο μαύρο κενό σου,
Με αστέρια κολλημένα ολόγυρα, λαμπρό ηλίθιο κονφετί,
Η αιωνιότητα μου φέρνει πλήξη,
Ποτέ δεν τη θέλησα.

Ό,τι αγαπώ είναι
Το έμβολο σε κίνηση -
Η ψυχή μου πεθαίνει μπροστά του.
Και τις οπλές των αλόγων,
Το ανήλεο χρεμέτισμα τους.

Κι εσύ μεγάλη Στάση -
Τι το σπουδαίο υπάρχει σε σένα!
Είναι ένας τίγρης αυτός ο χρόνος, αυτός ο βρυχηθμός στην πόρτα;
Είναι ένας Χριστός,
Με την απαίσια
Θεική δαγκωματιά εντός του
Που ανυπομονεί να δώσει ένα τέλος και να πετάξει μακριά;
Τα αιμάτινα βατόμουρα είναι ο εαυτός τους, εντελώς ακίνητα.
Οι οπλές δε θα το ανεχτούν,
Στο γαλάζιο βάθος τα έμβολα σφυρίζουν.

Sylvia Plath
Ποιήματα
Μετάφραση Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου
Εκδόσεις Κέδρος


Σ΄έναν πρώιμα νεκρό

Ω, ο μαύρος άγγελος που φάνηκε σιγά μέσα απ΄το δέντρο
πράοι όταν μαζί, το βράδυ, παίζαμε
στο χείλος του γαλάζιου πηγαδιού.
Ήσυχο ήταν το βήμα μας και τα στρογγυλά μάτια μες
στη σκούρα παγωνιά του φθινοπώρου,
κι αχ η πορφυρή γλυκύτητα των άστρων.

Αυτός όμως κατέβηκε τα πέτρινα σκαλιά του Μενχσμπέργκ
γαλάζιο χαμόγελο στην όψη, παράξενα
κουκουλωμένος
στα πιο ήσυχα παιδικά του χρόνια και πέθανε
κι απόμεινε η ασημένια όψη του φίλου στον κήπο
να κρυφακούει στη φυλλωσιά ή στο παλιό πέτρωμα.

Η ψυχή τραγούδησε το θάνατο, την πράσινη σήψη της σάρκας
κι ήταν το θρόισμα του δάσους,
κι ο φλογερός θρήνος του αγριμιού.
Διαρκώς ηχούσαν από μικροσκοπικούς πύργους
οι γαλάζιες καμπάνες του βραδινού.

Κι ήρθε η ώρα, όταν εκείνος είδε τους ίσκιους στον πορφυρό ήλιο,
τους ίσκιους της σαπίλας στο γυμνό κλαδί
βράδυ, όταν σε μισοσκότεινα τείχη τραγούδησε ο κότσυφας,
γαλήνια στο δωμάτιο φάνηκε το πνεύμα του πρώιμα
νεκρού.

Ω το αίμα, που τρέχει απ΄το λαρύγγι εκείνου που ακούστηκε,
γαλάζιο λουλούδι, ω το πύρινο
δάκρυ μες στη νύχτα.

Σύννεφο χρυσό και χρόνος. Συχνά στο έρημο δωμάτιο
προσκαλείς τον νεκρό,
βαδίζεις κάτω από τις φτελιές κι εμπιστευτικά συνομιλείς κατεβαίνοντας τον πράσινο ποταμό.

Γκεόργκ Τράκλ
Το όνειρο του κακού
ποιήματα (1913 - 1915)
Μετάφραση Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Εκδόσεις Ερατώ


Ηλιόπετρα (απόσπασμα)

πάλι παραληρώ, δωμάτια, δρόμοι,
του χρόνου τους διαδρόμους ψηλαφίζω
κι ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά του,
τους τοίχους του αγγίζω, δεν κινούμαι,
πίσω γυρνώ, ζητάω το πρόσωπο σου,

πορεύομαι τους δρόμους του εαυτού μου
κάτω από ήλιο δίχως ηλικία,
κι εσύ βαδίζεις πλάι μου σαν δέντρο
σαν το ποτάμι πας και μου φωνάζεις,
στα χέρια μου βλασταίνεις σαν το στάχυ,
στα χέρια μου σαν σκίουρος σιγοτρέμεις,
όπως χίλια πουλιά πετάς, με σκέπει
το γέλιο σου μ΄αφρούς, στα χέρια μου είναι
η κεφαλή σου ένα μικρό αστέρι,
ο κόσμος ξανανθίζει όταν γελώντας
τρως ένα πορτοκάλι,
αλλάζει ο κόσμος
αν δυο, απ΄τον ίλιγγο ενωμένοι, πέσουν
στη χλόη: ο ουρανός πια χαμηλώνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος είναι
φως μόνο και σιωπή, χώρος μονάχα
ολάνοιχτος για να πετούν τα μάτια,
άσπρη φυλή περνούν τα νέφη, λύνει
τους κάβους το κορμί, η ψυχή σαλπάρει,
τα ονόματα μας χάνουμε, στην τύχη
πλέουμε μεταξύ γλαυκού και πράσινου,
ακέραιος χρόνος όπου δεν συμβαίνει
τίποτα, μόνο η όλβια ροή του

Οκτάβιο Πας
Ηλιόπετρα
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης
Εκδόσεις: Μαΐστρος

Το φιλί

Το στόμα μου ανθίζει σαν πληγή από κόψιμο.
Αδικήθηκα όλη τη χρονιά, ανίας
νύχτες, τίποτ΄άλλο από τραχείς αγκώνες σ΄αυτές
και ντελικάτα κουτιά Κλινέξ που φώναζαν κλαψιάρα
κλαψιάρα, κορόιδο!

Το σώμα μου ήταν άχρηστο χθες.
Σπαράσσεται τώρα στις ορθές γωνίες του.
Σπάει με ορμή τα ροζάρια της γριάς Μαρίας, κόμπο τον κόμπο
και κοίτα - Τώρα έχει κεραυνοβοληθεί.
Μια ανάσταση!

Κάποτε ήταν μια βάρκα, πέρα για πέρα ξύλινη
και χωρίς αποστολή, δίχως αλατόνερο από κάτω
και χρειαζόταν λίγο βάψιμο. Δε ήταν
παρά ένα σύνολο σανιδιών. Όμως την ανέβασες, την αρμάτωσες.
Ήταν η εκλεκτή σου.

Τα νεύρα διεγείρονται. Τ΄ακούω να ηχούν σαν μουσικά όργανα. Όπου υπήρχε σιωπή,
τα τύμπανα, οι χορδές τώρα παίζουν αθεράπευτα.
Εσύ το΄κανες αυτό.
Σκέτη ιδιοφυΐα στη πράξη. Λατρεία μου, ο συνθέτης έχει βηματίσει στη φωτιά.

Ανν Σέξτον
Ερωτικά ποιήματα
Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου
Εκδόσεις: Μελάνι



Άναμπελ Λη

Χρόνια πολλά πέρασαν από τότε,
Σ΄ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
Που κάποια κόρη εζούσε, τ΄όνομα της
ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ, θα το ΄χετε ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη
Να μ΄αγαπά και να την αγαπώ.

Είμαστε ακόμα οι δυο μικρά παιδάκια,
Σ΄ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό:
Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε-
Η ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ κι εγώ. Στον ουρανό
Τα φτερωμένα σεραφείμ, που μας ζηλεύανε,
Μας κοίταζαν με μάτι φθονερό.

Κι ήταν γι΄αυτό - περάσανε χρόνια -
Που, στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
Κατέβηκε απ΄τα νέφη στην ωραία μου
ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ, θανατερό
Τ΄αγέρι κι οι μεγάλοι συγγενείς της
Την πήραν και μ΄αφήσαν μοναχό,
Σ΄ένα μνημούρι μέσα να την κλείσουνε
Στη χώρα τούτη δίπλα στο γιαλό.

Οι άγγελοι, που δεν είχαν τη δική μας
Την ευτυχία, ζηλέψαν και γι΄αυτό -
Ναι! Και γι΄αυτό, (καθώς το ξέρουν όλοι
Μες στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό)
Τ΄αγέρι από τα νέφη κάποια νύχτα
Κατέβηκε ψυχρό, θανατερό
Και μ΄άρπαξαν τον ώριο θησαυρό.

Κι από των πιο σοφών και πιο μεγάλων
Μ΄αγάπη μας τρανότερη πολύ -
Κι ούτε οι αγγέλοι πάνω στα ουράνια
Κι ούτε οι δαιμόνοι κάτω απ΄τον βαθύ
Ωκεανό μπορούνε την ψυχή μου
Να τη χωρίσουν διόλου απ΄την ψυχή
Της ωραίας μου ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ.

Γιατί ποτέ δεν βγαίνει το φεγγάρι
Χωρίς ονείρατα γλυκά να μου κρατεί
Της ωραίας μου ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ.
Και πάντα, όταν προβάλουνε τ΄αστέρια,
Νιώθω και πάλι τη ματιά τη λαμπερή
Της ωραίας μου ΑΝΑΜΠΕΛ ΛΗ.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω,
Συντρόφισσα μου, αγάπη μου ακριβή,
Μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή
Που του πελάου το κύμα αντιλαλεί.

Edgar Allan Poe
Ποιήματα, κριτική, επιστολές
Εκδόσεις: Πλέθρον
Μετάφραση του παραπάνω:
Κώστας Παπαδάκης


Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος

Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανός,
ψηλότερη ως το φεγγάρι.
Δίψα που να τη λυπηθεί ο Θεός!

Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του,
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές, ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κι ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κι ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
ζητώντας να βρει μέσα τους ένα σπινθήρα! Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!

Νικηφόρος Βρεττάκος
Η εκλογή μου
Ποιήματα 1933 - 1991
Εκδόσεις: Ποταμός


Αερογέφυρες


Χάθηκες
που στριφογυρνάς.

Πέρνα καμιά φορά από τον ύπνο μου
συνήθως είμαι εκεί
εκτός αν κλαίει το φεγγάρι
οπότε βγαίνω στο μπαλκόνι
το διότι να ρωτήσω τι συμβαίνει.

Πέρνα καμιά φορά.
Μπες απ΄το πλάι στάσου
κάτω από το γεφυράκι της παλάμης μου
απ΄όπου ήσυχα κυλάω.
Εκτός αν έχει ολότελα μαυρίσει το νερό
αν ψόφησαν κι οι πέτρες
αν έχει μολυνθεί και ο βυθός
οπότε θα με βρεις
στου σεντονιού τις όχθες.

Μη φοβάσαι.
Πάρε μαζί σου αν θες για σιγουριά
και την απαίτηση να μη σ΄αγγίξω διόλου
ανανέωσε και τη ληγμένη άδεια
να σε κοιτώ

και σου υπόσχομαι
εγκαίρως να ξυπνήσω
ώστε να μη σε πάρει είδηση
ο ύπνος σου ότι λείπεις.

Κική Δημουλά
Χλόη θερμοκηπίου
Εκδόσεις: Ίκαρος


Αυτός που σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη

ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


Τάσος Λειβαδίτης

Τακαράι Κικάκου... Χαϊκού

Ο βάτραχος
διασχίζει το νερό πάνω σ΄ένα μπανανόφυλλο!
Πως ταλαντεύεται!

Περνάει ένας ζητιάνος!
Η γη κι ο ουρανός
είναι τα καλοκαιρινά του ρούχα.

Τι υπέροχο φεγγάρι! Ρίχνει
τις σκιές των πεύκων πάνω
στα χαλάκια.

Η αστραπή...
εχτές στην ανατολή
σήμερα στη δύση

Το όνειρο που είδα
ότι με μαχαίρωσαν ήταν αλήθεια!
Με τσίμπησε ένας ψύλλος.

Σε ένα χορταριασμένο καλύβι
τρώω θρεπτικό χορτάρι
τέτοια πυγολαμπίδα που είμαι.

Ένας άνθρωπος που τρώει
ανάμεσα στα πρωινά λουλούδια,
αυτός είμαι!

"Το χιόνι μου"
συλλογίζομαι
και το καπέλο μου αλαφραίνει.

Η κλασσική παράδοση
των χαϊκού
Μετάφραση: Δώρα Στυλιανίδου
Εκδόσεις: Εκάτη


Πάθος

Όταν ο Ορφέας με ασημένιους ήχους αγγίζει τη λύρα,
Θρηνώντας έναν νεκρό στον βραδινό κήπο,
Ποιος είσαι εσύ που ξεκουράζεσαι κάτω από τα ψηλά δέντρα;
Σιγοψιθυρίζει ο θρήνος στο φθινοπωρινό καλάμι,
Η γαλάζια λίμνη,
Ετοιμοθάνατη κάτω από πράσινα δέντρα
Κι ακολουθώντας τη σκιά της αδερφής
Σκοτεινή αγάπη
Μιας άγριας γενιάς,
Που την αφήνει η μέρα θροϊζοντας πάνω σε χρυσούς
τροχούς.
Σιωπηλή νύχτα.

Κάτω από σκοτεινά έλατα
Δυο λύκοι έσμιξαν το αίμα τους
Σε πετρωμένη αγκαλιά, σαν χρυσό
Χάθηκε το σύννεφο πάνω από τη γέφυρα,
Υπομονή και σιωπή των παιδικών χρόνων.
Ξαναφανερώνεται το απαλό νεκρό σώμα
Στη λίμνη του Τρίτωνα
Κοιμισμένο μέσα στα υακίνθινα μαλλιά του.
Ας θρυμματιστεί επιτέλους το παγωμένο κεφάλι!

Γιατί πάντα ακολουθεί, ένα γαλάζιο θήραμα
Που κοιτάζει, κάτω από μισοσκότεινα δέντρα,
Αυτά τα σκοτεινά μονοπάτια
Τρομαγμένο και μαγεμένο από νυχτερινές μελωδίες,
Από την ευγένεια της τρέλας,
Κι ακόμη ακουγόταν το γεμάτο σκοτεινή έκσταση
Παίξιμο των χορδών
Στα παγωμένα πόδια της μετανιωμένης
Στην πετρωμένη πόλη.

George Trakl
Σκοτεινή αγάπη
μιας άγριας γενιάς
Μετάφραση: Νίκος Ειρηνάκης
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης


Μικρή πράσινη θάλασσα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν΄ ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ΄το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες και λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ΄αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Οδυσσέας Ελύτης
Το φωτόδεντρο
και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Εκδόσεις: Ίκαρος


Οι λεμονιές

Άκουσέ με, οι στεφανωμένοι ποιητές
κινούνται μονάχα ανάμεσα σε φυτά
με ονόματα ασυνήθιστα: πυξάρια, αγριομυρτιές, κι ακάνθους.
Εγώ πάντως αγαπώ τους δρόμους που οδηγούν στα χορταριασμένα αυλάκια, όπου σε στέρνες
μισοξεραμένες πιάνουν τα παιδιά
κάποιο αδύνατο χέλι:
τα δρομάκια που κατεβαίνουν μέσα από πυκνές καλαμιές
ακολουθούν το ανάχωμα
και βγάζουν στους μπαξέδες, ανάμεσα στις λεμονιές.

Καλύτερα άλλωστε σαν η φλυαρία των πουλιών
χάνεται απορροφημένη από τον ουρανό:
πιο καθαρά ακούγεται το θρόισμα
των φιλικών κλαδιών μες στον σχεδόν ακίνητο αέρα
κι οι αισθήσεις αυτής της ευωδιάς
που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τη γη
και στάζει μέσα μας μια αχόρταγη γλύκα.
Εδώ των παθών που μας αποσπούν
σαν από θαύμα σταματάει ο πόλεμος
εδώ μας πέφτει, στους φτωχούς το μερίδιό μας σε πλούτη
κι είναι η ευωδιά των λεμονιών.

Βλέπεις, σ΄αυτές τις σιωπές όπου τα πράγματα
μας απαρνιούνται και μοιάζουν έτοιμα
να προδώσουν το τελευταίο τους μυστικό,
καμμιά φορά περιμένει κανείς
ν΄ανακαλύψει ένα λάθος της Φύσης,
το νεκρό σημείο του κόσμου, τον κρίκο που δεν κρατάει το υφάδι που αν ξεμπλέξεις στο τέλος σε οδηγεί
στην καρδιά της αλήθειας.
Το βλέμμα ερευνά επίμονα τριγύρω,
ο νους διερευνά, συμφιλιώνει και χωρίζει

μέσα στο άρωμα που διαδίδεται παντού
καθώς η μέρα αργοπεθαίνει.
Είναι οι σιωπές όπου θα δεις
σε κάθε ανθρώπινη σκιά που απομακρύνεται
μια ταραγμένη Θεότητα.

Μα η ψευδαίσθηση χάνεται και μας γυρίζει ο χρόνος
στις πολύβουες πολιτείες όπου το γαλάζιο προβάλλει
μονάχα σε κομμάτια, ψηλά στις μαρκίζες.
Έπειτα έρχεται η βροχή και κουράζει το χώμα,
πυκνώνει η ανία του χειμώνα πάνω απ΄τα σπίτια,
το φως λιγοστεύει - πικρή η ψυχή.
Όταν μια μέρα από την μισόκλειστη πόρτα
ανάμεσα απ΄τα δέντρα μιας αυλής
μας εμφανίζεται το κίτρινο των λεμονιών,
κι ο πάγος της καρδιάς μας λιώνει,
και μέσα μας ακούγεται δυνατά
τα τραγούδια τους
οι χρυσές τρομπέτες του ήλιου των ηλιαχτίδων.

Εουτζένιο Μοντάλε

Ανθολογία Ιταλικής Ποίησης
Ταξίδι στην όμορφη χώρα
Μετάφραση, σχόλια:
Σωτήρης Παστάκας
Γιάννης Η Παππάς
Εκδόσεις: Οδός Πανός


Ύστερα από τριάντα χρόνια

Τρώγαμε στην καντίνα του Κέντρου Ερευνών
στο Βωκρεσόν, τα φουντωμένα δέντρα
με το ελαφρό αγέρι αγγίζανε την τζαμαρία
όταν σαν σίφουνας μπήκε η Μονίκ
φωνάζοντας "Σκοτώσανε τον Τσε"
Μείναμε παγωμένοι, εμένα
ένας σπασμός μου χτυπούσε το στομάχι
νόμισα πως πια δεν θα μπορέσω
να ξαναβάλω φαΐ στο στόμα μου,
όμως σιγά σιγά όλοι μας συνεχίσαμε
να μιλάμε, να πίνουμε, να τρώμε.

Τώρα, ύστερα από τριάντα χρόνια
που γι΄άλλη μια φορά το σκέφτομαι,
λέω ίσως για μας καλύτερα που δεν γέρασες
που έμεινες για πάντα νέος Ερνέστο
όπως η επανάσταση στη χαραυγή της,
που δεν έγινες μεσόκοπος ηγέτης με προκοίλι
με στόχους υψηλούς που έμεναν ανέφικτοι
μ΄επιθυμίες που εκπληρώνονταν στα κρυφά.

Με γιλέκο και γραβάτα το σκήνωμα του Λένιν
αργά αλλοιώνεται μέσα στο Μαυσωλείο,
ο Στάλιν ταριχευμένος για λίγο τον συντρόφεψε
με τη στολή και τα διάσημα του στρατάρχη,
ο Μάο ως το τέλος έβλεπε τη μορφή του
σ΄εκατομμύρια αντίτυπα με φορεσιά του Μάο,
όμως εσύ μας έδωσες αφίσες εσαεί
μ΄ένα μπερέ, μ΄ένα πουκάμισο, με το πούρο
που δεν σβήνει στα σαρκωμένα χείλη
να μας κοιτάζεις σαν να σαι απέναντι μας
με τα φιλήδονα μάτια του θανάτου,
να μας χαμογελάς με το χαμόγελο
μιας άφθαρτης μεταδοτικής νεότητας.

Τίτος Πατρίκιος
Ποιήματα, IV
1988 - 2002
Εκδόσεις: Κέδρος


Επίλογος

II

Και πάλι πλησίασε, να, του μνημόσυνου η ώρα
και βλέπω κι ακούω και νιώθω σας όλες σας τώρα

κι εκείνην που σύραν βαστώντας την ως τη σιγή
κι εκείνην που πια δεν πατάει τη γενέθλια γη

κι εκείνην που κούνησε αχνά τ΄όμορφο της κεφάλι
και είπε: "Ξανάρχομαι εδώ σαν στο σπίτι μου πάλι".

Θα το΄θελα να΄τανε τρόπος τα ονόματα εδώ να τα πω,
μα μου΄χουνε τους καταλόγους παρμένους και που να τους βρω.

Γι΄αυτές έχω υφάνει ένα κάλυμμα φέρετρου μαύρο, φαρδύ,
με λέξεις δικές τους, φτωχές, που κρυφάκουσα εκεί.

Και πάντα θυμάμαι κι η μνήμη τις φέρνει κοντά μου
και δε θα ξεχάσω τες, μήτε στη νέα συμφορά μου,

κι αν κλείσουν, φιμώσουν μου το ματωμένο μου στόμα,
μ΄αυτό που εκατό εκατομμύρια λαού ξεφωνίζουν ακόμα,

παρόμοια ας με φέρνουν στη μνήμη ως εγώ μελετώ τες, ωιμένα,
καθώς θα χαράζει μνημόσυνου μέρα για μένα.

Κι αν κάποιοι σε τούτη τη χώρα θελήσουν
τιμώντας τη μνήμη μου μια προτομή να μου στήσουν,

το ναι μου τους δίνω γι΄αυτή τη λαμπρή τελετή
με μια συμφωνία : Να μη το μνημείο στηθεί

στη θάλασσα δίπλα, εκεί που πρωτόδα το φως,
γιατί με τη θάλασσα κόπηκε πια κι ο στερνός μου δεσμός,

και μήτε στους Κήπους των τσάρων την πέρα τη μύχια γωνιά,
εκεί που με ψάχνει στενάζοντας κάποια σκιά,

μα εδώ που στεκόμουν ατέλειωτες ώρες ορθή,
εδώ που για με στο λουκέτο δεν βάλαν κλειδί.

Γιατί και στον όλβιο τον θάνατο θέλω να μείνει
της μαύρης ο θόρυβος κλούβας για πάντα στη μνήμη

κι ο χτύπος, κι ο βρόντος της πόρτας που σκίζει τ΄αυτιά
κι ωσάν πληγωμένου θεριού το ουρλιαχτό της γριάς.

Κι ας στάζει απ΄τα βλέφαρα ασάλευτα, μπρούντζινα, ως λιώνει,
σαν δάκρυ ας κυλάει και σαν δάκρυ ας σταλάζει το χιόνι

κι ας γλούγλου κι ας γλου φυλακής περιστέρι μακριά
και πέρα τα πλοία του Νέβα ας πορεύονται αργά.

Άννα Αχμάτοβα
Ρέκβιεμ
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Εκδόσεις: Άγρα


ΟΧΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούνε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία
Που θα αράξουν μια νύχτα του χειμώνα
Απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς
Θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες
Της Βηρυτού, της Όστιας

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από την δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις πεταμένες καπότες
Γιατί οι επιθυμίες είναι ταβέρνες πρόστυχες
Στο Πέραμα
Που τις νύχτες διαιωνίζουν το είδος του ζεϊμπέκικου
Ενώ εμείς ναύτες σιωπηλοί και δυνατοί
Της θάλασσας παιδιά και του έρωτα
Κατεβαίνουμε αργά τα σκαλιά του πλοίου

Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι των νεκρών επιθυμιών
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Η μάνα σου, η μάνα σου στα μαύρα
Στις μέσα κάμερες εκεί που οι χαμένοι
Παίζουν στη πρέφα και στο τάβλι
Για ένα τσιγάρο
Για ένα καφέ
Τις νεκρές επιθυμίες τους

Εγώ διαλύομαι
Εγώ τεμαχίζομαι
Και συ με καλείς με πρόσκληση
Ανάμεσα σε επισήμους
Να παρακολουθήσω από την εξέδρα
Την κηδεία μου
Το δείπνο
Με μέλη τα διάσπαρτα του σώματός μου

Όχι προτιμώ να μην πάω στο δάσος
Με τις άδειες κονσέρβες
Όχι δε θα πάω στο δάσος
Με τις πεταμένες καπότες
Θα μείνω στις μέσα κάμαρες
Εκεί που αδιάκοπα περνούν
Οι υπόνομοι
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Όχι δε θα πάω στο δάσος

Μπορείς λοιπόν
Απόψε να βγεις με τους Εβραίους της Νέας Υόρκης.

Γιώργος Χρονάς
Τα ποιήματα
1973-2008
Εκδόσεις: Οδός Πανός



Η παρθενογένεση

Σπαρτά
σπαρτά κι ασφένταμοι
μανιτάρια και σαλίγκαροι
άπραγα κοριτσάκια της βροχής που μ' έχετε συλλάβει;
Εκεί; Στα τρίτα ύψη; Απ' ανθόσκονη κήπων των αοράτων;
Εγώ τότε είμαι. Το βεβαιώνω. Εγώ.
Ναι για κει γεννιόμουν για κει μ' ανάγγελε το φως
που σας έδωκε της αστραπής τούτη τη δύναμη.

Τι να μην είχα πεθάνει από καιρό και να' χα
δει ώσπερ οι ανακύπτοντες εκ της θαλάσσης
ιχθύες κείνη που ήταν η ως
αληθώς γη.
Αυτήν θέλω να δω και αυτήν να κατοικήσω
την αλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή
την λευκή την γύψου και χιονός λευκοτέραν...

Ανεβάσετε με στους περιστρεφόμενους ανάμεσα
τροχίσκους των αιθέρων στους καταιγισμούς
αφήσετε με των εσπεριδοειδών μήπως κι από' να
σ' άλλο σώμα το βάρος μου αλλαχτεί σε λάμψη
εκτυφλωτική τριγύρω αθώων πλασμάτων
που εγώ μόνον τα θέλησα και άλλος κανείς.

Σπαρτά
σπαρτά κι ασφένταμοι
αενάκια και χελιδρονιές
τεμπερόριζες κι αγριομαντιλίδες
άπραγα κοριτσάκια της βροχής δεξιά της άνοιξης φυλάξετέ
μου
θέση από τα τώρα εκεί
στα τρίτα ύψη μετεωρισμένες
πάω - και με τα φουσκωμένα μάγουλα
τ' αγόρια οι άντρες σας φυσούν - ολοένα πάω
με τις οροσειρές στα στέρνα χαραγμένες
την κουκκίδα του ήλιου στο μαλλί
τη συρτή στο' να μου χέρι του πελάγους...

Άλφα: χρόνος ο αγέραστος
Βήτα: Ζευς ο αγρικέραυνος
Γάμμα: ο ακτήμων εγώ.



Αν κάτι αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα
είναι της αγιοσύνης σου το λαγωνικό.


Οδυσσέας Ελύτης
Μαρία Νεφέλη
Εκδόσεις: Ίκαρος


Παλικάρι

Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα
ήμουν καλά
στην καλοκαιριά βολευόμουν στην πλώρη πλάι στη γοργόνα
τραγουδούσα τα κόκκινα χείλια της κοιτάζοντας τα χελιδονόψαρα,
στη φουρτούνα τρύπωνα σε μια γωνιά στ' αμπάρι μαζί με
το καραβόσκυλο που με ζέσταινε.
Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες
ο ναύκληρος μου είπε:
"Είναι η Αγία Σοφιά, θα σε πάω το βράδυ στις γυναίκες"
Έτσι γνώρισα τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτσες
εκείνες που διαλέγουμε, μάλιστα.
Ήταν ένας περίεργος τόπος
ένα περιβόλι με δυο καρυδιές μια δράνα ένα πηγάδι
τριγύρω ο τοίχος με σπασμένα γυαλιά στην άκρη
ένα αυλάκι τραγουδούσε "Εις το ρεύμα της ζωής μου"
Τότε είδα για πρώτη φορά μια καρδιά
τρυπημένη με τη γνωστή σαΐτα
ζωγραφισμένη στον τοίχο με κάρβουνο.
Είδα τα φύλλα της κληματαριάς κίτρινα
πεσμένα χάμω
κολλημένα στις πλάκες στη φτωχή λάσπη
κι έκανα ένα βήμα να πάω πίσω στο καράβι.
Τότες ο ναύκληρος μ' άρπαξε από το γιακά και με πέταξε
μέσα στο πηγάδι
το ζεστό νερό και τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα...
Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το
δεξί του στήθος:
"Είμαι από τη Ρόδο, με αρραβώνιασαν 13 χρονώ για 100 παράδες".
Και τ' αυλάκι τραγουδούσε "Εις το ρεύμα της ζωής μου".
Θυμήθηκα τη σπασμένη στάμνα μέσα στο δροσερό απομεσήμερο και συλλογίστηκα,
"Θα πεθάνει κι αυτή, πως θα πεθάνει;"
Της είπα μονάχα
"Πρόσεξε θα το χαλάσεις είναι η ζωή σου".
Το βράδυ στο καράβι δε βάσταξα να σιμώσω τη γοργόνα,
τη ντρεπόμουνα.

Γιώργος Σεφέρης
Ποιήματα
Εκδόσεις: Ίκαρος


Ποιητική τέχνη

Ένα ποίημα θα πρέπει να'ναι χειροπιαστό και βουβό
Σαν ένα φρούτο στρογγυλό

Άλαλο
Σαν τα παλιά μενταγιόν στο χέρι

Σιωπηλό σαν τη φθαρμένη σαν μανίκι πέτρα
Του περβαζιού του παραθύρου που χορτάριασε -

Ένα ποίημα θα πρέπει να'ναι δίχως λέξεις
Σαν την πτήση των πουλιών

Ένα ποίημα θα πρέπει να'ναι ακίνητο στον χρόνο
Σαν να αναρριχάται η σελήνη

Φευγάτο, όπως ελευθερώνει η σελήνη
κλαδί - κλαδί τα νυχτο - διαπλεγμένα δέντρα,

Φευγάτο, όπως η σελήνη πίσω απ' τα φύλλα του χειμώνα,
Μνήμη τη μνήμη το μυαλό -

Ένα ποίημα θα πρέπει να'ναι ακίνητο στον χρόνο
Σαν να αναρριχάται η σελήνη

Ένα ποίημα θα πρέπει να ισούται με το:
Μη αληθινό

Για όλο το ιστορικό του πόνου
Ένα άδειο άνοιγμα της πόρτας κι ένα πλατανόφυλλο

Για την αγάπη
Τη γερμένη χλόη και δύο φώτα πάνω απ' το θαλασσινό νερό -

Ένα ποίημα δεν θα πρέπει να σημαίνει
αλλά να μένει.

Άρτσιμπαλντ ΜακΛίς
Μετάφραση: Χρίστος Γούδης

Ανθολογία
Τα ωραιότερα ποιήματα του κόσμου
Εκδόσεις: Άγνωστο


Ελένη (απόσπασμα)

Έφυγαν ένας - ένας οι παλιοί μας γνώριμοι. Λιγόστεψε και
η αλληλογραφία.
Μόνο σε τίποτα γιορτές, σε τίποτα γενέθλια, μια σύντομη κάρτα -
ένα στερεότυπο τοπίο του Ταϋγέτου με δαντελωτές κορφές, πολύ γαλάζιες,
ένα κομμάτι απ' τον Ευρώτα με άσπρα βότσαλα και ροδοδάφνες,
ή τα ερείπια του Μυστρά με τις αγριοσυκιές. Μα το συχνότερο απ' όλα τηλεγραφήματα συλλυπητήρια. Κι απαντήσεις δεν έρχονταν. Ίσως στο μεταξύ νάχε πεθάνει ο παραλήπτης - δε μαθαίναμε πιο πέρα.
Ο σύζυγος μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του χρόνια
είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε
στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες και τη μακριά νυχτικιά του.
Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν
στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη σα να απειλούσε κάποιον.
Ποιός νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν.
Ωστόσο
σαν πέθανε μούλειψε πολύ - μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,
σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζουν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,
σάμπως αυτές να μ' εμποδίζουν να γεράσω.
Ονειρευόμουν τότε
τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,
ν' αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, - με τι προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός ) πότε στα χέρια μιας Κίρκης,
πότε στα χέρια
μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ' το στήθος, να τον λούζουν
με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατο του, να τον αλείφουν λάδι.

Γιάννης Ρίτσος
Ελένη
Εκδόσεις: Κέδρος



πικραμένος αναχωρητής

Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα

ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λιώσει όπως το χιόνι
.
Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ.
Μη με ξετάζεις, ήλιε μου.
Μην πιάνεσαι απ΄τους ώμους μου και με γυρίζεις, άνεμε.
Φεγγαράκι μου.
Καλέ μου,Αυγερινέ μου, φέξε το ποροφάραγγο
Βόηθα να ανηφορίσω.
Ρίχτε στον δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω.
Του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,

Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες

Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο.

Νικηφόρος Βρεττάκος


η σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασμα)

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Γιάννης Ρίτσος :η σονάτα του σεληνόφωτος Εκδόσεις: Κέδρος



Σ' ευχαριστώ

Σ' ευχαριστώ που μου δίνεις την ευκαιρία να' μαι ο γιατρός του καραβιού! Λυπούμαι που θα πρέπει να αρνηθώ -
Αλλά, βλέπεις, το μόνο που ξέρω από ιατρική είναι άνθη πορτοκαλιάς
γερμένα στο φως του δειλινού σε φόντο πορφυρό κασμίρινο
που μέσα τους στήθη ανακαλύπτουνε τους νόμους του φωτός
και της νυχτός, όπου το κασμίρινο χρώμα άγκυρα ρίχνει
καταμεσής της θαλάσσης.
Σ' ευχαριστώ επίσης που μου δίνεις τούτα τα πεντάδυμα
να τ' αναθρέψω και να τα κάνω ευτυχισμένα...Το μυαλό μου
ήτανε κάπου αλλού.
Σ' ευχαριστώ που μου δίνεις να πλύνω αυτό το θωρηκτό,
όμως έχω ένα ερύθημα στα χέρια μου και τσούζουν και τα μάτια μου,
και ξέρω τόσα λίγα για καθαρισμό ενός πλοίου
που θα' τανε καλύτερα να καθαρίσω ένα νησί.
Εκεί ξέρει κανείς περί τίνος πρόκειται - σφουγγάρισε αυτές τις φοινικιές,
σκούπισε λίγο την αμμουδιά γυάλισε εκείνες τις καρύδες.
Μετά ξεκουράσου για λίγο κι έπειτα είναι καιρός να περιποιηθείς τη χλόη
και να διαχωρίσεις τα φύλλα της εκεί που κολλώδη υλικά έκαναν φύλλα διακριτά να κολληθούν μαζί,
φτιάχνοντας ένα άσχημο ματσάκι
κι ύστερα απομάκρυνε την ξεραμένη φλούδα απ' τα δέντρα, και αρωμάτισε ετούτα τα νησιά μ' ένα τραγούδι...Εύκολα πράγματα -
αλλά ένα θωρηκτό!
Από που να αρχίσει κανείς και πως να το κάνει; από τα φινιστρίνια;
Καλύτερα να καθαρίσω ένα εκατομμύριο φοινικόδεντρα.

Κέννεθ Κωχ
Μετάφραση: Χρίστος Γούδης
Τα ωραιότερα ποιήματα
του κόσμου
Εκδόσεις: Άγνωστο


Φωτόδεντρο

Μια λέξη,
που για χάρη της σ' έχασα:
η λέξη
ποτέ.

Ήταν,
και κάπου κάπου το θυμόσουν κι εσύ,
ήταν
μια ελευθερία.
Κολυμπούσαμε.

Ξέρεις ακόμα, πως τραγουδούσα;
Με το φωτόδεντρο τραγουδούσα, με το τιμόνι.
Κολυμπούσαμε.

Ξέρεις ακόμα, πως κολυμπούσες;
Ανοιχτή ήσουν μπροστά μου,
μπροστά
στην προ-
εξοχή της ψυχής μου.
Κολυμπούσα και για τους δυο μας. Δεν κολυμπούσα.
Το φωτόδεντρο κολυμπούσε.

Κολυμπούσε; Γιατί ήταν
βάλτος τριγύρω. Ήταν το ατέλειωτο τέλμα.
Μαύρο κι ατέλειωτο, έτσι κρεμόταν,
έτσι κρεμόταν προς τον κόσμο.

Ξέρεις ακόμα πως τραγουδούσα;

Αυτή -
ω αυτή η παρεκτροπή.

Ποτέ. Προς τον κόσμο. Δεν τραγουδούσα. Ανοιχτή
ήσουν μπροστά μου, ξαπλωμένη μπροστά στην ψυχή που ταξίδευε.

Paul Celan
Του κανενός το ρόδο
Μετάφραση: Χρήστος Γ. Λάζος
Εκδόσεις: Άγρα


Κάψιμο μαγισσών

Στην αγορά στοιβάζουν ξερά κλαδιά.
Μια συστάδα σκιών είναι φτηνό πανωφόρι. Κατοικώ
Το κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου, το σώμα μιας κούκλας.
Η αρρώστια ξεκινά εδώ: είμαι στόχος για μάγισσες.
Μόνο ο διάβολος μπορεί να καταβροχθίσει τον διάβολο.
Τον μήνα που τα φύλλα κοκκινίζουν σκαρφαλώνω σ’ ένα κρεβάτι που φλέγεται.

Είναι εύκολο να κατηγορείς το σκοτάδι: το στόμα μιας πόρτας,
Την κοιλιά του κελαριού. Έσβησαν την ακτινοβολία μου.
Μια μαυροφόρα με κρατά σ’ ένα κλουβί για παπαγάλους.
Τι μεγάλα μάτια που έχουν οι νεκροί!
Έχω στενές σχέσεις μ’ ένα μαλλιαρό πνεύμα.
Καπνός ανεβαίνει δαχτυλιδωτά από το στόμιο αυτού του κενού δοχείου.

Αν παραμείνω μικρή, δεν θα μπορώ να κάνω κακό.
Αν δεν κινούμαι, δεν θα αναποδογυρίσω τίποτα. Αυτό είπα,
Κουρνιάζοντας κάτω απ’ το καπάκι, μικροσκοπική και αδρανής σαν κόκκος ρυζιού.
Το ένα μετά το άλλο ανάβουν τα μάτια της κουζίνας.
Είμαστε γεμάτοι άμυλο, μικροί λευκοί μου σύντροφοι. Μεγαλώνουμε.
Πονάει στην αρχή. Οι κόκκινες γλώσσες θα διδάξουν την αλήθεια.

Μητέρα των σκαθαριών, μόνο χαλάρωσε του χεριού σου το σφίξιμο:
Θα πετάξω μέσα από το στόμα του κεριού σαν άκαυτη νυχτοπεταλούδα.
Δώσε μου πίσω το σχήμα μου. Είμαι έτοιμη να ερμηνεύσω τις ημέρες.
Που ζευγάρωνα με τη σκόνη στη σκιά μιας πέτρας.
Οι αστράγαλοί μου λάμπουν. Η λάμψη ανεβαίνει στους μηρούς μου.
Χάνομαι, χάνομαι μέσα στον χιτώνα όλου αυτού του φωτός.

sylvia Plath

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός


Αυτός ο έρωτας

Αυτός ο έρωτας
Τοσο βίαιος
Τόσο εύθραυστος
Τόσο τρυφερός
Τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Ωραίος σαν τη μέρα και άσχημος σαν το χρόνο
Όταν ο χρόνος είναι άσχημος
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Τόσο ωραίος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο χαρούμενος
Και τόσο γελοίος
Τρέμοντας από φόβο σαν ένα παιδί
στο σκοτάδι
Και τόσο σίγουρος σαν ένα άνδρα ήρεμο μέσα στη νύχτα
Αυτός ο έρωτας που φόβιζε τους άλλους
Που τους έκανε να μιλούν
Που τους έκανε να ωχριούν
Αυτός ο έρωτας ο εύθυμος
γιατί εμείς τον κάναμε έτσι
Διστακτικό πληγωμένο τσαλαπατημένο τελειωμένο προδομένο ξεχασμένο
Γιατί εμείς τον κάναμε διστακτικό πληγωμένο τσαλαπατημένο τελειωμένο προδομένο ξεχασμένο
Αυτός ο έρωτας ολόκληρος
Ακόμη τόσο ζωντανός
Και ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Αυτός που ήταν
Αυτό το πάντοτε καινούριο
Και που δεν άλλαξε
Τόσο αληθινός όσο ένα φυτό
Τόσο τρεμάμενος όσο ένα πουλί
Τόσο ζεστός και τόσο ζωντανός όσο το καλοκαίρι
Μπορούμε και οι δυο να πάμε
και να τον επαναφέρουμε
Μπορούμε να ξεχάσουμε
Και μετά να ξανακοιμηθούμε
Να ξυπνούμε να υποφέρουμε να γερνάμε
Να ξανακοιμούμαστε πάλι
Να ονειρευόμαστε το θάνατο
Να ξυπνούμε να χαμογελάμε και να γελάμε
Και να ξανανιώνουμε
Ο έρωτας μας μένει εκεί
Ξεροκέφαλος σα γαϊδούρι
Ζωντανός σαν την επιθυμία
Ανελέητος σαν τη μνήμη
Ηλίθιος σαν τη θλίψη
Τρυφερός σαν την ανάμνηση
Παγερός σαν το μάρμαρο
Ωραίος σαν τη μέρα
Εύθραυστος σαν ένα παιδί
Μας παρατηρεί και μειδιά
Και μας μιλά σαν να μη λέει τίποτα
Κι εγώ ακούω τρέμοντας
Και κλαίω
Κλαίω για σένα
Κλαίω για μένα
Σε ικετεύω
Για σένα για μένα και για όλους αυτούς
που αγαπήθηκαν
Και που αγαπιούνται
Ναι τον κλαίω
Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους που δε γνωρίζω
Έρωτα μείνε εκεί
Εκεί που είσαι
Εκεί που ήσουν άλλοτε
Μείνε εκεί
Μην κουνηθείς
Μην ξαναπάς
Εμείς που αγαπηθήκαμε
Δε θα σε λησμονήσουμε
Εσύ δε θα μας λησμονήσεις
Δεν έχουμε παρά εσένα πάνω στη γη
Μη μας αφήνεις να γίνουμε κρύοι
Πολύ πιο μακριά σήμερα
Και δεν έχει σημασία πού
Δώσε μας σημάδι ζωής
Πολύ πιο αργά στη γωνιά ενός δέντρου
Μέσα στο δάσος της μνήμης

Ζακ Πρεβέρ

Η τροφός

Όχι, άλλες πληροφορίες για τον έρωτα
δεν έχω

μόνον ότι πρόκειται
για αντιφέγγισμα φλόγας
από καντήλι σε τάφο άστρου

άσβεστη μένει νυχθημερόν
με θύελλα βροχή και χιόνι
χωρίς λάδι χωρίς φιτίλι

από μόνη της καίει
σα να 'ναι θαύμα ο έρωτας

και επειδή από το θαύμα κρέμεται
η συντήρησή μας

τυφλά πιστεύουμε στην άσβεστη
επιτάφια φλόγα του έρωτα.

Μόνο αν πλησιάσεις με το κεράκι σου
και πάρεις φως για το σπίτι

το φως αυτό
μετά από λίγα βήματα σβήνει

από μόνο του

χωρίς θύελλα βροχή και χιόνι

όπως σβήνει κάθε θαύμα όταν το αποσπάσεις
απ' την τροφό του ιδέα.

Κική Δημουλά
Τα εύρετρα
Εκδόσεις: Ίκαρος

Γεια στη θάλασσα

Ο άνεμος καταδιώκει τα περιστέρια
Ο άνεμος με το κόκκινο στόμα
Και τα καλοδουλεμένα χέρια
Ο άνεμος που τραγουδάει
Όταν η θάλασσα σωπαίνει

Σηκώνονται οι τρίχες του ανθρώπου
Από τις βουνοκορφές ο ίλιγγος μας χαιρετάει
Ξοδεύεται για να πετάξουμε κι εμείς πάνω του
Όπως κάνει αυτός

Δεν είναι τρέλα η ζωή
Αλλά κολύμπι στον αγέρα
Αλλά ήσυχο και φλογερό βάδισμα
Πάνω στη ράχη των αλόγων
Πάνω στον οίστρο των πετεινών τ' ουρανού
Πάνω στο παχύ στρώμα
Της αθανασίας

Δεν βρίσκει πάτον η καρδιά μας
Μήτε την ανάμνηση δεν αγγίζουμε
Με τα πόδια
Δεν υφίσταται πια κενό

Το πρόσωπό μας πολλαπλασιάζεται
Από τα χόρτα αναβλύζει συνεχώς
Η πατρίδα
Και ορμάει να μας συναντήσει
Δεν είμαστε ξένοι
Δεν είμαστε πια ξένοι
Πουθενά.

Γιώργος Σαραντάρης
Ποιήματα
Εκδόσεις: Ζήτρος

Κοινωνική στήλη

Κάπου χιονίζει και το ηλιοβασίλεμα δε φαίνεται
( οι άνθρωποι φοβούνται τα γκρίζα απογεύματα )
η νοσταλγία έρχεται ως καταπέλτης σημαίνοντας

ώρες ζωγραφισμένες σε καμβάδες ύπνου κάπου
φυσάει και ο αέρας δε φαίνεται οι απόκληροι
φορούν αρβύλες εκστρατείας και αναχωρούν

για τη χαριστική βολή της μοίρας τους μοιραίες
γυναίκες βγάζουν τα ψηλά τακούνια απορώντας
για την κατάντια των αντρών που έρχονται με

πεσμένα όργανα να παίξουν βαλς αρραβώνων
οι δεσμοί αίματος εξαφανίζονται στην εμφάνιση
στιγμιαίων στάρλετ με λουλουδάτα κομπινεζόν

οι απόκληροι ρίχνουν κλοτσιές στη μοίρα τους
σπεύδοντας στις άδειες παρελάσεις αναπήρων
πολέμου τα προσφυγικά γκέτο αναταράσσονται

οι λαβύρινθοι απλοποιούν τα δεδομένα και ο
Μινώταυρος διαλέγει την όμορφη δεσποινίδα
της κοινωνικής στήλης εβδομαδιαίου περιοδικού

Ντίνος Σιώτης
Σύνδεση με τα προηγούμενα
Εκδόσεις: Κέδρος

Ορυχείο

Σου γράφω γεμάτη τρόμο μέσα από μια στοά νυχτερινή
φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλήθρα
ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στο σπίτι
χτες
καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε σκόνη μ' όλα τα ρούχα της μαζί
τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ' αγγίξει
φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα μαχαίρια
τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί
το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πως γίνηκε και με φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
χαρούμενα

Να με θυμάσαι

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα
(1945 - 1971)
Εκδόσεις: Κέδρος

Τετάρτη των τεφρών

Ι

Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Διότι δεν ελπίζω
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω
Του ενός το χάρισμα ζητώντας και του άλλου το σκοπό
Τώρα δεν μάχομαι να μάχομαι για τέτοια
( Γιατί ο γερο - αετός ν' ανοίγει τα φτερά του; )
Γιατί να πενθώ
Την αφανισμένη δύναμη της κοινής βασιλείας;

Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Την ανάπηρη δόξα της θετικής ώρας
Διότι δεν νομίζω
Διότι γνωρίζω πως δεν θα γνωρίσω
Διότι δεν μπορώ να πίνω
Εκεί, που ανθίζουν δέντρα, και πηγές κυλούν, αφού τίποτα
δεν υπάρχει πάλι

Διότι γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος
Και ο τόπος είναι πάντα και μόνο τόπος
Και ότι είναι τωρινό είναι τωρινό για μόνο μια φορά
Και μόνο για έναν τόπο
Χαίρομαι που τα πράγματα είναι όπως είναι και
Απαρνούμαι την ευλογημένη μορφή
Κι απαρνούμαι την φωνή
Διότι δεν μπορώ να ελπίζω να γυρίσω πάλι
Χαίρομαι συνεπώς, έχοντας να οικοδομήσω κάτι
Πάνω στ' οποίο να χαίρομαι

Και προσεύχομαι στον Θεό να 'χει έλεος επάνω μας
Και προσεύχομαι ώστε να μπορώ να λησμονήσω
Τα θέματα που συζητώ τόσο πολύ με τον εαυτό μου
Τόσο πολύ εξηγώ
Διότι δεν ελπίζω να γυρίσω πάλι
Ας αποκριθούν αυτές οι λέξεις
Για ό,τι έγινε, να μη γίνει πάλι
Μήπως η κρίση δεν είναι τόσο βαριά επάνω μας

Διότι τούτα τα πτερά δεν είναι πια πτερά για να πετούν
Μα μονάχα ριπίδια να κτυπούν τον αέρα
Τον αέρα που είναι τώρα ολότελα μικρός και στεγνός
Μικρότερος, στεγνότερος κι από την βούληση
Δίδαξέ μας μέριμνα και όχι μέριμνα
Δίδαξέ μας να μένουμε ακίνητοι.

Προσεύχου για μας αμαρτωλούς τώρα και στην ώρα του θανάτου μας
Προσεύχου για μας τώρα και στην ώρα του θανάτου μας.

Τ. Σ. Έλιοτ
Άπαντα τα ποιήματα
Μετάφραση: Αριστοτέλης Νικολαΐδης
Εκδόσεις: Κέδρος

Τειρεσίας (απόσπασμα)

Μαντέματα, λέει, αγγελοκρούσματα, καλέσματα, αγγέλματα
ίσκιος καπνού, φτερό πουλιού στ' αγκάθια, λέει
σκούξιμο με τη μαύρη ουρά στο βάλτο κάτω, με το λιόγερμα
πράσινο φύλλο δαγκωμένο, και τα χνάρια του δοντιού
μεινεσμένα στο φύλλο
σπασμένο ποτήρι, κρυμμένο πίσω απ' τη σκάλα
η πόρπη απ' τη ζώνη της γυναίκας στα στάχυα
κβόου κβο, η κουκουβάγια, κβόου κβο, στη σπασμένη κολόνα
και τα πατήματα, άκου, του λαγού, της χελώνας, του απολησμονημένου.

Δίπλα μας, κάποιοι ανεβαίνουν κατεβαίνουν μια σκάλα στο σκοτάδι,
και πάντα, μ' όλη τη διαφορά στον ρυθμό και στον ήχο,
ο ίδιος άνθρωπός, την ίδια σκάλα ανεβοκατεβαίνει
μέσα στο ίδιο σκοτάδι - ανέγνωρος πάντοτες,
γνώριμος μόνο απ' το που συνηθίσαμε το ανέγνωρο
κι ήρεμος πότε πότε απ'τη δικιά μας αδιαφορία να γνωρίσουμε,
μια και γνωρίζουμε την επανάληψη και το ξανάρχισμα του ανέγνωρου.

Όλες οι προφητείες. τ' αγγέλματα και τα μαντέματα, όλα ψεύτικα,
αθέλητα κι αθώα ψεύτικα. Δεν έχει ο άνθρωπος μια πέτρα ν' ακουμπήσει και να κλάψει. Κρύβεται
ακέριος κι ολοφάνερος πίσω απ' τις σάλπιγγες - φωνάζει, προστάζει,
δοξάζει, δοξάζεται. Δεν κρύβεται απ' το χρόνο και το θάνατο.
Η δόξα του
είναι η τρανότερη μοναξιά του - αυτή τον σκεπάζει
απ' την κορφή ως τα νύχια και τότες δεν πρέπει
(κανένας δεν του το σχωρνάει) να μολογήσει
την ίδια του μοναξιά - τη μοναξιά του κόσμου.

Καθένας βλέπει κείνο που μπορεί και που θέλει -
για τ' άλλα τι φταίει;

Η αλήθεια είναι μόνη, κατάμονη.
Οι αληθινοί είναι μόνοι, κατάμονοι. Σωπαίνουνε.
Σωπαίνουμε - σιωπή του πάγου στο ψηλότερο όρος.

Δεν την αντέχεις μήτε τη σιωπή χαράζεις δρόμο
ανάμεσα στη σιγαλιά και στη λαλιά μασάς τα λόγια σου
σάμπως να κάνεις τρύπες μέσα στ' άδειο και τηράς απ' τις τρύπες.
Α, τι 'δαν τα τυφλά μας μάτια, τα μεγάλα, τ' ασκέπαστα
- χαλάλι και το βούλιαγμα, χαλάλι και το πνίξιμο -
θάμα και θάμασμα - εκατό βολές χαλάλι.

Γιάννης Ρίτσος
Τειρεσίας
Εκδόσεις: Κέδρος

Η γέφυρα (απόσπασμα)

Εἶναι μιὰ ὡραία περιπλάνηση, σχεδὸν μιὰ δραπέτευση -
δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ καὶ γιὰ ποῦ, - μιὰ μυστικὴ δραπέτευση ποὺ δίνει
μιὰ μυστικότητα στὴν κάθε κίνησή μας, στὸν ἴσκιο μας πάνω στὸν τοῖχο,
στὶς ἀπίθανες σχέσεις τῶν δακτύλων μας, στὸν ἦχο τῶν βημάτων
μας - μία ἐξαίσια αἴσθηση
παρανομίας πρὸς ὅλα, σὰν τοῦ μοιχοῦ, τοῦ κλέφτη, τοῦ φονιά,
του ἀρσενοκοίτη ἢ τοῦ λαθρεπιβάτη,
κ᾿ ἡ αἴσθηση τῆς παρανομίας αὐτῆς σου ἐπιβάλλει
μίαν ἄγρυπνη προσοχὴ γιὰ ν᾿ ἀποφύγεις τὴ σύλληψη,
ἐνῶ ἡ προσοχή σου αὐτὴ συλλαμβάνει
τὸ νόημα μιᾶς ἀρχικῆς ἐνοχῆς, συλλαμβάνει
τὶς πιὸ ἀδιόρατες ἐκφράσεις τῆς σιωπῆς· μὰ τότε πάλι
νιώθεις πῶς ἔτσι παραβιάζεις μ᾿ ἀντικλείδι ἕνα μεγάλο, ξένο
σκοτεινό χρηματοκιβώτιο
ὕστερα ἀπὸ σκάλες πολλὲς καὶ μεγάλους πλακόστρωτους διαδρόμους
ποῦ κάνουν ν᾿ ἀντηχοῦν ἀπεριόριστα οἱ κλειδώσεις σου,
κ᾿ ἕνα καχύποπτο φεγγάρι μπαίνει ἀπὸ φεγγίτες καγκελόφραχτους
μεγάλο, κίτρινο, προδοτικό, φέρνοντάς σε ἀντιμέτωπο
μὲ τὴν ἴδια πελώρια σκιά σου ποὺ κρατάει
μεγεθυσμένες τὶς σκιὲς τῶν κλειδιῶν, ποὺ ἐσὺ κρατᾶς, σὰ νἆναι κιόλας
τὰ κάγκελα τῆς φυλακῆς ποὺ θὰ σὲ κλείσει ἰσόβια· ὥσπου τέλος ἀνακαλύπτεις πὼς αὐτὸ τὸ χρηματοκιβώτιο

εἶναι δικό σου, ὁλότελα δικό σου
καὶ μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀνοίξεις ἐλεύθερα
καὶ μπορεῖς νὰ χαρίσεις ὅσα θέλεις στοὺς φίλους σου
καὶ μπορεῖς νὰ σκορπίσεις ὅσα θέλεις στὸν ἄνεμο
μὲ κείνη τὴ χαρὰ ποὺ δίνει τὸ ἀνεξάντλητο
μὲ κείνη τὴ χειρονομία μιᾶς ἄσκοπης λεβεντιᾶς κι᾿ ἀσωτείας
ποὺ εἶναι, ἴσως, ἡ μόνη ἀληθινὴ σκοπιμότητα.

Μὰ τότε νιώθεις ὁ ἴδιος, πόσο ἡ κίνηση αὐτὴ θὰ φαίνεται ὕποπτη
μὲς στὸ σκοτάδι τὸ καρφωμένο ἀπ᾿ τ᾿ ἄστρα, μὲ τὸ μετάλλινο ἦχο
των κλειδιῶν,
σὰ χτύπημα σπαθιῶν, ψηλὰ στὸν ἀέρα, ἀόρατων μονομάχων ἢ ἱππέων,
μ᾿ αὐτὸ τὸ σκοτεινό, πελώριο στόμιο τοῦ χρηματοκιβώτιου
ποῦ χάσκει ἀνοιχτὸ μὲς στὴ νύχτα ἐνῶ στὸ βάθος τοῦ ἀστράφτουν
σωροὶ τὰ νομίσματα περίεργων ἐποχῶν καὶ τόπων,
ράβδοι χρυσοῦ σὰ μεγάλα καρφιὰ γιὰ μία σταύρωση· στοῖβες
χαρτονομίσματα
σὰ μυστικὰ τραπουλόχαρτα τῆς Μοίρας. Κι᾿ ὅσοι
δέχτηκαν μία στιγμὴ τὴν προσφορά σου, μόλις στρίψεις τὸ κεφάλι σου
δοκιμάζουν στὴν πέτρα τὰ νομίσματα, μὰ ἐκεῖνα δὲν ἀφήνουν ἦχο,
προσπαθοῦν ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουν στὰ χαρτονομίσματα
τοὺς ἀριθμοὺς καὶ τὶς σφραγίδες, μ᾿ αὐτὰ δὲ διακρίνονται στὸ
καταπληχτικό σκοτάδι,
καὶ τὰ πετοῦν ξανὰ μπροστὰ στὰ πόδια σου καὶ φεύγουν.

Καὶ μένεις μόνος μ᾿ ὅλο σου τὸν πλοῦτο ποδοπατημένο,
μόνος μπρὸς στὸ μαγνητικὸ ἀνοιγμένο στόμιο τοῦ ἀδειανοῦ πιὰ
χρηματοκιβώτιου,
μόνος μπρὸς στὴν ἀκάλυπτη τρύπα τοῦ χάους,
μὲ τόνα χέρι σου μισοσηκωμένο
σὲ μισοτελειωμένη στάση θεατρικῆς γενναιοδωρίας,
σὰν ἄγαλμα ἥρωα ποὺ ὁ ἡρωισμός του
ἀποδείχτηκε ἀπατηλὸς μετὰ θάνατον - ἢ σὰν ἀτέλειωτη προσπάθεια
νὰ γίνεις ἄγαλμα γιὰ νὰ μὴ σωριαστεῖς στὸ χῶμα - ἕνα ἄγαλμα
ποῦ τείνει μάταια σὰν τσαμπὶ σταφύλι τ᾿ ἀναπόδεκτα κλειδιὰ ἑνὸς
παραδείσου.

Γιάννης Ρίτσος

Η γέφυρα

Εκδόσεις: Κέδρος

Άρια

Είναι οι καμέλιες πλαστικές
Κι ας παριστάνουν τις σπάνιες
Κι οι ορτανσίες από φτηνό τσίτι
Κι ας φαντάζουν καπέλα ιπποδρομίου.

Τα ρόδα είναι συνήθως από πανί
Οι μενεξέδες από τριμμένο μετάξι
Οι πανσέδες, βεβαίως από βελούδο
Αλλά οι μαργαρίτες είναι από ψάθα κι άσπρα φτερά
Μυρίζουν καπέλο Τραβιάτας
Χαίρονται να τρέμουν φρεσκοντυμένες
Στο πικνίκ του παρτεριού
Κάτω απ' το λίθινο προϊστορικό σπίτι.

Όταν κάποιος ανοίγει ένα ρόδι
Θυμάται την καρατόμηση της Άννας Μπολένας
Όταν κάποιος δαγκώνει ένα κεράσι
Ξεχνά ότι σταυρώθηκε.

Πάντως απόψε ο κήπος σκηνογραφεί
Την Κάρμεν ντυμένος εμπριμέ
Με τσιγγάνικα οπωροφόρα και τυχαίους συνδυασμούς
τονικής ακαλαισθησίας
Και αναιδή ζωντάνια - πταίσμα κακογουστιάς
Που παίρνει άφεση απ' την τέχνη λόγω αυθεντικότητας -
Ζεματάνε λιθόστρωτα ονείρωξης
Ενώ ακούγεται ο Θεός ηλεκτρικό πριόνι
Να κόβει και να κόβει
Ήχος ορθής σοφίας μέσα σε λάθος ιμπρεσιονιστικό
Ήχος παρέμβασης τεμαχισμού στυγνού
Σε όργιο σπινθήρων διαβολικού χρωστήρα
Κι ορχήστρας αμαρτημάτων. Σφαγές παράφωνης δροσιάς.

Όταν κάποιος κοιτάζει ένα κρίνο
Θυμάται ότι κάποτε ίσως υπήρξε η Νόρμα
Όταν κάποιος μυρίζει μανόλια
Ξεχνά πως κιόλας πέθανε.

Πάντα τα περιβόλια βγάζουν μια πανδαισία υψίφωνη
Και τα σκηνικά τους αλλάζουν καταπώς πάει ο άνεμος
Ανάλογα με το μελόδραμα των μετεωρολόγων
Τα νυχτολούλουδα μουρμουρίζουν κασσιανές ψαλμωδίες
Νευρασθένειες φθόνου στ' ονειρόχρωμα φυλακής
Πυκνόφυτου κολαστηρίου. Κι οι πασχαλιές λένε τραγούδια
Χορωδιακά με σταυρουδάκια φωνών κοντράλτο.

Στρατής Πασχάλης
Εποχή Παραδείσου
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης

Υψώματα του Μάτσου Πίτσου

Χ

Πέτρα στην πέτρα, που ήταν ο άνθρωπος
Αγέρα στον αγέρα, που ήταν ο άνθρωπος
Χρόνο στον χρόνο, που ήταν ο άνθρωπος
Μήπως ήσουν κι εσύ το σπασμένο κομμάτι
τ' ανολοκλήρωτου ανθρώπου, ο κούφιος αητός
που απ' τους δρόμους του σήμερα, απ' τα χνάρια,
απ' τα φύλλα του νεκρού φθινοπώρου,
πάει σπαταλώντας την ψυχή μέχρι τον τάφο;
Το φτωχό χέρι, το πόδι, η χαμοζωή
Οι μέρες απ' αναλυτό μέσα σου
φως, σαν τη βροχή
πάνου στις σημαιούλες της γιορτής,
που έφερναν ανθόφυλλο στ' ανθόφυλλο τη μουντή τροφή τους
στ' άδειο στόμα;
Πείνα, κοράλλι τ' ανθρώπου,
πείνα, απόκρυφο φύτρο, ρίζα των ξυλοκόπων,
πείνα, η γραμμή του γκρεμού σου τάχ' ανεβαίνει
μέχρι εκείνους τους αψηλούς χάρβαλους πύργους

Σ' αναρωτώ, αλάτι των δρόμων,
δείξε μου το κουτάλι, άσε με, αρχιτεκτονική,
να τρίψω μ' ένα μικρό λεπίδι τα στημόνια της πέτρας,
ν' ανέβω όλα τα σκαλιά του αγέρα ως το κενό
ν' αποξέσω τα σπλάχνα μέχρι ν' αγγίξω τον άνθρωπο.
Μάτσου Πίτσου, στοίβαξες
πέτρα στην πέτρα, και στα θεμέλια, ράκος
Κάρβουνο στο κάρβουνο, και στο βάθος το δάκρυ,
Φωτιά στο μάλαμα, και μέσα του, τρεμουλιαστό τ' άλικο
στάλαγμα του αίματος

Δω μου πίσω τον σκλάβο που έθαψες.
Ξέθαψε απ' τα χώματα το ξερό ψωμί
του δύστυχου, δείξε μου του δούλου
τα φορέματα και το παράθυρό του
Πε μου πως κοιμόταν όσο ζούσε.
Πε μου αν ο ύπνος του ήταν
ρόγχος, μισάνοιχτος, σαν ένας μαύρος λάκκος
φταγμένος απ' την κούραση πάνω στο τείχος.
Το τείχος, το τείχος. Πε μου, αν απάνω στον ύπνο του
βάραιναν όλες οι πέτρινες στρώσεις, κι αν έπεσε κάτωθέ τους
σαν κάτου απ' ένα φεγγάρι, αντάμα με τ' όνειρο.

Αρχαία Αμερική, νύφη βυθισμένη
μήπως τάχα τα δάκτυλά σου
βγαίνοντας μεσ' απ' αυτήν τη ζούγκλα ως των θεών το χαώδες ύψος,
κάτου απ' τα γαμήλια λάβαρα τα λαμπρά και τιμημένα,
σμίγοντας τη βροντή των τυμπάνων και τις λόγχες,
κι ακόμα, κι ακόμα τα δάκτυλά σου,
εκείνα που τ΄άυλο ρόδο κι η γραμμή της παγωνιάς, εκείνα
που ο ματωμένος κόρφος του νέου σπαρτού έφεραν
μέχρι το υφάδι της λαμπρής ύλης, μέχρι τις τραχιές κουφάλες
κι ακόμα, κι ακόμα, Αμερική θαμμένη, έκρυβες σ' εκείνο το πιο βαθύ,
στο πικράντερο, σαν έναν αητό, την πείνα;

Pablo Neruda
Υψώματα του
Μάτσου Πίτσου
Μετάφραση: Νίκος Χρυσόπουλος
Εκδόσεις: Παρασκήνιο

Κάποτε οι γυναίκες

Κάποτε μεσ' απ' το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί
περνάει πάνω από τα σπίτια και κατεβαίνει στην πόλη
άλλοτε χρόνια έμεινε φυλακισμένο μεσ' στο φεγγάρι
γι' αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό
μ' ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι

Μεσ' απ' το σύννεφο κατεβαίνει μεσ' στη βροχή
περνάει σα φάντασμα πάνω απ' τα σπίτια
στους δρόμους το κράζουν πουλί πουλί της βροχής
δε στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί
χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα το δείχνουν
γιατί είν' ένα πουλί σκληρό που βάφτηκε μ' αίμα
π' αγριεμένο στην πόλη κατεβαίνει με τη βροχή
κι ένα πανέμορφο έχει γυναικείο μάτι

Γι αυτό κι οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν
άλλες όμως το κρύβουν μεσ' στους καθρέφτες τους
άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια
κι άλλες βαθιά μεσ' στο σώμα τους
έτσι δε φαίνεται
δεν το βλέπουν οι άντρες που τις χαϊδεύουν το βράδυ
ούτε το πρωί σα ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη
δεν το βλέπουν
γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό πολύ φοβισμένο

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945 - 1971)
Εκδόσεις: Κέδρος

Mottetti

III

Δροσιά πάνω στα τζάμια, πάντα
μαζί και πάντα χώρια
οι άρρωστοι, και στα τραπέζια πάνω
οι ατέλειωτοι διάλογοι στα χαρτιά.

Ήταν η εξορία σου. Σκέφτομαι
και τη δικιά μου, το πρωί
σαν άκουσα να σκάει στα βράχια
η βόμβα μπαλαρίνα.

Και κρατήσανε πολύ τα νυχτερινά παιχνίδια των βεγγαλικών: σαν σε γιορτή.

Γλίστρησε μια σκληρή φτερούγα, και σου άγγιξε τα χέρια
αλλά μάταια: το χαρτί σου δεν είναι αυτό.


Ευγένιος Μοντάλε
Mottetti
20 Ερωτικά Ποιήματα
Μετάφραση: Γιάννης Παππάς
Εκδόσεις: Οδός Πανός


Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη

Τίποτα δε χαρίστηκε στον άνθρωπο ποτέ. Μηδέ η δύναμή του,
Μηδέ αδυναμία, μηδέ καρδιά. Κι όταν νομίζει πως
Τα χέρι’ ανοίγει, ο ίσκιος του είναι σωστός σταυρός
Και μνέσκει μες στη χούφτα του της ευτυχίας του η σποδός
Είναι μια προδοσία φριχτή κι αλλόκοτ’ η ζωή του.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Η ζωή του... Μοιάζει σε στρατιώτες με στολές
Μα δίχως όπλα, για έναν άγνωστο σκοπό ταγμένους.
Τι κι αν τους έβρεις το πρωί ετοιμασμένους,
Αυτούς, οπού το βράδυ θα τους δεις αβέβαιους, νικημένους;
Πείτε μονάχα: η ζωή μου! Και βαστΤήχτε των δακρύων σας τις πηγές...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ωραία μου αγάπη, καλή μου αγάπη, οδύνη και πλάνη,
Μαζί μου σ’έχω, μέσα μου, σαν πουλί πληγωμένο·
Κι όλοι γύρω μάς βλέπουν μ’ένα βλέμμα χαμένο,
Ξαναλέγοντας, πίσω μου, κάθε λόγο που είχα πλεγμένο
Στα μεγάλα τα μάτια σου –κι έχει τώρα πεθάνει...
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Ο καιρός να μάθουμε να ζούμε έχει διαβεί...
Κλαίνε στην ένωσή τους οι καρδιές μας κάθε βράδι,
Για το σπαθί της δυστυχίας που της χαράς το υφάδι
Κόβει, για τις λύπες που πληρώνουν ένα χάδι,
Τα όσα δάκρυα για μια κιθάρας πνοή.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Δεν υπάρχει αγάπη, σαν κισσός στον πόνο να μη στρέφεται,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε πεθαίνει,
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε μαραίνει,
Και της πατρίδας όχι πιότερο η αγάπη η βλογημένη
Δεν υπάρχει αγάπη που απ’ το κλάμα να μη θρέφεται.
Δεν υπάρχει αγάπη ευτυχισμένη.

Κι όμως, μ’ αγάπη εμείς οι δυο είμαστε δεμένοι!

Lοuis Aragon
Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης

Νέα στήλη:
"ό,τι διαβάζω"
Θα ενημερώνεται κάθε βδομάδα

Daddy

Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις πια
Παλιό παπούτσι
Που μέσα του σαν πόδι έχω ζήσει
Τριάντα χρόνια τώρα φτωχό και λευκό,
Τολμώντας μόλις να πάρω ανάσα ή να φταρνιστώ.

Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά
Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει–
Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό,
Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο
Μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο

Και το κεφάλι μέσα στο φρικτό Ατλαντικό
Όπου βρέχει πράσινη βροχή στο κυανό
Πέρα από τα νερά του ωραίου Νουαζέτ.
Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Στη γλώσσα τη γερμανική, σε μια πολωνική πολίχνη
Ισοπεδωμένη από τον οδοστρωτήρα
Πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πολίχνης είναι κοινό.
Ο Πολωνός μου φίλος

Λέει πως υπάρχουνε ντουζίνες, μία ή δυο.
Κι έτσι ποτέ δεν μπορούσα να πω
Πού πάτησες το πόδι σου, οι ρίζες σου πούθε κρατούν
Δε θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω.
Η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο.

Μαγκώνει σε μια ακάνθινη συρμάτινη παγίδα.
Ιch, ich, ich, ich,
Ήμουν σχεδόν χωρίς φωνή.
Και νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα είναι αισχρή

Μια μηχανή, μια μηχανή
Που με μασούσε σαν Εβραίο.
Έναν Εβραίο στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα σαν Εβραίος να μιλώ.
Νομίζω πως μπορεί να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια του Τιρόλου, της Βιένης η διάφανη μπίρα
Δεν είναι τόσο αγνά κι αληθινά.
Με την τσιγγάνα προγονό μου και το κακό μου ριζικό
Και τα χαρτιά μου τα ταρό, και τα χαρτιά μου τα ταρό
Ίσως και να 'μαι λιγάκι Εβραία.

Και ξέρεις, πάντα σε φοβόμουν
Με τη Luftwaffe σου και τα παράσημα σου.
Το τακτικό μουστάκι σου
Και τα αριά σου μάτια, γαλάζια φωτεινά.
Panzer-man, panzer-man, Ω εσύ —

Που Θεός δεν είσαι αλλά σβάστικα
Κατάμαυρη, που δεν τη διαπερνάει ο ουρανός.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν φασίστα,
Την μπότα στα μούτρα, του κτήνους την καρδιά
Του κτήνους, ενός κτήνους σαν εσένα.

Σε ένα μαυροπίνακα στέκεσαι, μπαμπά,
Στη φωτογραφία που κρατώ,
Ένα σημάδι στο σαγόνι αντί στο πόδι,
Αλλά δεν είσαι λιγότερο διάβολος γι' αυτό,
Όχι λιγότερο από το σκοτεινό άντρα

Που την όμορφη πορφυρή καρδιά μου έκοψε στα δυο.
Ήμουν δέκα χρονώ όταν σε βάλανε στον τάφο.
Και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ
Για να σε ξαναβρώ, για να σε ξαναβρώ.
Μπορούσα ακόμα και στα κόκαλα σου να αρκεστώ.

Αλλά με έσυραν έξω από το λάκκο
Και με κόλλα με ένωσαν ξανά.
Τότε όμως τι να κάνω ήξερα πια.
Έφτιαξα λοιπόν ένα μοντέλο από σένα,
Έναν άντρα με μαύρα και ύφος Meinkampf

Κι έναν έρωτα τροχό μαρτυρίων.
Και είπα δέχομαι, δέχομαι.
Κι έτσι ξόφλησα, μπαμπά.
Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζωμένο,
Και οι φωνές δε φτάνουν μέχρι εδώ.

Αν σκότωσα ένα αρσενικό, σκότωσα δυο–
Το βρικόλακα που έμοιαζε σε σένα
Και μου 'πινε ολοχρονίς το αίμα,
Εφτά χρονιές, αν θες να ξέρεις.
Ησύχασε τώρα, μπαμπά.

Υπάρχει ένα παλούκι στη μαύρη σου καρδιά,
Και οι χωρικοί δε σε χώνεψαν ποτέ.
Χορεύουν τώρα και σε ποδοπατούν.
Ήξεραν πάντα ότι ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, με σένα έχω ξοφλήσει πια.


Σύλβια Πλαθ

Ποιήματα

Μετάφραση:Κατερίνα και Ελένη Ηλιοπούλου

Εκδόσεις:Κέδρος


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Η πόρτα

Άνοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του
οικίσκου εφώναξαν "Ποιος είναι;" Βλέποντες δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμιά δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ' όλον τούτο, πίσω απ' το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι
ανέκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα - σαν να
κτυπούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να
πτερούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των
ουρανών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η νοικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μακράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι.....Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωναν ακαριαίως σαν άνθη
κήπου αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν τόπος αγνότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.

Ανδρέας Εμπειρίκος
Οκτάνα
Εκδόσεις: Ίκαρος

Η κόρη που 'φερνε ο βοριάς

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου
αναλογίστηκα που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.

Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μου άφηνε ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τίποτα κανείς

Μόνο πύρωνε της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε

Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη
φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο βοριάς κι εγώ περίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει

Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μεσ' στον ουρανό κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.

Οδυσσέας Ελύτης
Το φωτόδεντρο
και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Εκδόσεις: Ίκαρος

Το όνειρο

Κάθε νύχτα το ίδιο αλλόκοτο όνειρο. Σα να βγαίνουν μεσ' απ' τους τοίχους, δεν προφταίνεις,ν' αμυνθείς, τον πρώτο τον κυνηγάνε στη λεωφόρο,τα τσεκούρια τους δεν τον βρίσκουν κι αντηχούν απαίσια πάνω στην άσφαλτο, τότε τον κάρφωσαν με την ξιφολόγχη, κανείς δεν ξέρει πως βρέθηκε στα χέρια τους, ύστερα κάποιος φάνηκε καβάλα σ' ένα άλογο, "θα 'ναι
η ψυχή του" σκέφτηκα, τον άλλον τον πνίγουν μέσα σ' ένα μαγαζί, για να με φοβίσουν, μάλιστα, ανοίγουν λίγο την πόρτα και μου δείχνουν το άψυχο χέρι του, πριν από μένα ήρθε η σειρά του κοριτσιού, "μείνε εκεί κοντά στον κόσμο, του λέω - ίσως φοβηθούν", σχεδόν παιδί κι όμως δεν το λυπούνται, "δεν υπάρχει κανείς εδώ, φωνάζω, μας σκοτώνουν"κι άξαφνα βρίσκονται δίπλα μου, βάζω τρομαγμένος τις φωνές "βοήθεια"
και ξυπνάω λουσμένος στον ιδρώτα.
Αν όμως μια νύχτα δεν μπορέσω να ξυπνήσω την κατάλληλη στιγμή;

Τάσος Λειβαδίτης
Ο τυφλός με τον λύχνο
Εκδόσεις: Κέδρος


Η ισόβια στιγμή

Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε, δώσε της διάρκεια, μπορείς
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πυρά του ήλιου
πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλί να βγάλεις έναν αιώνα,
με θόλο για την ομορφιά
και την αντήχηση όπου
σου φέρνουν οι άγγελοι μες στο πανέρι
τη δρόσο από τους κόπους σου όλο φρούτα στρογγυλά και κόκκινα
τη στεναχώρια σου
γεμάτη πλήκτρα που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο
ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθώς αρμόνιο
και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλα
δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες
Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες,

όλα μία στιγμή όλα η μόνη σου
αστραπή για πάντα.
Η άμμο που έπαιξες όπως με τη ζωή σου η Τύχη
και τα στέφανα με την παντοτινή σου
άγνωστη ο καιρός ο ανίσχυρος
εχθρός αν έχεις κατορθώσει
μια για πάντα ολόισια ν' ατενίσεις το φως
είναι η μία στιγμή
σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα
ίδια νεροσταγόνα
είναι η Αρετή
με τα πουλιά του Σκίρωνα και τα πανιά του Αργέστη


Έτη φωτός στους ουρανούς
έτη Αρετής μες στον ασβέστη.


Οδυσσέας Ελύτης
Μαρία Νεφέλη
Εκδόσεις: Ίκαρος

Ψαλμός

Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό,
κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.
Κανένας.

Δόξα σοι ο Κανένας.
Για την αγάπη σου θέλουμε
ανθίσει.
Σ' εσέναν
απέναντι.

Ένα Τίποτα
ήμαστε, είμαστε, για πάντα
θα μείνουμε, που ανθίζει:
του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδο.

Με
το στύλο φως ψυχής,
το στήμονα έρημο ουρανού,
τη στεφάνη κόκκινη
από τη λέξη πορφύρα, που τραγουδούσαμε
πάνω, ω πάνω
απ' τ' αγκάθι.

Paul Celan
Του κανενός το ρόδο
Μετάφραση: Χρήστος Γ. Λάζος
Εκδόσεις: Άγρα


Τα μάτια

Σταμάτα αφέντη, γιατί είμαστε και μεις τόσο, μα τόσο κουρασμένοι
Που νοιώθουμε τα δάχτυλα τ' ανέμου
Να κλείνουν τα καπάκια τα κρεμασμένα από πάνω μας
Και είναι υγρά, βαρειά σαν το μολύβι.

Σταμάτα, ξεκουράσου αδερφέ, έξω η μέρα ξημερώνει!
Η φλόγα τρέμει, πάλλεται
Και το κερί μας έλιωσε, τελειώνει.

Λύτρωσέ μας, έξω γέμισε χρώματα η φύση,
Το πράσινο των βρύων και τ' άλλα των ωραίων λουλουδιών,
Κι έχει δροσιά κάτω απ' τα δέντρα.

Λύτρωσέ μας, γιατί λιώνουμε
Σ' αυτήν την αειρέουσα μονοτονία
Των τυπωμένων άσχημων στοιχείων, των μαύρων
Πάνω στην λευκή περγαμηνή.

Λύτρωσέ μας, γιατί είναι κάποια ύπαρξη
Που το χαμόγελο της πιο πολύ αξίζει
Απ' όλη την πανάρχαιη γνώση των βιβλίων:
Αυτήν θα πρέπει να κοιτάμε τώρα.

Έζρα Πάουντ
Από το βιβλίο, ανθολόγιο:
Τα ωραιότερα ποιήματα του κόσμου
Εκδόσεις: Άγνωστο
Επιλογή-Επιμέλεια-Απόδοση
Χρίστος Γούδης

Μην αφήσεις το άλογο...

Μην αφήσεις το άλογο
να φάει το βιολί
φώναξε του Σαγκάλ η μάνα
Μα εκείνος
συνέχισε
να ζωγραφίζει

Και έγινε διάσημος
Κι εξακολούθησε να ζωγραφίζει
Το άλογο με το Βιολί στο Στόμα

Κι όταν λοιπόν το τέλειωσε
πήδησε πάνω στο άλογο
κι έφυγε καβάλα
ανεμίζοντας το βιολί

Κατόπιν με μιαν επίκυψη το 'δωσε
στον πρώτο τσίτσιδο γυμνό που συνάντησε

Άνευ χορδών και άνευ
όρων

Λώρενς Φερλινγκέττι
Αυτά είναι τα ποτάμια μου
Μετάφραση: Χρήστος Τσιάμης
Εκδόσεις: Καστανιώτη

Του κανενός το ρόδο

ΤΟΣΟΙ ΠΟΛΛΟΙ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ, που
κάποιος μας προτείνει. Ήμουν,
όταν σε κοίταξα - πότε; -,
έξω
στους άλλους κόσμους.

Ω εκείνοι οι δρόμοι, γαλαξιακοί,
ω εκείνη η ώρα, που
πρόσθεσε τις νύχτες στο βάρος των ονομάτων μας
και τις ζύγισε μαζί. Δεν είναι.
το ξέρω, δεν είναι αλήθεια
ότι ζήσαμε, πέρασε μόνο
μια ανάσα τυφλή ανάμεσα σε
εκεί κι όχι-εδώ και κάποτε,
σαν κομήτης σφυρίζοντας πέρασε ένα μάτι
προς κάτι σβησμένο, μες στα φαράγγια,
εκεί που η φωτιά ξεψύχαγε, στεκόταν
λαμπρός μαστοφόρος ο Χρόνος,
κι από μέσα του βλάσταινε κιόλας
προς τα πάνω και κάτω και πέρα, ό,τι
είναι ή ήταν ή θα είναι -,
εγώ ξέρω,
ξέρω και ξέρεις, εμείς ξέραμε,
εμείς δεν ξέραμε, αφού
ήμαστε εδώ και όχι εκεί,
και κάποτε, όταν
μόνο το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε
εντελώς ο ένας τον άλλο.

Paul Celan
Του κανενός το ρόδο
Μετάφραση: Γ. Λάζος
Εκδόσεις: Άγρα


Ανοίγεται το αίσθημα

Ανοίγεται το αίσθημα σαν σώμα
Οι κούφιες ώρες μπαίνουνε εκεί
Οι ώρες με τον μανδύα στο πρόσωπο
Οι κόρες που κοιτάζουν τη γη
Και τα θλιμμένα νιάτα
Οι κόρες που θυμούνται τα πάντα
Έναν καιρό αγύριστο
Όταν είχανε φτερά

Ανοίγεται το αίσθημα σαν κατακόμβη
Βυθίζονται μέσα του οι στερνές αχτίδες του ήλιου
Και οι παρθένες με τ' άσπρα τους μάτια
Έξω δεν ξέρουνε αν κάνει κρύο ή ζέστη
Αν οι μέρες ασπρίζουν σαν αγάλματα στο φως
Αν το νερό αδιάκοπα κυλάει στ' αυλάκια
Όπως ο κρουνός της χαράς που δεν λησμονιέται

Στην κατακόμβη όλα κοιμούνται κι όλα παίζουν
Το σκοτάδι έχει σκιρτήματα
Σαν εκείνα του κύματος στον όρθρο
Και βελάσματα ακούγονται πότε-πότε
Ξαναγίνηκαν αθώα τα περασμένα
Και τ' αλλοτινά
Είναι βρέφη που τα γέννησε η νοσταλγία
Και που βρήκανε τον κόρφο μιας μητέρας.

Γιώργος Σαραντάρης
Ποιήματα
Εκδόσεις: Ζήτρος


Ο σκονισμένος ποδηλάτης

Τριγύριζα στην πόλη, μες στα σοκάκια
της αγαπημένης συνοικίας.
Κι αντάμωνα εκεί πρόσωπα άγνωστα συμπαθητικά...Κι ύστερα,
στο θυρωρείο που είχα πάει
για να γυρέψω ένα δωμάτιο, βρήκα...
Βρήκα κάτι τόσο ευγενικό.

Η μάνα μου μιλούσε για το νοίκι.
Ήμουν στην άλλη όχθη εγώ. Η στέγη μου ήταν τώρα στον Παράδεισο. Έναν Παράδεισο υπέρτατο και ταραγμένο, που μας προσφέρει να πιούμε το κώνειο...
Αλλά ας γυρίσουμε
στο θυρωρείο, στα ανυπόκριτα
φερσίματα της, στο ζωηρό του κοκκίνισμα...

Κι όμως βασίλευε σε όλα αυτά το άρωμα
το αγνό κι ευγενικό της φτώχειας.

Σάντρο Πέννα
Ο σκονισμένος ποδηλάτης
Μετάφραση: Ερρίκος Σοφράς
Εκδόσεις: Ροδακιό


Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού

(αποσπάσματα "Διαλόγων")

1

Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα -
με κουρελιασμένα μάτια
με φλεγωμένους κροτάφους απ' την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι η αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ' τα άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα.

2

Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρα μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά -
αυτός είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ' το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα...

3

Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ' αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.

4

Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάις άνθη.

5

Τα όνειρα βλαστοί στο στήθος
κλήματα μεσ' στην καρδιά
διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.

Νίκος Καρούζος
Τα ποιήματα
Τόμος Α' (1961 - 1978)
Εκδόσεις: Ίκαρος


ΜΟΤΤΕΤΤΙ

Το ξέρεις: πρέπει να σε ξαναχάσω και δεν μπορώ.
Σαν μια βολή ακριβείας με ξαφνιάζει
κάθε ενέργεια, κάθε κραυγή και κάθε αλμυρός αέρας που πλημμυρίζει
από την προκυμαία και δημιουργεί την σκοτεινή άνοιξη της Sottoripa.

Πόλη του σιδήρου και των καταρτιών
ένα δάσος στη σκόνη του δειλινού.
Ένα μακρύ βουητό έρχεται από τ' ανοιχτά,
χαράσσει όπως το νύχι στο γυαλί. Ψάχνω για το χαμένο σημάδι, το μόνο ενθύμιο αγάπης που είχα από σένα.
Και η κόλαση είναι σίγουρη.

Eugenio Montale
Mottetti
20 Ερωτικά Ποιήματα
Μετάφραση: Γιάννης Παππάς
Εκδόσεις: Οδός Πανός


Ακάλυπτος χώρος

Ι

Ξυπνάει και κοιτάζει το σπίτι του.
Τα τετραγωνικά του λίγα,
τα έπιπλα με την αξιοπρέπεια ρυθμισμένα, της ανάγκης.
Τα ρούχα του, τα σακάκια του μετρημένα, το ίδιο.
Το παντελόνι μεταξύ ατημελησίας και διαφαινόμενης φθοράς.
Τα παπούτσια επίσης, γεμάτα γαζιά,
που η τέχνη του μάστορα επιμελώς έχει "κρύψει"
ενώ τα πόδια του ανυπεράσπιστα, μαλακά καθώς φοράει τις κάλτσες
του θυμίζουν πως δεν ήταν
και για πολύ μεγάλα, εντέλει, στη ζωή πράγματα.
Ύστερα φτιάχνει τον καφέ του.
Φέρνει δυο μαραμένα φρούτα, λίγο μέλι και θυμάται,
ώσπου έτσι φτάνει πια σιγά σιγά μεσημέρι,
τρώει, πλαγιάζει και σηκώνεται κατά τις επτά.
Συνήθως - και ύπουλα - τον διαβρώνει την ώρα εκείνη ένα υφέρπον παράπονο και ένα τζάμι θαμπό, το δάκρυ στα μάτια, του κόβει τον κόσμο στα δύο.

Κάπως έτσι λοιπόν ένα βράδυ
το αίμα θα μπουκάρει μέσα στο σκάφος - στο κρανίο του -
θα τα βρέξει όλα, θα τα γεμίσει και θα πεθάνει.

Γιώργος Μαρκόπουλος
Κρυφός κυνηγός
Εκδόσεις: Κέδρος


Συνειρμός

Είπε: "η άγκυρα", - όχι με την έννοια της στήριξης,
ή την ιδέα της συναναστροφής με το βυθό - τίποτα τέτοιο.
Κουβάλησε μιαν άγκυρα στην κάμαρά του, την κρέμασε
σαν πολυέλαιο στο ταβάνι. Τώρα, ξαπλωμένος, τη νύχτα,
κοιτούσε στο κέντρο της οροφής αυτή την άγκυρα, ξέροντας
πως πάνω απ' τη στέγη συνεχίζονταν κάθετη η αλυσίδα της,
κρατώντας πάνω απ' το κεφάλι του, ψηλά, σε μια γαλήνια επιφάνεια
ένα μεγάλο, σκοτεινό, επιβλητικό καράβι με σβηστά τα φώτα του.
Στο κατάστρωμα αυτού του καραβιού, ένας φτωχός μουσικός
έβγαλε το βιολί απ' τη θήκη του κι άρχισε να παίζει
ενώ αυτός, μ' ένα προσεχτικό χαμόγελο, άκουγε
τη μελωδία εκείνη διυλισμένη απ' το νερό και το φεγγάρι.

Γιάννης Ρίτσος
Μαρτυρίες
Εκδόσεις: Κέδρος

Ο καλός άγγελος

Ήρθε αυτός που ήθελα,
αυτός που φώναξα.

Όχι αυτός που σαρώνει απροστάτευτους ουρανούς,
άστρα χωρίς καλύβες
φεγγάρια χωρίς πατρίδα,
χιόνια.
Χιόνια απ' αυτά που 'πεσαν από ένα χέρι.
Ένα όνομα,
ένα όνειρο,
ένα μέτωπο.

Όχι αυτός που 'χε δεμένο τον θάνατο
στα μαλλιά.

Αυτός που ήθελα.

Χωρίς να γδάρει τον αέρα,
χωρίς να πληγώσει φύλλα ή να δονήσει παράθυρα.

Αυτός που 'χε δεμένη στα μαλλιά
την σιωπή.

Έτσι ώστε, χωρίς να μου κάνει κακό,
να σκάψει μες στο στήθος μου μιαν όχθη ιλαρού φωτός
και να κάνει την ψυχή μου πλώϊμη.

Ραφαέλ Αλμπέρτι
Από το βιβλίο:
Τα ωραιότερα ποιήματα του κόσμου
Επιλογή Απόδοση Επιμέλεια:
Χρίστος Γούδης

Χαϊκού Γιόσο Μπουσόν

Η ανοιξιάτικη θάλασσα φουντώνει
και ηρεμεί, και ξαναφουντώνει-
Μέχρι που αντηχεί η αργή
βραδινή καμπάνα.

*
Ανοιξιάτικη βροχή: πάνε μαζί
συζητώντας το ψάθινο αδιάβροχο
και η ομπρέλα.

*
Γιατί όταν έπεσε,
το νερό που είχε μέσα χύθηκε
καμπανούλα της καμέλιας!

*
Στη μεγάλη καμπάνα του ναού,
ξαποσταίνει η μικρή πεταλούδα.
κοιμάται.

*
Όταν ανοίγει
το άνθος της παιώνιας
βγάζει ένα ουράνιο τόξο.

*
Μια γυναίκα
διαβάζει ένα γράμμα στο φεγγαρόφωτο
Άνθη της αχλαδιάς.

*
Για τα λευκά άνθη της δαμασκηνιάς
άρχισε η μέρα.

Η κλασική παράδοση
των χαϊκού
Μια ανθολογία
Μετάφραση: Δώρα Στυλιανίδου
Εκδόσεις: Εκάτη

Αισθηματικός περίπατος

Η δύση άφησε τις ύστατες αχτίδες
κι ο άνεμος τα χλωμά τα νούφαρα κινούσε
τ' ανοιχτά νούφαρα, μέσα από τα καλάμια
θλιβερά γυάλιζαν στο άτρεμο κύμα απάνω.
Μόνος πλανιόμουνα, σέρνοντας την πληγή μου
μέσα από τις ιτιές, μπρος στων νερών το μάκρος,
που η πάχνη η άπλαστη όμοιαζε μεγάλο
φάντασμα άσπρο σαν το χιόνι, απελπισμένο,
με τις άγριες πάπιες μαζί θρηνώντας,
που τα φτερά χτυπάν κι η μια την άλλη κράζουν,
μέσα από τις ιτιές, που ολομόναχος πλανιόμουν
σέρνοντας την πληγή μου, και των ίσκιων ήρθε
το άφεγγο σάβανο, τις ύστατες να πνίξει
της δύσης αντηλιές μες στα χλωμά νερά του
και τα νούφαρα, μεσ' από τα καλάμια,
τ' ανοιχτά νούφαρα στο άτρεμο κύμα απάνω.

Paul Verlaine
Νυχτερινή φαντασία
Μετάφραση: Τέλλος Άγρας
Εκδόσεις: Ποταμός

Αυτοσυντήρηση


Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη
γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία
ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση.



Ὅμως θὰ πρέπει νά ῾ταν ἄνοιξη
γιατὶ καὶ μέλισσες βλέπω
νὰ πετοῦν γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ μνήμη,
μὲ περιπάθεια καὶ πίστη
νὰ συνωστίζονται στὸν καλύκά της.
Ἐκτὸς ἂν εἶναι ὁ ὀργασμὸς
νόμος τοῦ παρελθόντος,
μηχανισμὸς τοῦ ἀνεπανάληπτου.
Ἂν μένει πάντα κάποια γῦρις
στὰ τελειωμένα πράγματα
γιὰ τὴν ἐπικονίαση
τῆς ἐμπειρίας, τῆς λύπης
καὶ τῆς ποίησης.


Κική Δημουλά
Το λίγο του κόσμου
Εκδόσεις: Ίκαρος

Νέα Στήλη:
"Ό,τι διαβάζω"
Θα ενημερώνεται κάθε βδομάδα

ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ

III
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής
που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου
Κυριακές
Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν
οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους
στήθος
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε
τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου
την αχτίδα
Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά
Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει
στη θάλασσα
Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε
Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη
Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή
Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

Οδυσσέας Ελύτης
Ήλιος ο πρώτος
Εκδόσεις: Ίκαρος

Πρόγευση

Λίγο πιο πέρα απ' το φως που ρίχνει η λάμπα
αρχίζει ένας κόσμος άλλος, άγνωστος, ποιος πήγε ως
εκεί; ποιος γύρισε; κι ύστερα τις νύχτες, α, πόσες
περιπέτειες μες στ' όνειρο, έτσι που η ζωή σου γίνεται
ασήμαντη (γι' αυτό κι επικίνδυνη) - ώσπου
βράδιαζε και ξανάρχιζε εκείνη η παλιά οικογενειακή
βροχή, όπως τότε που η μητέρα δε μ' άφηνε να βγω και
παίζαμε μαζί στο δωμάτιο, εγώ κρυβόμουν κι εκείνη
έψαχνε, έψαχνε, αλλά δε μ' έβρισκε, "που είσαι;" φώναζε τότε τρομαγμένη,
γιατί εγώ είχα κιόλας καταποντιστεί μες σ' όλους τους μελλοντικούς μου πόνους.

Τάσος Λειβαδίτης
Ο τυφλός με τον λύχνο
Εκδόσεις: Κέδρος

Συνομιλία

δόξα σοι κύριε
ήπια και σήμερα μια γουλιά μέρας

ο ήλιος ήτανε ζεστός μα όχι και τόσο
που να μην με κρυώνει η σκιά


όχι δεν έριξα το φταίξιμο σε σένα
σκέφτηκα πως έφταιγε το αίμα μου
που γίνεται όλο πιο αργό
στη γύρα του


πήγα ύστερα και κάθισα σ' ένα πεζούλι
και μέτραγα κλωστές
κλωστές κύριε από κείνες....ξέρεις....
είπα να ματίσω τα κομμάτια μου

κόπος χαμένος κι άδικος
-το ξέρω-
μα να πω
πως προσπάθησα

τουλάχιστον

(του ύστερου σου λόγου το δέρμα φορώ και δε με βλέπεις)

Μέρη Λιόντη
Θέρος το Χειμαζόμενον
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Η ποιήτρια διαθέτει την αξιόλογη ιστοσελίδα: με τρόπο απλό

Παραμονές της λήθης



περισσεύει ο χρόνος δε λείπεται


τον φυλάω τσιγκούνικα
σε πέντε κιούπια
ένα για κάθε μέρα ένα για κάθε ώρα


χοροπηδώ πάνω στο προσδοκώμενο


είναι με φύλλα στρωμένο
και δροσερά μάτια


προσπαθώ να θυμάμαι τα πλούτη μου
ολισθαίνω εύκολα
αναχωρώ σ' ένα πηγάδι αγέλαστο
στεγνό


προσπαθώ να κρατηθώ στη θύμηση του νερού


σπάζοντας από ένα κιούπι κάθε τόσο
πληρώνω οφειλές των ματιών μου


στο τέλος θα μείνω με το άδειο πηγάδι
στο τέλος δεν θα έχω καμιά θύμηση
στο τέλος θα χω ξεχάσει
το φύλακα του νερού


(στη θάλασσα που γεμίζει τη νύχτα μου
την ψυχή μου χαλάλισα
για ένα χατίρι)

Μέρη Λιόντη
Θέρος το Χειμαζόμενον
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Η ποιήτρια διαθέτει την αξιόλογη ιστοσελίδα: με τρόπο απλό

Απιστία


ω, ναι ποτέ δεν πυροβάτησα
κρατήθηκα στην άκρη
από πληγές και καθαρτήρια νερά
κι αυτό το κρίμα με βαραίνει
κυρίως εν μηνί Αυγούστω
εντός και εκτός σεληνιακού κύκλου


στα άστρα απίστησα
τόσα χρόνια πριν άνοιξα τη φούχτα
τι βαστώ; στάχτη είναι είπα και τ' άφησα
και πια δε γύρισα πίσω


με ποιο πένθος θα καθαρθώ
να βρισκα ένα τρίχινο ρούχο
με στάχτη στο κεφάλι
να θρηνήσω την απώλεια των δακρύων
ζητώντας την αλήθεια των λέξεων


(να με αγαπάς όταν θα μιλώ τη γλώσσα μου)

Μέρη Λιόντη
Θέρος το Χειμαζόμενον
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Οι προτομές

Κόκκινα ακρόκλαρα της Άνοιξης πλατεία Ανωνύμων
ψίθυροι μόνον αεράκι κλεφτό τριγμοί οστών πάλι σιωπή
βασιλιάς και στρατιώτης αγκαλιά μα εδώ βασιλιάς δεν υπάρχει
ασήμαντοι φτωχοί φοβισμένοι κλοσάρ του χωριού οι σκοτωμένοι
λησμονημένοι, πρόσωπα φανταστικά οι προτομές
γύρω γύρω στην πλατεία κι αστροπελέκια στα ψηλά βουνά

τραυλίζουν τα ψελίσματα
δίοδος δεν υπάρχει!

Μάρκος Μέσκος
Τα λύτρα
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης

Μια ασήμαντη ιστορία

Σαν ήτανε μικρή, της τρύπησαν τ' αυτιά για να φοράει, λέει, σκουλαρίκια.
Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, ανάθρεψε παιδιά, σκουλαρίκια δε φόρεσε. Ένα δείλι, είπε ο μεγάλος γιος της: "Εγώ, μάνα, θα φύγω και θα σου φέρω μια μέρα-να δεις-σκουλαρίκια χοντρά, μαλαματένια και μακριά, ν' ακουμπάνε
στους ώμους σου". Εκείνη
χαμογέλασε απόμακρα. "Φτάνει να μου γυρίσεις, γιε μου, του είπε.

Πέρασαν χρόνια, ο γιος παντρεύτηκε, μεγάλωσε παιδιά, σκουλαρίκια δεν έφερε.
Η μάνα παραγέρασε, καμπούριασε, οι ώμοι της ακούμπησαν στ' αυτιά της. Είπε να του στείλει μέτρα
να μην είναι πια τόσο μακριά τα σκουλαρίκια. Ώσπου μια μέρα
σκίστηκαν άξαφνα ως κάτου οι τρύπες στ' αυτιά της.
Τότε κατάλαβε πως ο γιος της είχε πεθάνει.

Γιάννης Ρίτσος
Μαρτυρίες
Εκδόσεις: Κέδρος


Ιστορία του Σίσυφου

Το είδε κι έμεινε άναυδος
αδύνατο να πιστέψει πως το πέτυχε-
ύστερα από τη χιλιοστή προσπάθεια
είχε επιτέλους φτάσει στην κορφή.
Τόσους αιώνες σπρώχνοντας τον βράχο
βήμα το βήμα προς τα πάνω
ή τρέχοντας πίσω κάθε που του ξέφευγε
για να τον πιάσει πάλι και να ξαναρχίσει
δεν είχε ποτέ του αντικρίσει την κορφή
και τώρα να που ανέβηκε τόσο ψηλά
με δίπλα του τον βράχο ακίνητο.
Δοκίμασε να τον κουνήσει, βεβαιώθηκε
πως είχε γερά σταθεί, πήρε ανάσα
γύρισε ν' απολαύσει την απέραντη θέα
και ξαφνικά σταμάτησε-
αν τέλειωνε έτσι ωραία το μαρτύριο
θα έσβηνε μαζί κι ο μύθος
θα έπαιρναν τέλος οι συνεχείς του ερμηνείες
κανείς δεν θα ξαναμιλούσε για τον Σίσυφο.
Με όσες δυνάμεις είχε ακόμα έσπρωξε τον βράχο
για να τον κάνει να κυλήσει προς τα κάτω.

Τίτος Πατρίκιος
Η νέα χάραξη
Εκδόσεις: Κέδρος


Αδικία

ποιος έφταιξε στ' αλήθεια πιο πολύ
και ποιος με της αδικίας το χρώμα
έβαψε το νήμα
δεν έχω για ν' αποκριθώ
τη γνώση ή την ετοιμότητα

ίσως και οι δυο
ίσως κανείς
ίσως μια θάλασσα φουρτούνιασε
και πνίγηκε ο λόγος αύτανδρος
σαν όλες τις εγωκεντρικές γραφές
σε τόπο ξέβαθο

κι ύστερα μείναμε δυο ναυαγοί λειψοί
αφού πετάξαμε τα δώρα με το που
δίπλωσε η ανάσα

τι έμεινε τώρα που κι ο συχωρεμός
δεν είναι εδώ ίαμα των πληγών μας;


( ω, θλίψη...καρπέ στυφέ.....
πώς με ξεγέλασε το θέρος..)

Μέρη Λιόντη
Θέρος το Χειμαζόμενον
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Η ποιήτρια διαθέτει την αξιόλογη ιστοσελίδα: με τρόπο απλό



Σύνεργα που έχει η μοναξιά να μας θυμίζει πως ποτέ δεν θα
πεθάνει!
Ένα κερί αρωματικό ανάβει κάπου πέρα στο δωμάτιο.
Νιώθω φιγούρες ψυχής ολόγυρά μου να πετάνε.
Μες το σκοτεινό τους βασίλειο
ήταν άλλες, μα - εδώ -
φαίνονται πάλι άλλες:
Σαν μισογκρεμισμένα σπίτια που μία ανάμνηση παράξενη σε όσους τα κατοικούν αφήνουν.
Παίζει σιγά το ραδιόφωνο. Ακούω
τα κύματά του που ωραία απλώνονται
μες το δωμάτιο σαν όπως σ' ένα βράδυ είναι τραγούδι αυθύπαρκτο κάθε φεγγάρι.
Κοίτα πόσο απλά η θλίψη μου κυριαρχεί και βγαίνει
πάνω από τις λέξεις -
όπως σ' ένα ποτήρι με νερό μία σταγόνα λάδι για ξεμάτιασμα
σίγουρη επιπλέει.
Και όπως είναι να σωπαίνω πια για να κρατώ τον εαυτό μου σε εγρήγορση,
έτοιμο
αυτό που έρχεται για να παλέψει.
Σβήνω τα φώτα κι αφουγκράζομαι: ο ουρανός
είναι ένας μύθος που τον λέει
ο Θεός μ' εμπιστοσύνη σ' εμένα!

Στρατής Παρέλης
Σώματα ανθισμένων ιδεών


Θέλει ο άνθρωπος

Θέλει ο άνθρωπος το παρατεταμένο καλοκαίρι του,
την φαρδιά μέρα με τον Αύγουστο άνεμο, την χαρούμενη όψη
ενός καίσαρα Ιουλίου,
το φως
όπως μαγνητίζει τα πάντα και οι ώρες γίνονται
ιέρειες μιας μεταφυσικής που αλλιώς ερμηνεύεται..
Θέλει ο άνθρωπος να πρωταγωνιστεί στην ιστορία του, να
ορίζει
την όμορφη διάρκεια
του έρωτα, του φιλιού, του αισθήματος.
Θέλει ο άνθρωπος
να μιλά με τα απλούστατα λόγια
που μπορεί να του εμπνεύσει το όνειρο- θέλει
να είναι και λίγο Θεός
που παραδέχεται ότι έχει δικαίωμα να σφάλει..

Στρατής Παρέλης
Δηλωθέντα
Αθήνα 2009

Έζησα μέσα σε ποιήματα

Εξουσιάζομαι από την σημασία που απέδωσαν τα μάτια μου
στον γύρω κόσμο!

Οι άνεμοι που αξίζουν την προσοχή μου έχουν αυτομολήσει
σ' έναν άλλο ουρανό.

Αιθρία βαφτισμένη στο πέλαγο και στην ώχρα της όμορφης
γης!

Επάνω στα κλωνιά των δέντρων μικρά εγωιστικά πουλιά
κελαηδούν για έναν κόσμο γαλάζιο.

Η συνείδησή μου σαν τεντωμένο τόξο στοχεύει σ' έναν άλλο
ουρανό.

Τελικά είμαι φρουρός της αγάπης ή απλά ο υποταγμένος της;

Αν διακρίνω καλά στο μέλλον του κάθε παιδιού γράφεται
ένας κόσμος πιο άγριος.

Εμείς είμαστε οι φταίχτες της κάθε πικρής των πραγμάτων
κατάληξης.

Έζησα μέσα σε ποιήματα και τώρα να: κουράζομαι να λέω για
εκείνα που πονάνε.

Πάντως έχω λατρέψει το δέντρο και τον άνεμο και το πουλί-
κι έναν θεό ολόγυρα κρυμμένο μέσα σ' όλα και μες την
καρδιά μου.

Τώρα σπιθίζω στο αόρατο και εύχονται οι άγγελοι μου
να αστοχήσω

Να καταφύγω πάλι σε αυτό το νόημα που απ' τα πράγματα
είναι το πιο εύκολο

Όπως βυθίζεται ολοένα βυθίζεται ο άνθρωπος και μέσα του
λιγοστεύει το αθώο παιδί!

Στρατής Παρέλης
Παράθυρα της μοίρας
Αθήνα 2008
Πάρτε με πάρτε με από εδώ οι αέρηδες...
εγώ γι' αλλού γεννήθηκα - οι φρυκτωρίες
δείξαν αλλιώς το σινιάλο μου,
φύγανε νικημένοι μέσα μου οι Πέρσες
γιατί εγώ
ποτέ δεν μήδισα
ήπια τον ήλιο μέχρι κόκκαλο, το ταπεινό
χαμομηλάκι σεβάστηκα. Πάρτε με
κι αφήστε με καταμεσής στο πέλαγο
όπου
μια λέξη Ομήρου
αθανασία ντύνεται
και νύχτα μέρα όλα τα ποιήματά μου κυριεύει.

Στρατής Παρέλης
Σώματα ανθισμένων ιδεών
Αθήνα 2010

Ο ποιητής διαθέτει τις παρακάτω ιστοσελίδες:
http://stratisparelis.blogspot.gr/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/
http://thematakaialla.blogspot.gr/


Παρτο αλλιως!

Οι γυμνοι σαλιαγκες
που σερνονται στο κορμι μου,
φροντιζουν για την "αναπλαση" της επιδερμιδας μου.
Το μαρτυριο τους ομως ειναι
οτι ποτε δεν προκειται
ν' αποκτησουν "σπιτι"

Ποιητικο ξαφνιασμα της Αγριομελης

Η πλανητική γυναίκα

Κόρη της Γης, θηλυκιά σαν την ίδια,
Που από την κορυφή ως τα νύχια φοράς όλα τα κλίματα,
Είμαι για εκείνη ένας ευγενικός ξένος
Που ήρθε από κάποιον κόσμο με τ' άγρια φτερά του.
Σαν ανήσυχος άρχοντας η καρδιά μας θυμάται
Τις περιπέτειες, τους ιδιωτικούς της κυνηγότοπους.
Τα χέρια σου χτενίζουν χαυνωτικά τ' αστέρια
Κι αποκαλύπτουν νέα στοιχεία που αμέσως κρύβουν.
Τα νύχια σου βυθίζονται στην ακριβή σάρκα της νύχτας,
Η άπειρη λευκότητά σου σκορπίζεται, πάει, έρχεται, κυλάει
Σε σπείρες νεφελωμάτων, σε φωτοστέφανα των κόσμων.
Ω, γυναίκα, ω γλύκα της αιώνιας ύλης!
Κι η νύχτα είναι αισθησιακή σαν το ηλεκτρικό τρίχωμα
Ενός γκρίζου γάτου που τον χαϊδεύει πάνω στη στέγη
Ένα αόρατο χέρι κατεβασμένο απ' τη Σελήνη,
τη Σελήνη που τον διάλεξε για να συνάξει εκεί τη διάσπαρτη
ηδονή της.
Άντρες εμείς, θα πεθάνουμε όλοι μόνο εσύ μένεις,
Κι όταν δε θα υπάρχει ούτε ένας που ν' αναπνέει στο σύμπαν
Θα 'ρθεις να συνωμοτήσεις και πάλι στο προσκεφάλι της Γης.

Jules Supervielle
Ποιήματα
Μετάφραση: Ντενίζ Ανδριτσάνου
Εκδόσεις: Printa


Ξανά και ξανά και ξανά

Το είπες πως ο θυμός αυτός θα επέστρεφε
όπως ακριβώς αυτή η αγάπη

Έχω μια όψη μαύρη που δεν
μ' αρέσει. Μια μάσκα είναι που την προβάρω.
Αποδημώ προς το μέρος της κι ο βάτραχός της
κάθεται στα χείλη μου αφοδεύοντας.
Είναι γέρος. Είναι κι άπορος.
Προσπάθησα να τον κρατήσω σε δίαιτα.
Δεν του δίνω κανένα καταπραϋντικό.

Υπάρχει μια καλή όψη που φορώ
σαν θρόμβο αίματος. Τον
έραψα πάνω στ' αριστερό μου στήθος.
Τον έκανα λειτούργημα.
Ο πόθος ρίζωσε μέσα του
και τοποθέτησα εσένα και
το παιδί σου στο στόμιό του για γάλα.

Ω! Είναι φόνισσα η μαυρίλα
και το στόμιο ξεχειλίζει γάλα
και όλες οι μηχανές δουλεύουν ρολόι
και θα σε φιλήσω όταν
κόψω κομματάκια - κομματάκια
μια ντουζίνα νέους άντρες
και θα πεθάνεις κι εσύ μια στάλα,
ξανά και ξανά.

Ανν Σέξτον
Ερωτικά ποιήματα
Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου
Εκδόσεις: Μελάνι


Εσύ που ποτέ δεν φάνηκες

Εσύ που ποτέ δεν φάνηκες
στην αγκαλιά μου, που χάθηκες
απ' την αρχή
δίχως καν να γνωρίζω ποια θα σε πλάνευαν
τραγούδια. Και πάνω στο χορό
του αγριεμένου κύματος,
έπαψα πια να σε αναζητώ.
Μορφή ανεξίτηλη κι απόμακρα τοπία
ριζωμένα μέσα μου βαθιά -
Πόλεις, πύργοι και γιοφύρια
κι ανυποψίαστες στροφές μονοπατιών,
κι αυτοί οι τόποι οι άθικτοι που πάλλονταν
κάποτε με ζωή απ' τους θεούς,
μέσα μου όλα φανερώνονται, εσένα να σημάνουν,
εσένα που παντοτινά διαφεύγεις.

Εσύ, Αγαπημένη, όλοι οι κήποι είσαι, που τα μάτια μου
ατένισαν ποτέ με προσμονή.
Παράθυρο ανοιχτό, σπιτιού εγκατελειμμένου -
που μόλις βγήκες σκεφτική για να με συναντήσεις.
Δρόμοι που τυχαία σεργιάνισα - τους είχες μόλις διαβεί
κι εξαφανίστηκες.
Κι άλλες φορές, οι σταθμοί οι καθρέφτες από το πέρασμά σου
ακόμη ζαλισμένοι,
ξαφνιασμένοι απότομα το είδωλό σου αντανακλούσαν.
Ποιος ξέρει;
Η ίδια φωνή πουλιού μέσα μας πάλλονταν χθες, ξέχωρα
το βράδυ.

Rainer Maria Rilke
Στον άνεμο μετέωρος θε να 'μαι
Μετάφραση: Χρήστος Κουλτούκης
Εκδόσεις: Ελεγεία

Απόψε, κάτι ξέφυγε

Απόψε, κάτι ξέφυγε μεσ' απ' τ' αγέρι
και την κεφαλή σου γέρνει
για τους φυλακισμένους θα 'θελες να προσευχόσουν
που παγώνει η ζωή τους.
Και τη ζωή σκέφτεσαι, τότε, τη θρυμματισμένη.

Τη ζωή που με το θάνατο πια δε βολεύεται
καθώς το μέλλον απουσιάζει
καθώς ανώφελα δυνατός πρέπει να 'σαι
κι ανώφελα θλιμμένος.

Όπου οι μέρες όλες αργοσβήνουν
και στην άβυσσο οι νύχτες βουβαίνονται
όπου της άσπιλης παιδικότητας
η συνείδηση χάνεται

έτσι που ήδη γεράσαμε για να σκεφτούμε ένα παιδί.
Όχι τόσο, όμως, που η ζωή εχθρική εγίνη
μα ψέματα της λες
εξόριστος μες στης φυλακής τα τείχη.

Rainer Maria Rilke
Στον άνεμο μετέωρος θε να 'μαι
Μετάφραση: Χρήστος Κουλτούκης
Εκδόσεις: Ελεγεία


Τα κλειδιά της πόλης

Τα κλειδιά της πόλης
είναι βαμμένα στο αίμα
ο Ναύαρχος κι οι αρουραίοι εγκαταλείψανε το πλοίο
καιρό τώρα μια μέρα
αδελφή Άννα αδελφή μου Άννα
δε βλέπεις τίποτα που να έρχεται
βλέπω μες στη μιζέρια το πόδι ενός παιδιού γυμνό
και την καρδιά του καλοκαιριού
ήδη σφιγμένη στο μεταξύ των πάγων του χειμώνα
βλέπω μέσα στη σκόνη απ’ τα ερείπια του πολέμου
ιππότες της βαριάς βιομηχανίας
με δρασκελιές πάνω από αξιωματικούς του ελαφρού ιππικού
να παρελαύνουν κάτω από την ασπίδα
μέσα σε κάποια μουσική του τσίρκου
και δασκάλους απ' τα σιδηρουργεία
δασκάλους του μπαλέτου
να διευθύνουν μια καντρίλια ακούνητη και παγωμένη
όπου οι φτωχές οικογένειες
όρθιες μπροστά απ’ τον μπουφέ
κοιτάζουνε αμίλητες τ’ αδέρφια τους τα ελευθερωμένα
τα αδέρφια τους τα ελευθερωμένα
απ’ την αρχή και πάλι ν’ απειλούνται
από έναν κόσμο γέρικο, ξεκούτη, κακέκτυπο και καλιμπραρισμένο
και βλέπω εσένα Μαριάννα
φτωχή μικρή μου αδελφή
κρεμάμενη ακόμη μια φορά
στον σκοτεινό θάλαμο της ιστορίας
λαιμοδεμένη από τη Λεγεώνα της Τιμής
και βλέπω
γενειάδα μπλε άσπρη κόκκινη
ατάραχη και χαμογελαστή
να παραδίδει
να παραδίδει τα κλειδιά βαμμένα στο αίμα
στους μεγάλους εξυπηρετητές της Τάξης
της Τάξης των μεγάλων δυνάμεων του χρήματος.

Ζακ Πρεβέρ
Μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου

Ο φωτοφράκτης

Οι ώρες μέσα απ' τους ιριδισμούς και τα παιχνίδια ρέουν,
όπως ανάμεσα στα πολυτρίχια τα διαυγή νερά. Και ο
ρεμβασμός με τα κλειδιά του ανοίγει τους ορίζοντες, που
απλώνουν και αδιακόπως μεγαλώνουν, σαν κύκλοι πέτρας
που έπεσε σε επιφάνειαν αδιατάρακτη από πράξεις φθαρτές
και νόθες.
Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία,
με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν)
γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον
φωτοφράκτης αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει
στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.
Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν
μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός
αυξάνει την ζωή και δίδει στην εικόνα την κίνηση και την
ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του)
ζεστό το πιο κρυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει
πλήρως την εικόνα από μια στατική στιγμή (ας πούμε
καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών
και πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε οντοποίησιν απτήν
και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας.

Γλυφάδα 10. 7. 1960

Ανδρέας Εμπειρίκος
Οκτάνα
Εκδόσεις: Ίκαρος


Σάρκινος λόγος

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.

Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο

διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.

Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,

τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.

Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.

Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.

Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.

Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.

Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.

Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.

Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.

Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.

Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.

Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.

Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,

πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.

Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.


Γιάννης Ρίτσος



Τρύγος

Ἄσπρα σπίτια, κάτασπρα,
τὰ βερικοκιὰ τὰ κεραμίδια,
γαλανὰ παραθυρόφυλλα,
τ᾿ ἄλογα τὰ κανελιὰ μὲς στὸν αὐλόγυρο,
τ᾿ ἄσπρα μὲς στὸ πράσινο,
τὰ μπαλκόνια μάλαμα καὶ θάλασσα.

Τὰ μουλάρια στὸν ἀνήφορο τῆς πέτρας,
καὶ τὰ γαϊδουράκια μὲς στ᾿ ἀγκάθια,
ψάθες καὶ μαχαίρια καὶ καλάθια μὲς στ᾿ ἀμπέλια
γέλια.

Δάχτυλα καὶ γόνατα,
στήθια καὶ σαγόνια
μὲς στὸ μοῦστο ματωμένα,
κόκκινες φωτιὲς κι ἱδρώτας,
στὶς κατηφοριὲς
τὸ χρυσὸ κακάρισμα τῆς κότας.

Κι ὅπως γαλανίζει τὸ βραδάκι,
τὸ μαβί, τὸ βιολετί,
νὰ κι ἡ Παναγιὰ στὴ δημοσιά,
πλάι στὰ κάρα, στὰ κουδούνια, στὰ σταμνιὰ
καὶ στὰ κλαδωτὰ μαντίλια,
νά τη ἡ Παναγιὰ
νὰ κρατάει στὴν ἀσημένια της ποδιὰ
πέντε ὀκάδες κόκκινα σταφύλια.


Γιάννης Ρίτσος


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Τὸ σβησμένο φανάρι

θά ῾θέλᾳ - λέει- ν᾿ ἀφήσω στὸν καθένα σας αὐτὸ τὸ βλέμμα
τοῦ ἤρεμου θαυμασμοῦ μπροστὰ στὸ λιόγερμα. Θά ῾θέλᾳ ἀκόμη
νὰ σᾶς ἀφήσω τὸ περίλυπο ἄκουσμα
τῆς ἔρημης φωνῆς τοῦ ἰχθυοπώλη στὰ πρωινὰ τοῦ Ἰουλίου
καὶ τὸ βόμβο τῆς μέλισσας μέσα σ᾿ ἕνα τριαντάφυλλο
ἢ τὸ ἄηχο «ἄχ» μιᾶς λευκῆς πεταλούδας πλάι στὸ μὼβ λουλούδι.
Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα θά ῾θελᾳ νὰ σᾶς ἀφήσω τὸν τρόπο
τῆς ἀλλαγῆς τῶν χρωμάτων πρὸς τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ ρόδινο
ὅταν ἡ πόρτα κλείνει καὶ σκοτεινιάζουν τὰ δωμάτια
κι ὡστόσο οἱ καθρέφτες διατηροῦν ἀνέπαφη
τὴν εἰκόνα τῆς θάλασσας, γι᾿ αὐτὸ γαλανίζουν τὰ σεντόνια
στὸ μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι τῶν νεκρῶν. Θά ῾θελα ἀλλὰ
τούτη τὴν ὥρα μὲ πρόλαβε ὁ Ἀόρατος,
ὁ Πανταχοῦ καὶ Πάντοτε Παρών, μοῦ ῾σβησε τὸ φανάρι
καὶ πιὰ δὲ βλέπω οὔτε νὰ δείξω τίποτα κι οὔτε νὰ περπατήσω.

Γιάννης Ρίτσος


Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,

μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.

Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.

Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται

νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.

Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,

θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,

σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,

ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Τάσος Λειβαδίτης

Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.


Μανώλης Αναγνωστάκης


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Θα σας περιμένω

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.

Πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Μιχάλης Κατσαρός

Λένε πως είμαι ένα πρόβλημα

Δεν θέλω να μου φωνάζεις σε κάθε λάθος μου
Δεν θέλω να είμαι μαζεμένος σε μια γωνιά
Να μένω ακίνητος όπως λες
και βιδωμένος
Νομίζω ότι δεν μου αρέσει και πολύ το παιχνίδι σου αυτό
Δεν θέλω να με κοροϊδεύουν
γιατί με έβαλες πάλι τιμωρία
Δεν θέλω να μην καταλαβαίνω
Να γελάτε μαζί μου που δεν καταλαβαίνω
Θέλω να καταλάβω
Θα με βοηθήσεις;

Θέλω να μου χαμογελάς
Ακόμα κι αν αντί για ήτα έβαλα ένα μαγκούρι
σαν του παππού μου!
Είναι φορές που δεν καταλαβαίνω τις οδηγίες σου
τις φωνές σου
το θυμό σου
Μου αρέσει να τρέχω
Και κουράζομαι περισσότερο
σε ένα σημείο να μένω με τις ώρες
Τι κακό βρίσκεις σε αυτό;
Δώσε μου κάτι να κάνω
Να σου φέρω νερό;
Να καθαρίσω τον πίνακα;
Μου αρέσει να είμαι χρήσιμος
Θα με βοηθήσεις;

Κι όταν κάποιες φορές κάνω αστείες γκριμάτσες
μην αγριεύεις
Σκιάζομαι
Είναι που έτσι τα παιδιά ασχολούνται μαζί μου
Και μου ζητούν κι άλλες γκριμάτσες.
Κι εγώ για λίγο είμαι το κέντρο όλων στην τάξη
Γίνομαι φίλος με τα άλλα παιδιά
Μη με τιμωρείς για τις γκριμάτσες μου
Είναι για μένα πολύτιμες
Δεν θέλω να θυμώνεις για αυτές
Να μου θυμίζεις πότε πρέπει να σταματώ με
το χέρι σου
Με μια αγκαλιά
Είναι πιο εύκολα έτσι για μένα
Θα με βοηθήσεις;

Ο κόσμος των άλλων με τρομάζει κάποιες φορές
Λένε πως δεν είμαι ήσυχος
Πως είμαι ένα πρόβλημα

Μα εγώ ξέρω πως θέλω να χωρέσω
Να τρέξω
Να γελάσω
Να είμαι χαρούμενος

Με είπαν υπερκινητικό
Εγώ όμως ξέρω πως έχω όνομα
Πες το !
Πες το όνομα μου- όχι υπερκινητικός!
Και έρχομαι στο σχολείο για να μάθω
όσα δεν ξέρω
Θα με βοηθήσεις;


Αριστέα Κουτά

http://princess-airis.blogspot.gr/2014/09/blog-post_16.html



Οι κούφιοι άνθρωποι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι

σκύβοντας μαζί κεφαλοκαύκι άχυρο. Αλίμονο!

Οι στεγνές φωνές μας, όταν ψιθυρίζουμε μαζί

είναι ήσυχες και ανόητες σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι

ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί

στο ξερό μας κελάρι.

Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα

παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.

Αυτοί που πέρασαν με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο Βασίλειο

μας θυμούνται-αν καθόλου-όχι ως χαμένες

βίαιες ψυχές, μα μονάχα ως κούφιους ανθρώπους

τους βαλσαμωμένους ανθρώπους….

III

«…αυτή είναι η νεκρή χώρα αυτή είναι του κάκτου η χώρα

εδώ τα πέτρινα είδωλα σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν

την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου…

V

…Mεταξύ ιδέας και πραγματικότητας
μεταξύ κίνησης και δράσης/ πέφτει η Σκιά

Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
Μεταξύ αντίληψης και δημιουργίας

μεταξύ κίνησης και απάντησης πέφτει η Σκιά

Η ζωή είναι πολύ μακριά

Μεταξύ πόθου και σπασμού

μεταξύ δύναμης και ύπαρξης
μεταξύ ουσίας και πτώσης

πέφτει η Σκιά

Γιατί δικό σου είναι το βασίλειο
γιατί δική σου είναι η ζωή γιατί η ζωή είναι δική σου

δική σου αυτός είναι ο τρόπος
που ο κόσμος τελειώνει

όχι με ένα πάταγο αλλά με ένα λυγμό.

Τόμας Έλιοτ Άπαντα τα ποιήματα

Μετάφραση: Αριστοτέλης Νικολαίδης Εκδόσεις: Κέδρος

Βαθμίδες

1.

Ἤτανε ὅλο τὸ πρωῒ σημαιοστολισμένο
καὶ τραγουδοῦσα.
Ὁλοένα ἔρχονται πιὰ
σὰν ἀπὸ ἀνώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια νὰ βρῶ τὴν αἴθουσα
πρέπει νὰ μιλήσω σὲ τόσους
φίλους με τὰ αἰώνια τώρα μάτια.
Κινεῖται ὁ δρόμος πρὸς τὸ μεσημέρι.

2.

Ἂν εἴδατε τὴ μοναξιὰ ποτὲ πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι
νὰ σὰς ἀπειλεῖ
μ᾿ ἕνα μαχαίρι σιωπὴ
ποὺ ἀργὰ θὰ σχίσει τὸ δικὀ σας στῆθος
ὅπως φάντασμα τὴν πόρτα περνᾷ
μὲ γελαστὰ τὰ ἐξογκωμένα μῆλα
καὶ νὰ στέκει-
θὰ μὲ ἀγαπήσετε, εἶναι γυμνὸ
σαρώθηκε αὐτὸ τὸ μεσημέρι.

3.

Ὅλα κοστίζουν ἕνα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τὸν ἔρωτα κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρα
ἔλα στὴν κάτω γειτονιὰ καὶ πές: Κορόνα γράμματα
ἐκεῖ ποὺ χάνεται ἡ ψυχὴ νὰ βυθιστεῖς.
Θέλω ν᾿ ἀκούσεις τὸ μεγάλο μυστικὸ
γιὰ πάντα πέφτει ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δέντρο.
Ἐντούτοις ἐκεῖ ποὺ χάνεται ὁ δρόμος
νὰ τραβήξεις.
Ὅ,τι νὰ σὲ καλέσει
δὲν εἶναι γιὰ ἐπιστροφὴ
τὰ δάκρυα κι ὁ πόνος κοφτερὸς
εἶναι μέσ᾿ στὸ παιχνίδι.
Ὅποιες φωνὲς ἀκούσεις μὴ σὲ παρασύρουν
σφάξε τὴ μιὰ ὀμορφιὰ νὰ πιεῖ τὸ αἷμα ἡ ἄλλη.
Κορόνα γράμματα νὰ παίξεις
τὶς ὦρες καὶ τὰ χρόνια
μόνος με τὸν ἔρημο ἀντίπαλο.


Νίκος Καρούζος

Ποιήματα

Εκδόσεις: Ίκαρος



Αλλά τα βράδια

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου


Τάσος Λειβαδίτης


Άλλοτε η θάλασσα....

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός


Γιώργος Σαραντάρης

Ποιήματα


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.


Προσανατολισμοί

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Γαλάζια σπλάγχνα

Κάτοικε τοῦ ὀνείρου
μαζεύω τὴ φωνή μου ἀπὸ κάθε ἄκρη
καὶ τὸ ὑπόλειμμά της αὐτὸ στὴ σινδόνη τῶν δέντρων
κ᾿ ἐκεῖνο κεῖ ψηλὰ στὸ σκουριασμένο βράχο
ὅπου ὀργίζεται ὁ γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
γιὰ τὴ μεγάλη ἀποκάλυψη
ρίχνω στὸν ἄνεμο μακρόσυρτη ἀγάπη:
Τὴν θέλω ἐγὼ τὴν ἀπελπισία μου
δὲν τὴν ἀνταλλάσσω μὲ θαλπωρὴ ἄλλη
ἔχασα.
Μὰ χάνουν καὶ τ᾿ ἄνθη
τ᾿ ἄνθη ἀνοίγουν τὸ μοναδικὸ παράθυρο...
Κάλλιο νὰ πλανηθεῖ ὁ χαρταετός μου
δὲ θέλω πιὰ ν᾿ ἀγγίξω τὰ χρώματά του
κλείνω τὰ μάτια μου γιὰ νὰ δῶ.
Εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ μὲ διασχίζει
κι ἄλλοτε ποὺ χτυπᾷ στὸν ἄκμονα
χίλιες φορές.
Εἶναι ἡ φωνὴ ἀπὸ ἕνα βάθος:
Γιὰ πάντα νὰ μὴν ἔχεις
τίποτα γιὰ τ᾿ ἀληθινὰ χέρια
μονάχος
ἀνήμπορος ἐκστατικὸς
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄξαφνη γιορτὴ τοῦ δευτερολέπτου
ποὺ παραδίδεται ὁ κόσμος.


Νίκος Καρούζος

Ποιήματα

Εκδόσεις: Ίκαρος



Ἂν δὲν μοῦ ῾δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.


Νικηφόρος Βρεττάκος

Ποιήματα

ΚΗΠΟΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ

το λευκό σώμα αυτής της γυναικός
φωτίζονταν
εκ των έσωθεν
μ’ ένα φως τόσο λαμπρό
ώστε
εδέησε
να πάρω τη λάμπα
και να την
ακουμπήσω
χάμω στο πάτωμα
που
να μπορέσουνε
οι σκιές
των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων
να προβληθούν
στον
τοίχο
με μίαν ιερατικότητα βιβλική

η λάμπα έκαιε συνεχώς
— η πηγή του πετρελαίου είτανε ανεξάντλητη —
όλη τη νύχτα
την ακόλουθη μέρα
κι’ όλη την επόμενη νύχτα
χάμω στο πάτωμα
πάνω στα πλούσια
στοιβαγμένα
χαλιά
τα ωραιότερα φρούτα
τα λαμπρότερα λουλούδια
— όπου επικρατούσαν
οι πικροδάφνες
άσπρες και ρόδινες —

η ατμόσφαιρα — συμβολική — από ένα κίτρινο :
ένα κίτρινο χρυσό

Νίκος Εγγονόπουλος

ΤΟ ΧΕΡΙ

εις Ανδρέαν Εμπειρίκον

ωραίο δίχτυ
που έπλεξεν η
κόρη
η κόρη-τέκτων
ορθή ως
στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
φιλόξενο
ωσάν καλός θεός
ισχυρό
σαν τα’ άσπρα πλήκτρα
της χαράς
ωραίο δίχτυ
που έβαψε
με το χρώμα των ματιών της
και μύρωσε
με τ’ άρωμα των πλούσιων μαλλιών της
η κόρη που εστέκονταν
ορθή
εις το παράθυρο του Αναπλιού

ωραίο δίχτυ
ωραία κόρη
ωραίο παράθυρο που φώτιζες
μέσα στη νύχτα
τ’ Αναπλιού
ωραίο παράθυρο που φώναζες
ωραία κόρη που φώτιζες
ωραίο δίχτυ
μέσα στο χρώμα
τ’ Αναπλιού
ωραίο δίχτυ
γύρω τρογύρω
εις τον λαιμό μου
είτανε
κόρη
τα ωραία μαλλιά
σου
καθώς τα έπλεκες
εις το παράθυρο
μέσα στο φως

ωραία νύχτα
μέσα στο
βλέμμα σου
είτανε κόρη
καθώς τη ζήσαμε
τρελλοί από έρωτα
γυμνοί θεόγυμνοι
τρελλοί από έρωτα
— μια νύχτα έρωτος —
μέσα στο
δίχτυ
του Αναπλιού

Νίκος Εγγονόπουλος

13/12/43

Θυμᾶσαι ποὺ σοῦ ῾λεγα
Ὅταν σφυρίζουν τὰ πλοῖα μὴν εἶσαι στὸ λιμάνι.
Μὰ ἡ μέρα ποὺ ἔφευγε ἤτανε δικιά μας
καὶ δὲ θὰ θέλαμε ποτὲ νὰ τὴν ἀφήσουμε
Ἕνα μαντήλι πικρὸ θὰ χαιρετᾶ τὴν ἀνίατου γυρισμοῦ
Κι ἔβρεχε ἀλήθεια πολὺ κι ἤτανε ἔρημοι οἱ δρόμοι
Μὲ μιὰ λεπτὴν ἀκαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οἱ ἄνθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι; Γιατί μᾶς ἄφησαν ὅλοι;
Κι ἕσφιγγα τὰ χέρια σου Δὲν εἶχε τίποτα τ᾿ ἀλλόκοτο ἡ κραυγή μου.

Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.
Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
καὶ τῆς θλίψης μου.

Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.


Μανώλης Αναγνωστάκης

Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.

Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.

Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.

Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει

ἢ μία γυναῖκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πῶς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.

Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.


Γιώργος Σεφέρης

Ποιήματα

Εκδόσεις: Ίκαρος




Η μοναξιά

Είμαι από μία χώρα αλλιώτικη απ’ την δική σας
μία αλλιώτικη γειτονιά μία αλλιώτικη μοναξιά
ανακαλύπτω απόψε δρόμους που θα διαβώ
του δικού σας κόσμου πια δεν είμαι
μα προσμένω αποτελέσματα μεταλλάξεων
βιολογικά βολεμένος με την ιδέα που έχω
για την βιολογία κατουράω, χύνω και κλαίω
υπάρχει άραγε κάποια ανάγκη να φτιάξουμε τις ιδέες μας
λες και τάχα ήταν βιομηχανοποιημένα προϊόντα;
εγώ έτοιμος είμαι πάντως να σας προμηθεύσω τα καλούπια
μα…
η μοναξιά…
τα καλούπια αυτά είναι καινούργιου τύπου,
σας το λέω πως χύθηκαν αύριο το πρωί
κι αν δεν διαθέτετε απ’ απόψε την σχετική αίσθηση διάρκειας
δεν κάνει να σας την μεταδώσω
και είν’ ανώφελο να κοιτάζετε μπρος
γιατί το μπρος είναι τελικά πίσω και η νύχτα μέρα
και…
η μοναξιά…
είναι απόλυτη ανάγκη τ’ αυτόματα πλυντήρια στις γωνίες των δρόμων
να μείνουν ελεύθερα σαν τους σηματοδότες
οι μπάτσοι της λευκότητας να σας υποδείχνουν
το σε ποιο κουτί σας επιτρέπεται να πλύνετε
εκείνο που εκλαμβάνετε για συνείδησή σας
αλλά δεν είναι παρά ένας εθισμός του οργάνου του νευροφυτικού
που χρησιμεύει γα εγκέφαλός σας
και όμως…
η μοναξιά…
η απελπισία είναι η ύψιστη μορφή κριτικής
για την ώρα ας την πούμε συμβατικά «ευτυχία»
οι λέξεις που ξεστομίζετε δεν είναι πια «οι λέξεις»
μα κάποιο είδος αγωγού για ν’ αποκτήσουν καλή συνείδηση
οι αναλφάβητοι, μα…
η μοναξιά…
ο αστικός κώδικας αλλά γι’ αυτόν αργότερα ας τα πούμε
γιατί τώρα θα ’θελα να συστηματοποιήσω το ασυστηματοποίητο
θα ’θελα να μετρήσω τις Δαναΐδες δημοκρατίες σας
θα ’θελα να κλειστώ στο απόλυτο κενό και να γίνω
το ανείπωτο, το μη πραγματοποιήσιμο
το μη αγνό μέσα στην έλλειψη κάθε διαύγειας.
Η διαύγεια κρύβεται μες στα παντελόνια μου.

Leo Ferre

Το καπνοπωλείο (απόσπασμα)

Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.

Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν;),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.

Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.

Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.

Fernando Pessoa

γυναίκα

Κατάλαβες ότι υπήρξα χελώνα

στην προηγούμενη μου ζωή

Δε μιλούσα δεν περπατούσα

δεν απευθυνόμουν ούτε κατευθυνόμουν

Δεν άνοιγα

Δεν μπορούσα ούτε καν να μεταφέρω το παιδί στη θάλασσα

για να σωθεί

Το έβαζα στην πλάτη και προσπαθούσα να σας τραγουδήσω

«Το γιασεμί στην πόρτα σου γιασεμί μου...»

Δεν έβγαινε ρυθμός δεν έβγαινε λόγος

Μόνον κραυγές

άναρθρες και που και που λυγμοί

Μου χάιδευες ολόκληρο το σώμα σαν σε βρέφος

που πονά η κοιλίτσα του

Μάταια

Το παιδί χάθηκε

το νόημα

η Ιστορία.

Τώρα όμως μη ξεγελιέσαι

Στη κάθοδο στον Κάτω Κόσμο

βρήκα πέρασμα κρυφό

όπου πληρώνεις μ' ένα κομμάτι σάρκας

και σε ξαναβγάζουν στη φωνή

Τώρα είμαι ζώο νέο

χωρίς όνομα

που περπατά στης γης την αστραπή και λέει

Είμαι γυναίκα

Έλενα Τουμάζη

Φωτοτυπίες


5.

Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων. Ο αγαπημένος μου
ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην
καρδιά, κείτεται μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά.
Στην άκρη του κρεβατιού, ο μικρός μου
αδελφός και εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια κυρία
από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό.
Εσύ κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε
μια λίμνη με πολλούς φαντάρους.


15.

Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό
του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί
την τελευταία στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως
που λες το τραγούδι είναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις,
με ένα τσιγάρο στο στόμα - χωρίς να ξέρεις
ότι είναι το τελευταίο σου - μιλώντας ακατάπαυστα
για καθημερινές βλακείες, για πολιτική
οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις
άπνους με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ
στον αέρα και το αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι.
Η φωνή σου δεν θα απειλεί κανένα πια και η
τελευταία σου λέξη θα 'ναι μια πέτρα μπηγμένη
στο χώμα.


40.

Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό.
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο.
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν
φωτιά. Όλα τ' άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα.
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και
την τριγωνομετρία.

Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού, "Φωτοτυπίες" εκδόσεις Κέρδος

Επείγον

Μου ζήτησε ταυτότητα για τό γνήσιον της μορφής.

Νεαρόν τό έτος της έκδόσεως
μέ σφραγίδα της αστυνομίας, νόμιμα
καμάρωνε τής γεφυρούλας μύτης τό σηκωμένο φρύδι.

Μας κοίταξε καχύποπτα ό υπάλληλος
φορώντας αμέσως χειροπέδες
στις μεγάλες διαφορές μήν του ξεφύγουν.
“Υστερα μάς άδειασε βίαια καί τίς δυο
στο εκκοκκιστήριο τής συγκρίσεως
γέμισε ό τόπος άποφλοίωση.
Μια κοίταζε στα γρήγορα εμένα
καί μια εκείνη επίμονα σά νά τη ρωτούσε
αν μέ γνώριζε. Μά ή φωτογραφία γιά νά λάβει
τό ύπατο χρίσμα τής άμετάβλητης
δίνει όρκο βαρύ νά μή γνωρίζει μήτε τά πρίν
μήτε τά έπειτά της.

Γέμισε ό τόπος άποφλοίωση.

Σκυμμένος στο καθήκον ό άνακριτής
πήρε άργά άργά νά ξεβιδώνει
μιά μιά τίς εσοχές τής άμυδρότητας
μήν ήταν έκεΐ μέσα κρυμμένη ή όμοιότης.
Τρέμοντας εγώ μήπως χαθούνε τά βιδάκια
ύψωσα φωνή άγανακτήσεως
συντομεύετε κύριέ μου συντομεύετε
όσο άργείτε τόσο χειροτερεύει
τό δύσβατο έ’ργο της άναγνώρισης.
Μή ξεχνάτε οτι μετά τό μεσονύκτιο
πέφτει διπλή ταρίφα ό χρόνος στο ρολόγι
διπλά και τρίδιπλα κυλάνε τά χιλιόμετρα
στο πρόσωπο.

Επιτέλους, πρώτη φορά σας είδατε νεότητα
νά μην ομοιάζει διόλου μέ τήν άπώλειά της;

Κική Δημουλά

Ενός λεπτού μαζί

Εκδόσεις:Ίκαρος

Αγαπώ

τα κλαδιά

γιατί επάνω τους
ξαποσταίνουν τα πουλιά.
Αγαπώ
τα κλαδιά,
γιατί, σαν χέρια
υψωμένα στον ουρανό,
υπόσχονται
να αλλάξουν τον κόσμο...


Ποίημα της αγαπημένης

φίλης Πέτρας που μετείχε

στο Συμπόσιο Ποίησης τηςΑριστέας

και κατέλαβε άξια την 1η θέση

"Το Ποίημα Είναι Κατοχυρωμένο Προϊόν Πνευματικής Ιδιοκτησίας"



Ο σωτήρας

Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μιά χαραμάδα φως
δίχως μιά αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους


Μίλτος Σαχτούρης

Κινούμενη άμμος

Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Κι εσύ
Σαν ένα φύκι απαλά χαϊδεμένο απ’ τον άνεμο
Στην άμμο του κρεβατιού δε βρίσκεις ησυχία καθώς ονειρεύεσαι
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Αλλά μέσα στα μισόκλειστά σου μάτια
Έμειναν δυο μικρά κύματα
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Δυο μικρά κύματα για να με πνίξουν.

Ζακ Πρεβέρ

Ποιήματα για τον Τζίτζικα

VIΙ

Μιλάω πολύ
Πολύ και δεν σ’ αφήνω να γεύεσαι
Το μπλακ φόρεστ, την πολυθρόνα,
τη ζέστη που σε ναρκώνει,
τη γυναίκα δίπλα σου
Αλλά ταυτόχρονα σε διαβάζω
και σταματάω.
Γελάς.

VIII

Όταν γελάς
Κάτι, κάτι δεν ξέρω
Γιατί γιατί μ’ αγαπάς;
Ή δεν μ’αγαπάς;
Κάτσε λίγο ακόμα
Μη φύγεις.
Να μ’ αγαπάς
Πριν φύγεις.
Λίγο ακόμα
Θα το ξεπεράσω.
Ας είναι δύσκολο.
Ή δεν είναι;

VIII

Δεν ξέρεις τίποτε από μαθηματικά
Δεν ξέρεις πόσο μετράω
Μόνο ό,τι μετράω. Και δεν ξέρεις καν
πως έγινε αυτό.
Βλέπεις ούτε εγώ τώρα μπορώ να μετρήσω
πια όπως πριν.
Όταν μιλάς δεν καταλαβαίνω τίποτα,
βλέπω διάφορες μορφές σου.
Εάν είσαι λίγο όπως ήσουν χθες ή πιο
πολύ σαν όταν σε πρωτογνώρισα. Ίσως απλά είσαι
πολλές εκδόσεις, πολλές εκφράσεις.
Μόνο που εσύ ακόμα μετράς μέρες που θα ήθελες
ατέλειωτες. Πάμε για σαλέπι.

Nanja Noterdaeme




Η γέννηση

Μες σ' ένα σπίτι γεμάτο κατάρες…
Ποιος δίνει σημασία στις ευχές;
Ακόμα ξετυλίγουν το κουβάρι οι Μοίρες...
Ποιος δίνει σημασία στις ευχές;
Ακόμα καίει το λάδι στο καντήλι...
Κατάρες ψιθυρίζουν ή τις ξορκίζουν;
Ποιος μεριμνά για τις ευχές;
Το φως απ' το λυχνάρι τους,
κάνει τεράστια τη σκιά του κρεβατιού μου...
Μοιάζει με πύργο, κάστρο απόρθητο, άβατο όρος των Αγίων.
Ποιος μεριμνά για τους αμαρτωλούς;
Νερό ζητάω.
Πολύ.
Διψάω.
Νερό καταραμένο και λάδι αγιασμένο....
τα δώρα που μου φέρανε οι Μοίρες.
Ποιος μεριμνά για τους αμαρτωλούς;
Μες σ' ένα σπίτι γεμάτο νεκροθάφτες...
Ποιος δίνει σημασία στους ζωντανούς;


Άτη Σολέρτη


Από την συλλογή " Εβένινη Δίνη "


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα


Σαν τις μανιάτικες ελιές
θέλω να μοιάζουν τα ποιήματα
με τα κλαδιά κοντά και κλαδεμένα.
Εκεί κοντά στο Οίτυλο τα λιόδεντρα
μοιάζουνε στο ανάστημα με τριανταφυλλιές.
Τέρψη στον ουρανίσκο σου το λάδι.

Τα δέντρα που έχω δει σ' άλλες μεριές υψώνονται πελώρια κι ακλάδευτα στα χάη.
Δεν τρώγεται το λάδι τους ομότεχνε.

Γιώτα Αργυροπούλου
Από την συλλογή:
"Ποιητών και Αγίων Πάντων"
Εκδόσεις: Μεταίχμιο

Σαν την άνοιξη

"Γρηγορείτε, δεν υπάρχει άλλη λύση,
πίσω στη θάλασσα, στη θάλασσα
πετάξτε, γρηγορείτε...."

ξυπνώντας, άκουσε κάτι ακόμα:

"Αγάπη μου"
γύρισε και είδε
το ίδιο το φέρετρό του
από πράσινο γυαλί
να μπαίνει στο δωμάτιο
ολόρθο
σαν την άνοιξη.

Γιώργος Βέης
Βλέπω
Εκδόσεις: Ύψιλον

Η αίγλη του αβαρούς

" Το πρωί να πίνεις τη δροσιά από τις μανόλιες
προτού βραδιάσει τα πέταλα να τρως
που ρίχνουν τα χρυσάνθεμα στη γη ".
Σε ποιον ν' απευθύνεται άραγε ο Κιού Σάο σ' έναν υπέρβαρο φίλο του ή μήπως στον εαυτό του;
Δεν θα μάθουμε ποτέ, αν πέθανε από την αυστηρή δίαιτα
ο αποδέκτης αυτών των στίχων
οι συμβουλές πάντως έμειναν στους αιώνες
η καλύτερη συνταγή για όσους θέλουν
να τρώνε σωστή ποίηση.

Γιώργος Βέης
Βλέπω
Εκδόσεις: Ύψιλον

Το βοτάνι

Στα 1917 οδοιπορούσαν στην προσηλιακή Μάνη
ο Καζαντζάκης με τον Σικελιανό
μυθικοί και νέοι
στα μονοπάτια και τα βήματα του Γιώργη του Ζορμπά
στην Πραστοβά γύρω από το ορυχείο λιγνίτη.
Τα βράδια κατέλυαν στον πάναστρο μυχό της Καλογριάς
στην άκρη δεξιά σ' εκείνο το μικρό σπιτάκι.

Οδοιπορούσαν θεϊκοί- αν λένε θεϊκό τον Σικελιανό όσοι τον είδαν να βαδίζει στην Ομόνοια-
και αποθαύμαζαν, όπως θαυμάζει ακόμα όποιος πατά αυτή τη γη, τη θάλασσα απροσμέτρητη
τις πλάτες του Ταΰγετου
πύργους και χωριά, κι ένα αεράκι να φυσά θυμάρι.
Στο δρόμο τους έκοψαν ένα βοτάνι, το μυρίσανε
κι όσους συναπάντησαν το αναγνώριζαν
το βλέπαν στα χωράφια τους
δεν ήξερε κανένας τ' όνομά του.
Μόνο στα μύχια του Ταΰγετου, τους έδειξαν ψηλά σ' ένα χωριό, τα ξέρει μια γερόντισσα
ονοματίζει τα βοτάνια ένα προς ένα.
Περάσανε χωριά
απάντησαν ανθρώπους με τα ζωντανά τους
-στο χέρι το κλαράκι ακόμη ανονομάτιστο-
άκουσαν την καμπάνα.

Η μανιάτισσα κυρά αποχαιρετούσε του τόπου της
τις πέτρες
και τα βότανα
για τα πηχτά τα μαλακά σκοτάδια
Χτυπούσε η καμπάνα πένθιμα.

Σήμερα κηδεύουμε μια λέξη ελληνική
είπαν επίσημα οι δυο τους.

Γιώτα Αργυροπούλου
Ποιητών και Αγίων Πάντων
Εκδόσεις :Μεταίχμιο

Πάνινα τα βουνά μέσα στην πάχνη

Πάνινα τα βουνά μέσα στην πάχνη
που τ’ ανεμίζει αύρα της θαλάσσης
και πλαταγίζουν στον λαμπρόν αιθέρα.
Σκουφάκια του χιονιού και μαύρα δάση


πλαγιές-καπούλια μουλαριών σφυρά και χαίτες
και οι οπλές των γεφυριών βαριές στο χώμα
αδιάβατα απάτητα γιοφύρια
ν’ ακούς βαθιά στην ερημιά το κλάμα της χτισμένης.


Ν’ ακούς τα φρένα μιας βαριάς νταλίκας
που πάει ντουγρού για τη μετωπική της
με μαύρο Fiat νευρικό και πειραγμένο
σφήνες και προσπεράσματα κι εντέλει σφηνωμένο


ανάμεσα στους μπροστινούς τροχούς.
Κι ο οδηγός παιδί που πάτησε διπλή γραμμή
και πάει γραμμή για του Αχέροντα τα μέρη
μέσα σε τόσην ομορφιά που αλλού κοιτάζει.


Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν
και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα
ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα
κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν


κι αηδόνια αηδόνια λιγοθυμισμένα
και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη
που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος
και σχίζονται μεριές μεριές και φρίσσουν


και φαίνεται το στίλβον χάος από πίσω
για ποιαν αγκάλη μου μιλάς για ποια μητέρα
η φύση είναι θεία μας κατά Καρούζον
μια θεία τριχωτή και ψηλομύτα θα έλεγα


αλλά με πόσες τύψεις και με τον πόνο ενός παιδιού
…………………………………που δεν ξεχνά
τα ρόδια που το τάιζε τα μήλα στην ποδιά της
κι ένα κλωνί βασιλικό ανάμεσα στα στήθη.




Μιχάλης Γκανάς


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Αναχωρητής

Τον συνάντησε πρώτη φορά σ' ένα μαγαζί με φωτοτυπικά μηχανήματα. Ζέστη αφόρητη, ένας γελοίος ανεμιστήρας στο
ταβάνι και αυτός φορούσε ράσα. Δέρμα λευκό απαλό- το
μάντευες ολοκάθαρα-, μάτια καστανά, βαριά ματόκλαδα
να κλειδώνουν τους πόθους και φορούσε ράσα....

Αχ, αναστέναξε. Είναι μάταιο. Δεν μπορώ να αντισταθώ. Θα
'χουμε πάλι τα ίδια. Πάλι θα με καταραστούν. Πάλι θα με
αφορίσουν. Κι ούτε μία πέτρα σ' αυτόν τον κωλότοπο να
ξεθυμάνει για λίγο η οργή τους.

Τις μάζεψε όλες ο δήμος, μαζί με τους τελευταίους τρελούς.

Άννα Αφεντουλίδου
Ιστορίες Εικονικής Ισορροπίας
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης

Αυτό το τίποτα

Αυτό το τίποτα
Που σηκώνω
Όλη μου τη νιότη
Με λύγισε

Ίσως καλύτερα
Να άντεχα τα πάντα
Θα είχα κι εγώ ένα κίνητρο
Θα πίστευα ότι άξιζε τον κόπο
Να επωμιστώ την ύπαρξη μου

Θα μπορούσα να επικαλεστώ
Το ελαφρυντικό του ματαιωμένου άθλου
Ποιος θα με κατηγορούσε
Άλλωστε για λιποψυχία
Εμένα που διάλεξα την βέβαιη αποτυχία

Θα ήμουν ένας δαφνοστεφής ηττημένος
Το τιμώμενο πρόσωπο
Μιας μνήμης συλλογικής

Όμως αυτό το τίποτα
Ασήκωτο
Όσο πιο ελαφρύ
Τόσο περισσότερο
Σε τραβάει κάτω

Δίχως το μέλλον μου

Έρχομαι δίχως το μέλλον

Ποιητές που θαύμασα
Μου γύρισαν την πλάτη
Κορίτσια που αγάπησα
Ταΐζουν αγάλματα στις πλατείες
Μαρμαρωμένες επιθυμίες
Που έγιναν δημόσια θεάματα

Τις νύχτες αγρυπνώ
Τραγουδώντας παράφωνα όνειρα
Στις παραλίες που ξάπλωσα
Υπό το σεληνόφως
Δεν ξαναγύρισα αθώος

Δε τη γνωρίζω πια
Την φωνή της πίστης μου

Δεν είμαι εγώ αυτός
Που καλεί ο πετεινός
Κάθε που ξημερώνει

Θωμάς Ιωάννου
Ιπποκράτους 15
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν


Μαρικόνε

Άκουγα Μορικόνε
και το είναι μου
έσταζε
τη φυγή σου

δάχτυλα
του χρόνου
φορούν το δαχτυλίδι σου
δείχνουν το φεγγάρι σου…
για μένα
ακόμα αόρατα είναι…

Πάνω στον τοίχο
έχει απομείνει η ανάσα σου

ξέχασες στο σεντόνι
ένα καλοκαιρινό σου βλέμμα
και δεν αντέχω
πια να σκεπαστώ…

Άκουγα Μορικόνε
και πέθαινα

ανοίγω την παλάμη μου
σου είχα αρπάξει ένα χαμόγελο
και δεν στο δίνω
αν
λέω αν
απόψε αποδράσω
να χαμογελά κάτι επάνω μου…

Πάνω στον τοίχοhttp://blackrose-nimertis.blogspot.gr/
έχει σκαρφαλώσει η ζωή μας

φέρε μου το πρωί τσιγάρα
και καφέ
κι ένα ακόμη σ’αγαπώ
για να έχει το κουράγιο
ο ήλιος ν' ανατείλει πάλι


Αντώνης Μυκονιάτης (Νημερτής)


Μαύρο Ρόδο


http://blackrose-nimertis.blogspot.gr/


Μέσα σου να λησμονηθώ

Μια στιγμή είναι ο θάνατος
αλίμονο μια στιγμή είναι η ζωή
κι εσύ του χρόνου η απεραντοσύνη
με τους καημούς με τα τερτίπια με τις πλάνες σου
με την χαριτωμένη σου αρχοντιά
μ' όλα τα ζώα μ' όλα τα φυτά
τις πασχαλίτσες και τις χίμαιρες
με τους χυμούς τις ευωδιές σου.

Με λέξεις δεν θα γινόταν να σε διηγηθώ
με λέξεις δεν θα 'ταν δυνατό να σε συλλάβω
μα όταν μ' αγγίζεις κι όταν με κοιτάς
όταν μου δείχνεις ντροπαλά την πιο τερπνή αλήθεια
κρατώ στο χέρι μου μέσα τους αιώνες
και η συντέλεια μοιάζει πετραδάκι τοσοδά
τα χείλη σου όταν μισανοίγουν
κοχύλι ρόδινο που αντηχεί το πεπρωμένο.

Τα λόγια μου είναι φτενά τα λόγια μου
είναι ταπεινά τα λόγια μου είναι άτεχνα
το ξέρω πως δεν φτάνουν
οι πράξεις είναι εκείνες που μετρούν
μέσα σου κατακόρυφα άσε λοιπόν
να βρω τη λησμονιά
το πιο πικρό το πιο κρυφό
το πιο βαθύ απάγκιο και λιμάνι.

Δημήτρης Χουλιαράκης
"Αναπολόγητος στις κούνιες
ντάλα μεσημέρι"
Εκδόσεις: Ροδακιό

Αγέρι να ήμουν

Αγέρι να ήμουν και να τρύπωνα στη φούστα σου
πηγή στα πόδια σου ανάμεσα να τρέξω
σπουργίτι και να ράμφιζα τη ρώγα σου
ζούδι μες στα μαλλιά σου νυχτωμένο
θάλασσα κι ουρανός να σε νανούριζα
κίτρο να μπαίνω στα ρουθούνια σου
χώμα δική μου για πάντα να σε κράταγα
μπουμπούκι να 'σκαζα στην κοιμισμένη σου λαγόνα
πετρούλα να σου μάτωνα το γόνατο
δροσιά απ' τη μασχάλη σου να ίδρωνα
βροχή να χάιδευα τον ώμο σου
καθρέφτης την πνοή σου ν' ακουμπάς
το εσώρουχό σου να μ' έβρεχες και να με πατάς.

Δημήτρης Χουλιαράκης
Αναπολόγητος
Στις κούνιες
Ντάλα μεσημέρι
Εκδόσεις: Ροδακιό

Μαρικόνε


Άκουγα Μορικόνε
και το είναι μου
έσταζε
τη φυγή σου

δάχτυλα
του χρόνου
φορούν το δαχτυλίδι σου
δείχνουν το φεγγάρι σου…
για μένα
ακόμα αόρατα είναι…

Πάνω στον τοίχο
έχει απομείνει η ανάσα σου

ξέχασες στο σεντόνι
ένα καλοκαιρινό σου βλέμμα
και δεν αντέχω
πια να σκεπαστώ…

Άκουγα Μορικόνε
και πέθαινα

ανοίγω την παλάμη μου
σου είχα αρπάξει ένα χαμόγελο
και δεν στο δίνω
αν
λέω αν
απόψε αποδράσω
να χαμογελά κάτι επάνω μου…

Πάνω στον τοίχο
έχει σκαρφαλώσει η ζωή μας

φέρε μου το πρωί τσιγάρα
και καφέ
κι ένα ακόμη σ’αγαπώ
για να έχει το κουράγιο

ο ήλιος ν' ανατείλει πάλι


Αντώνης Μυκονιάτης (Νημερτής)


Μαύρο Ρόδο


http://blackrose-nimertis.blogspot.gr/



Προσευχή

Μακάρι να μην έρθεις
Να χαθείς
Στους δρόμους
Πιο πέρα κι απ' το πέρα
Εκεί θα έχεις λόγο να υπάρξεις
Εδώ χρησιμότητα καμία
Ομολογώ
Θέλω τόσο πολύ να λείψεις
Τα πόδια σου να μην πατήσουν στη γη μου
Εσύ ένας εκ γενετής φυσιολάτρης
Γεωργός του κάμπου
Εραστής ανθέων
Εσύ, ο άχραντος
Μακάρι να χαθείς
Σε άλλους κήπους
Να μπορούν να σε δεχτούν
Αυτούσιο
Λειτουργό καθημερινής φροντίδας
Εκεί να πας
Εκεί που θέλουν να πιστεύουν
Στους ναούς της αγάπης τους
Εκεί που κλίνουν το γόνυ από συνήθεια
Που δεν τους νοιάζει ο πόνος της επίκλησης
Δέομαι πολλάκις
Μην έρθεις

Μαρία Κουλούρη
Μουσείο άδειο
Εκδόσεις: Μελάνι

Θυσία

Κι ύστερα απ' όλα αυτά
Βρήκε τόπο για την οργή του
Την έπλυνε
Τη στόλισε
Έπραξε τα δέοντα
Ευχήθηκε μακάρια ανάπαυση
Άδραξε το κέρατο ενός ζωντανού
Χάθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση
Καβαλάρης χωρίς νώτα
Διαπέρασε σύννεφα, ουρανούς, στρατόσφαιρες
Συνέτριψε φράγματα φωτός και ήχου
Αγκιστρώθηκε κάποτε στην έλλειψη του χρόνου
Έκτοτε νέα του δεν είχαμε
Παρ' εκτός κάτι όνειρα βραδινά
Και φυσικά δυο τρεις αυταπάτες
Χαρτζιλίκι στη χούφτα για τις εκδρομές μας
Παρακαλώ, μετά την αναχώρησή μου
Ας αφεθεί το άνωθεν
Εις μνημείον πεσόντα αγέρωχα επί το έργον της ζωής του
Ως κατάθεση έναντι στεφάνου

Μαρία Κουλούρη
Μουσείο άδειο
Εκδόσεις: Μελάνι

Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Κι ήθελε ακόμη...

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώΔεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώραΠόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσωΠόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.5Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμουςΤον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαίαΚαρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμαΗ πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,10Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιοΚρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζωΜε τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκωΜε κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
Μανόλης Αναγνωστάκης

Υψηλού κινδύνου

Εξασκείσαι σε νέες μεθόδους
Αντισύλληψης

Αρνείσαι να δεχθείς
Το σπέρμα της δημιουργίας μου
Μου λες να αυνανιστώ
Ή μου ζητάς έστω εγκαίρως
Να αποσυρθώ
Να συρθώ
Σε ένα τέλος ανέστιο

Αρνείσαι
Να κυοφορήσεις το ποίημά μου
Τα ποιήματα είναι κυήματα
Υψηλού κινδύνου
Φοβάσαι ότι θα γεννήσεις τέρας
Σου αρκεί η ηδονή της πράξης
Αλλά στα δύσκολα κωλώνεις

Δεν το αντέχεις
Να μεγαλώσεις ένα παιδί
Που θα το κοροϊδεύουν στο σχολείο
Ένα παιδί αδέξιο
Και καθυστερημένο

Θωμάς Ιωάννου
Ιπποκράτους 15
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Πως τους συγχώρεσε ο κόντε Καποδίστριας

Ήξερα ότι θα με σκότωναν αγρίμια ήταν όλοι τους
το έβλεπα να 'ρχεται το άκουγα μέρα τη μέρα να ζυγώνει
όμως δεν το σκεφτόμουν το 'νιωθα σα να ήτανε γραφτό μου.

Άλλωστε δεν φοβόμουνα κι ούτε στο βάθος πίστεψα
ότι μπορούσανε να φτάσουνε το πράγμα ως εκεί
κι ότι θα ήταν ικανοί γι' αυτή την τερατώδη ατιμία.

Με σκότωσαν σαν το σκυλί μα εγώ τους συγχωράω
όχι για την Ελλάδα για το κεμέρι τους πασχίζουνε
Εγγλέζου νους το σκέφτηκε κι οι Γάλλοι συμφωνήσαν.

Έζησα ενάρετα μετρημένα ταπεινά ασκητικά
μόχθησα για το δίκιο το καλό το αληθινό
και ό,τι πόθησα ήτανε μόνο να βοηθήσω το λαό μου.

Η Πλατυτέρα δεν με προστάτεψε τούτη τη φορά
μα θα συντρέξει τις μαυροφόρες που θηλάζουν τα μωρά τους
τους λαβωμένους τα γδυτά ορφανά μέσα στις σπηλιές τους.

Κι εγώ το ξέρω ότι στο βλέμμα εκείνων πάντοτε θα ζω
στο αίμα τους μέσα το άλικο το κοχλαστό
στο νου στην ψυχή και στην καρδιά τους.

Δημήτρης Χουλιαράκης
Αναπολόγητος στις κούνιες
ντάλα μεσημέρι
Εκδόσεις: Το Ροδακιό

Μέτρα προστασίας

Πες στα ποιήματα
Να μην κάθονται πολύ στον ήλιο

Μαυρίζουν μαυρίζουν οι στίχοι
Και τα λευκά περιθώρια
Στενεύουν κόκκινα
Από την αγωνία των εγκαυμάτων

Ζήσε επιτέλους υπό σκιάν
Ή έστω βάλε ένα αντηλιακό
Προστάτευσε στοιχειωδώς τον εαυτό σου
Γιατί αυτή η τρύπα της ψυχής
Μέρα τη μέρα μεγαλώνει

Και πως θα απορροφηθεί
Όλη αυτή η φωτοχυσία ζωής;
Όλη αυτή η σπατάλη του θείου;

Τι θα σταθεί ηθμός
Του υπεριώδους τρόμου;

Τώρα που ανακαλύψαμε
Ότι τα σημάδια στο σώμα μας
Άλλαξαν χρώμα και μέγεθος
Και προβάλλουν ως τίτλοι τέλους

Θωμάς Ιωάννου
Ιπποκράτους 15
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Στο υπερώον

Μετά την παράσταση
έμεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη.
Εργάτες της σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά,
μετέφεραν στο υπόγειο
ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα,
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα,
χωρίς φώτα,
χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.

Γιάννης Ρίτσος
Υπερώον
Εκδόσεις: Κέδρος

Εκδρομή με το σχολείο στις Μυκήνες

Πατημένο σκαθάρι στη Βόρεια Πύλη
το σάλιο του χυμένο στα χαλίκια
τα πίσω πόδια του ανήμπορα
κουνούσε μόλις τις κεραίες.

Μ' ένα ξυλάκι το άγγιξα
κοκάλωσε αναδεύτηκε μετά
ελπίδα αχνή που έγινε απόγνωση
φτωχό σκαθάρι, τι ζητούσες
στην πυρωμένη δημοσιά των Μυκηνών;

Λίγες δυνάμεις του έμεναν
άδραξε το ξυλάκι και το απόθεσα
στα σκιερά χορτάρια παραδίπλα
εκείνο πια δεν σάλεψε
κι απόμεινα το ξόδι να κοιτάζω
που βιαστικά είχαν αρχίσει τα μερμήγκια.

Δημήτρης Χουλιαράκης
"Αναπολόγητος στις κούνιες
ντάλα μεσημέρι"
Εκδόσεις: Το ροδακιό

Σισύφειος λήθη

Γύριζε στους κήπους
Συχνά
Πριν τελειώσει τις δουλειές
Την είδανε ανάμεσα στα πέταλα
Σκυμμένη
Του φύλακα σκύλος
Οσφραίνοντας
Το αίτημα ήταν άσπρο
Βρέθηκε μπροστά του τη μέρα εκείνη
Λουλούδι με άρωμα εισβολέα
Άτυχη κοπέλα
Εννέα μήνες κυριευμένη από γύρη
Δεν ένιωσε του άντρα της τη φύση
Γέννα στεγνή
τώρα
Στέκει
Βρεφοκρατούσα για πάντα
Χέρια δεμένα
Το βάρος του μίσχου ρυτίδα στο μέτωπο
Ένα χαμόγελο κανείς μπορεί να το αντέξει
Συνήθεια
Βλέμμα υποταγμένο στη φροντίδα
Μάλιστα
Υπάρχουνε κι αυτές οι περιπτώσεις
Ιστορίες ατέλειωτες
Γυναίκες χωρίς επιλογή
Χρέος
Και η ζωή συνεχίζεται ακόμα

Μαρία Κουλούρη
Μουσείο άδειο
Εκδόσεις: Μελάνι

Του νεκρού ποιητή

Σε δρόμους
προκυμαίες
σε σελίδες έζησε
κρυφά

και τώρα ξαφνικά
νεκρός
και παρηγορημένος.

Άλλοι μιμούνται τα πουλιά.
Μετακομίζουν από δώμα σε δώμα.
Καμιά φορά ζαλίζονται
και πέφτουν.
Η καρδιά τους γίνεται κομμάτια

μόνοι στον κόσμο οι ποιητές
τόσες καρδιές
κομμάτια.

Γιώτα Αργυροπούλου
Ποιητών και Αγίων Πάντων
Εκδόσεις: Μεταίχμιο

Απ' τα μετόπισθεν

Ωραίοι καβαλάρηδες
πέρασαν με τα κόκκινα άλογά τους,
ο πιο ωραίος μ' ένα μαύρο,
ο ακόμα πιο ωραίος μ' ένα λευκό.
Κορίτσια στα μπαλκόνια
τους πέταξαν λουλούδια.
Ωραίες γυναίκες ξεπλέξαν τα μαλλιά τους.
Μέσα στα σπίτια λάμψαν οι καθρέφτες.
Οι οπλές των αλόγων δόξασαν τον ανήφορο.
Η σκόνη στο βάθος του ηλιογέρματος,
έπλασε έναν Άγγελο. Εγώ, απαρατήρητος
μάδησα ένα φτερό του Αγγέλου
και σας γράφω χαρούμενος τη λύπη μου.

Γιάννης Ρίτσος
"Υπερώον"
Εκδόσεις: Κέδρος

Η συνέχεια των μεταμορφώσεων

Δώσε στα πετεινά κάτι να φάνε
το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά αποβραδίς όλη τη Βοιωτία
ό,τι σου βρίσκεται δώσε, τα λίγα που περίσσεψαν
από το μεσημεριάτικο τραπέζι,
ψίχουλα, ιστορίες από την παιδική ηλικία,
δώσε κυρίως ζωγραφική
να τα κρατήσεις έστω για λίγο εδώ, στο πλάι σου
μέσα σ' αυτόν τον πίνακα
μήπως και ζωντανέψεις
και ξυπνήσεις κι εσύ μέσα στο όνειρο του Ενός.

Γιώργος Βέης
Βλέπω
Εκδόσεις:Ύψιλον

Το έπος του κισσού

Ο λιθοξόος έμεινε άναυδος
η πολύτιμη πέτρα του πρασίνισε μέσα σε μια νύχτα
έβγαλε κλαδιά και ρίζες άπλωσε παντού
το στούντιο έγινε λόχμη, γέμισε μυστικά.

τα τρία τέταρτα του ανδριάντα που σκάλιζε
εδώ και μήνες χάθηκαν μέσα στα πυκνά φυλλώματα,
ό,τι απόμεινε έγινε κισσός,
που ανεβαίνει τώρα και πλέκεται γύρω από τον ίδιο
όχι για να τον πνίξει, αλλά για να τον κάνει
αθάνατο.

Γιώργος Βέης
Βλέπω
Εκδόσεις:Ύψιλον

Στο βυθό του προσώπου

Ούτε σήμερα ξύρισα τα γένια μου
Μηδέ και τα ερωτηματικά μου

Προβάρω τον επικήδειό μου
Στην κινούμενη άμμο του καθρέφτη
Βγάζοντας απ' το στόμα
Αφρούς και θρύψαλα

Ασφυκτιώντας
Στο βυθό του προσώπου μου

Να αναδυθώ δεν τολμώ
Δε διασώζει η επιφάνεια

Εκεί να δεις πνιγμονή
Εκεί να δεις καταβύθιση

Ας μείνω εδώ να αισθανθώ το σώμα μου
Καθαρό από την άνωση
Αυτό το ένστικτο που σε τραβάει
Με το ζόρι να επιπλεύσεις

Ορισμένως, κάποτε, όταν μπορέσω,
θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Θωμάς Ιωάννου
Ιπποκράτους 15
Εκδόσεις: Σαιξπηρικόν

Φύλακας ερειπίων

Μέρες σέρνοντας πίσω τους
Άδεια περίεργα αντικείμενα

Ώστε να ζεις πάλι με πράγματα
Απ' όπου κάποτε αναχώρησες για πάντα

Βρώμικα παγωμένα νερά
Σκόνη νεκρών αετών βαθιά
Σε τεράστια κοιμισμένα κτίρια
Το απαγχονισμένο τοπίο κι η φρίκη του
Με τους τέσσερις τοίχους του ορίζοντα
Να κλείνει το πρωινό
Γκρίζα κηλίδα μέσα στο μάτι σου

Ν' ανοίγει το καφενείο πληγή
Για να μοιράσεις ξανά τα χαρτιά σου
Στο τίποτα
Αδόλφε παλιέ αδελφέ του Θανάτου
Σε μαγαζί στη στοά
Στο πάτωμα πριονίδια
Και μια μαύρη γριά
Μ' έναν αργό μπόγο μοναξιάς
Σε μια δίχως τέλος κι αρχή
Τρίτης Κατηγορίας ιστορία
Όπου εσύ πεθαμένος θαμώνας
Ξύνεις τα μολύβια σου
Ξύνεις τα χρόνια σου
Ξύνεις τον εγκέφαλο
Όλων αυτών των τρελών
Να δεις αν μπορούν να ξεχωρίζουν
Μερικά βασικά χρώματα

Ίσως να γράψεις το αριστούργημά σου
Σ' ένα κοσμικό ψυχιατρείο
Να κοιτάς συνέχεια το χειμώνα

Βέβαια καθόλου παράξενο
Αφού σε τόσες περιπτώσεις
Μ' αυτό τ' αφηνιασμένο
Απ' την αιμορραγία αίμα σου
Κατορθώνεις την πτώση
Έτσι
Που με τα μάτια σου της νυχτερίδας
Ακουμπάς το σκοτάδι
Και με τα δάχτυλά σου της νυχτερίδας
Περπατάς πετάς
Μέσα στις φέτες του καλοριφέρ
Που τόσα καλοκαίρια έχεις φωλιάσει

Νιώθεις έτσι τον κρότο της νύχτας
Ήσυχη μες στα έπιπλα πλήξη
Εσύ που θα φύγεις
Με τα πρώτα σκουπίδια
Τ' αποτσίγαρα τ' άδεια μπουκάλια
Τα ξεραμένα λουλούδια
Φύλακας ερειπίων
Βαλμένος κι εσύ σε μια νάιλον σακούλα
Με μια υποψία πως κλέφτες θα έρθουν
Γι' αυτά τα λείψανα έστω
Κι αυτό το μακρύ
Κίτρινο χαλασμένο
Δόντι του ήλιου


Αλέξης Τραϊανός

"Το σύνδρομο του Ελπήνορα "

Εκδόσεις: Ύψιλον


Ακόμη

Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδεις
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία.
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο ακόμη.

Μάριο Μενεδέτι

Άξιον εστί (απόσπασμα)

Ήρθαν
ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.

Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή, και το Γεωμέτρη,
βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα υποταγή και δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.

Ούτε μέλισσα καν δεν γελάστηκε

το χρυσό ν’ αρχίσει παιχνίδι
ούτε ζέφυρος καν, τις λεύκες να φουσκώσει ποδιές.

Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους νόμους τους θεσπίζοντας
τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν...
έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού
στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς
τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά.

Οδυσσέας Ελύτης
Άξιον εστί
Εκδόσεις: Ίκαρος

Νέα στήλη:
"Ό,τι διαβάζω"
Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Γραφή τυφλού

Πώς είχε πυκνώσει ο αέρας απ’ τις μυρωδιές των μύρτων
κι απ’ τους πρησμένους ατμούς. Κι αυτός, κλεισμένος κιόλας
μέσα στο δίχτυ, βλέποντας ψηλά το παράθυρο. Στο θαμπό τζάμι
σχεδιασμένο το λευκό καμπαναριό. Το σκοινί της καμπάνας,
πιθανόν κρατημένο απ’ το μεγάλο αόρατο χέρι,
δονήθηκε άξαφνα κι αντήχησε δοξαστικός ο άτμητος ήχος
ανάμεσα στις λάμψεις των σπαθιών και στα σπασμένα κατάρτια
απ’ τα καράβια της επιστροφής. Το ξέρεις – ψιθύρισε – εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.

Γιάννης Ρίτσος

Σε περιμένω παντού

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Τάσος Λειβαδίτης

Τα ερωτικά γράμματα

Όλα τα ερωτικά γράμματα είναι γελοία.

Δε θα ήταν ερωτικά γράμματα αν δεν ήταν γελοία.

Στον καιρό μου έγραψα κι εγώ γράμματα ερωτικά

Όπως κι οι άλλοι

Γελοία.

Τα γράμματα τα ερωτικά, αν έρωτας υπάρχει

Πρέπει γελοία να είναι.

Μα στην πραγματικότητα

Μόνο εκείνοι που ποτέ δεν έγραψαν

Γράμματα ερωτικά

Είναι γελοίοι.

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω

Τότε που έγραφα γράμματα ερωτικά

Χωρίς να σκέφτομαι

Πόσο γελοία είναι...

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα

Μόνο οι αναμνήσεις μου

Από τα ερωτικά γράμματα αυτά είναι γελοίες.

Όλες οι πολυσύλλαβες λέξεις

Μαζί με απροσμέτρητα αισθήματα

Είναι γελοίες φυσικά.


Φερνάντο Πεσόα


Νέα στήλη:
"Ό,τι διαβάζω"
Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

τι μένει απ' ό,τι έχω πει

Τι μένει απ’ ό,τι έχω πει για τον εαυτό μου
Ψεύτικους θησαυρούς εφύλαξα σ’ άδεια ντουλάπια
Ένα καράβι ανώφελο να με πάει
Από τα παιδικά μου χρόνια ως την ανία
Κι απ’ τα παιχνίδια μου ως την ώρα του αποκαμωμού
Από κάθε μου νέο ξεκίνημα στις χίμαιρες μου
Από τη θύελλα ως τον θόλο των νυχτών όπου ζω μοναχός
Από ‘να ερημονήσι δίχως καθόλου ζώα
Σε όλα τα ζώα που αγαπώ
Από μια εγκαταλειμμένη
Σε καινούργια πάντοτε γυναίκα
Μια πεντάμορφη
Μόνη πραγματική γυναίκα
Εδώ ή αλλού
Κάνοντας τους ξενιτεμένους να ονειροπολούν
Το χέρι που μου δίνει
τεντωμένο
Στο δικό μου μέσα καθρεφτίζεται
Χαμογελώντας λέω καλημέρα
Κανείς δεν την υποψιάζεται την άγνοια
Κι η άγνοια βασιλεύει
Ναι για τα πάντα είχα ελπίσει
Και για τα πάντ’ απελπίστηκα
Τη ζωή τον έρωτα τη λήθη τον ύπνο
Δύναμη και αδυναμία
Δεν με γνωρίζει πια κανείς
Τ’ όνομα μου ο ίσκιος μου έγιναν λύκοι


Πωλ Ελυάρ


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"

Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

ανάμεσα στα στήθη

της κτηνώδους

Μαρτζ πλαγιάζουν μεγαλόσωμοι

άντρες που υμνούν


της Μαρτζ το σμιλεμένο χαδιάρικο

κορμί των ανδρών αυτών

τα δάχτυλα εκσφενδονίζουν κορμούς

μεταφέρουν τσουβάλια περιστρέφουν βαρέλια


τυλίγονται

ερωτικά

γύρω

από μπίρες


τα χέρια αυτών των ανδρών

ανήκουν στον κόσμο αλλά

τα σώματά τους μεγάλα και σουρωμένα

ανήκουν

στη Μαρτζ

της οποίας το λεπτοπράσινο πουγκί

του προσώπου της κάνει

έναν παχυλόχρυσο



μορφασμό

που λέει ζήτω

ζήτω για τους μεγαλόσωμους άντρες

που πλαγιάζουν


ανάμεσα στα στήθη

της κτηνώδους Μαρτζ

για τους δυνατούς άντρες

που


κοιμούνται ανάμεσα στα πόδια της Λιλ


e.e cummings

Το τραγούδι του τρελού

Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που `ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.

Χίλια χέρια κι άρματα
να `χα να σας φράξω,
να `χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!

Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να `στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.

Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.

Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!

Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.


Κώστας Βάρναλης


Ιχνηλασία

Ανεβαίνουν κάποτε όλα την κοφτερή στιγμή του φωτός

Σποράδες βράχων γυμνών στη γαλάζια διάρκεια

Αλατισμένα νησιά κόκκινα ίσαλα

Σκαπανεβάσματα πουλιών μέσα στη χίμαιρα

Μέσα στην ορθωμένη στιγμή του φωτοβόλου κενού

Τα χέρια σου ακούμπησαν για μια στιγμή

Για μια μόνο στιγμή το διαβατικό κύκλωμα

Το κοκάλιασμα της μέρας

Το κοκάλιασμα της ορμής της μέρας

Κάτω από τους τυφλωμένους αστερισμούς

Σκισμένα στόματα σχεδιασμένα στο σκούρο γρανίτη

Τον αμνημόνέυτο χρόνο του χρόνου

Εδώ ανάμεσα μακρύτερα και κοντά μας

Νήσος τις εστίν επί κυμάτων θαλάσσης

Νησός τις εστίν επί κυμάτων

Νήσος τις εστί

Και τα χέρια σου στο νησί πάνω του γύρω του

Ακόμα πιο βαθιά μέσα του σε ερείπια σεισμών

Όπως το ποίημα πιάνοντάς το να ξεφεύγει

Ή το ψάρι σ’ ένα πέρασμα σιωπής

Προσπαθώντας να σηκωθείς όχι μόνο τη λέξη

Όχι τη λέξη δέντρο αλλά το ίδιο το δέντρο

Όχι τη λέξη αγάπη μα την αγάπη

Απομεινάρι τραυματισμένο φτωχό θρύψαλο

Ανθρωπότητας μερμηγκιών

Φαγγωμένες κατατομές γυναικών που ναυάγησαν

Απ’ τα πρώτα τους χρόνια σ’ αφόρητη θλίψη

Για μια ξένη υπόθεση ή έστω δικιά τους

Για το τίποτα έστω στο έμπα της μέρας

Στο έμπα της νύχτας, στο έμπα του κόσμου

Μές απ’ τη λεωφόρο των Πελάσγων

Κακοτράχαλη σε στεριά και σε θάλασσα

Ταξιδεύοντας από βορινά σημάδια

Άστρα και ζώα πανάρχαια

Και πολύχρωμα πλοία σ’ Αιγαία λιμάνια

Ξαναζείς τη στιγμή στον πολλαπλασιασμό του κενού

Μέσα σ’ αυτό το φως τ’ απόκρήμνο που σε τυλίγει

Δίχως μετά και πριν στεγνή στιγμή

Μέσα στους κόλπους του άχρόνου

Τέλος κι αρχή σου


Αλέξης Τραϊανός

Χωρίς εσένα

Χωρίς εσένα το ρίγος, ο φόβος, η απόγνωση
Χωρίς εσένα όλα τα πράγματα σημαίνουν θάνατο
Χωρίς εσένα που τέμνεις τα νερά με τη φωτιά
Δε μένει ούτε ήλιος ούτε γη να καρποφορεί
Χωρίς εσένα μόνο οι γλουτοί, το στήθος και το στόμα σου
Μένουν οφθαλμαπάτες σε αποδεκατισμένο επίλογο

Χωρίς εσύ να είσαι εδώ
Μένουν μονάχα το κρύο ή το ζεστό σώμα της απουσίας σου
Μένουν όλα όσα δεν έβλεπα τις ώρες που σε κοίταζα
Μένει το άδειο βάθος της καρδιάς μου να το ρυπαίνει ο κόσμος


Χωρίς εσένα ο κόσμος στέλνει μόνο αρνήσεις
Κι είμαι ανέτοιμος για αυτά τα κομμάτια της ψυχής μου από κενό εκμαγείο
Και δεν αντέχει χωρίς εσένα καμιά πραγματικότητα
Γιατί ό,τι και να σκεφτούμε, εσύ και εγώ, τ'ανθρώπινα, το τώρα, τα κανονικά
Όχι δεν είναι αυτά ποτέ το βάθος του κόσμου
Βάθος του κόσμου είσαι εσύ, που ξέρεις να συγχωρείς έναν ερωτευμένο

Και μοιάζουμε
Μοιάζουμε
Σ' ότι δε φαίνεται.


Θάνος Ανεστόπουλος

Οι μικρές μέρες

Καλοκαίρι στεγνό κίτρινο

Φωλιασμένο στις ρυτίδες των πεύκων

Φωλιασμένο πάλι και πάλι φορώντας το χρόνο

Απουσία και νύχτα

Προσωπείο χλωμό και κερί μες στη σκυμμένη αγάπη

Προσωπείο κλεισμένο σε μελανές κάμαρες

Βλέποντας τα δέντρα του λωτού να ψηλώνουν

Σε μελανές κάμαρες τους λωτούς να πληθαίνουν

Ανάστημα από σιωπή

Δάπεδο φυτεμένο της απομόνωση

Έπειτα τόσες φορές πέρασε

Εκείνος ο δυνατός άνεμος

Γκρέμισε αρκετά δέντρα άλλα μαράθηκαν

Ήρθε η μνήμη γυναίκα γυμνή

Ξεσκεπάζοντας ένα χώρο από καθρέφτες

Αρχίζοντας το παιχνίδι

Που προσπαθούμε να συγκολλήσουμε

Μικρά μικρά κομματάκια τις χαμένες μας μέρες

Όλο σκόνη και στάχτη

Παίζουμε πάντα το ίδιο παιχνίδι

Χρώματα φωτεινά χρώματα θαμπωμένα

Κερδίζοντας ακίνητοι ανέκφραστοι

Το βαρύ νόημα να υπάρχουμε

Μέρες ματωμένες από ράμφη πουλιών

Ριγώνοντας την ζωή μας

Οι μικρές μέρες χωράν μεγάλες λύπες


Αλέξης Τραϊανός


Το φεγγάρι

Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.


Δ.Π. Παπαδίτσας

Νέα στήλη:
"Ό,τι διαβάζω"
Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Μιλούσε όλο για μια γυναίκα

Μιλούσε όλο για μια γυναίκα
Χαμένη μέσα σ’ απέραντες πανεπιστημιακές αίθουσες
Με παγωμένους υαλοπίνακες
Για ένα όνομα που δεν ξανάκουσε πια
«Άλλωστε φίλε μου τι σημασία
Να ‘χει ένα τόσο κοινό όνομα
Τι σημασία»

Μετά την πτώση και πριν την άλλη πτώση
Μετά τον ένα θάνατο και πριν τον άλλο
Όταν οι μέρες λυγίζουν μία μία
Χωνεύονται γίνονται μνήμη
Και ίσκιοι μες στη μνήμη
Ανοίγουν κύκλο γύρω τα παράθυρα
Τραβιούνται άξαφνα στις άκρες οι κουρτίνες
«Προσπάθησε να δεις
Προσπάθησε επί τέλους
Κοίταξε όρισε προσδιόρισε»

«Ζωή μας αυτό που ποτέ μας δε ζήσαμε
Αυτό το κενό – η ζωή μας»

Αλέξης Τραϊανός

Άξιον εστί (απόσπασμα)

Ανοίγω το στόμα μου *κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου *στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές *τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν *των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου *και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται *στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κόπε *λες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν' ακούν *των ερώτων τα θαύματα

Ζαλίζει τ' αγιόκλημα *και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα *των μυστικών μου νεκρών
Και τον λώρο το χρυσό *των προδομένων
Αστέρων τους κό *βω να πέσουν στην άβυσσο.

Σκουριάζουν τα. σίδερα *και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα *τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκί *σσους το καινούριο
Μαχαίρι έτοιμα *ζω που αρμόζει στους Ήρωες.


Γυμνώθω τα στήθη μου *και ξαπολυούνται οι άνεμοι

Κι ερείπια σαρώνουνε *και χαλασμένες ψυχές

Κι απ' τα νέφη τα πυκνά *τής καθαρίζουν

Τη γη, να φάνουν * τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!


Οδυσσέας Ελύτης

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

Κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ’ το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ’ έλουσα, χτες σ’ άλλαξα, που γύριζες –
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Η αγάπη κοιμάται

Ξημερώματα, αλλάζοντας όλες οι τροχιές
που διασχίζουν τον ουρανό από μισοσβησμένο άστρο σε άστρο,
ζευγαρώνοντας τα τέλη των δρόμων
σε τρένα φωτός

τώρα μας τραβούν στο φως της μέρας μέσα από τα κρεβάτια μας˙
και ξεκαθαρίζει ό,τι πίεζε το μυαλό μας:
σβήνουν τα λογής σχήματα από νέον
που αρμένιζαν και πρήζονταν και άστραφταν

κάτω στην γκρίζα λεωφόρο ανάμεσα στα μάτια
σε ροζ και κίτρινα, γράμματα και παλλόμενα σημάδια.
Κρεμασμένα από ψηλά φεγγάρια, δύουν, δύουν!
Από το παράθυρο βλέπω

μια αχανή πολιτεία, επιμελώς φανερωμένη,
καμωμένη εύθραυστη με μαεστρία,
λεπτομέρεια πάνω στη λεπτομέρεια,
μαρκίζα πάνω στην πρόσοψη,

να ορθώνεται προς τα πάνω τόσο νωθρά πάνω στον
άτολμο λευκό ουρανό, μοιάζει να ταλαντεύεται εκεί.
(Όπου έχει αργά μεγαλώσει
σε ουρανούς από υγρό γυαλί
από λιωμένες χάντρες σιδήρου και χάλκινους κρυστάλλους,
ο μικρός χημικός «κήπος» σ’ ένα βάζο
τρέμει και ακινητεί ξανά,
ωχρό μπλε, μπλε- πράσινο, και πήλινο).

Τα σπουργίτια βιαστικά ξεκινούν το παιχνίδι τους.
Τότε, στα δυτικά, «Μπουμ!» κι ένα νέφος καπνού.
«Μπουμ!» και η εκρηκτική σφαίρα
από μπουμπούκια ανθίζει ξανά.

(Και όλοι οι υπάλληλοι που δουλεύουν στα εργοστάσια
όπου ένας τέτοιος ήχος λέει «Κίνδυνος», ή κάποτε είπε «Θάνατος»,
στρέφουν μέσα στον ύπνο τους και νιώθουν
τις μικρές τρίχες ν’ ανασηκώνονται

στη ράχη του λαιμού τους). Το νέφος καπνού απομακρύνεται.
Ένα πουκάμισο παίρνεται από την σαν αρμαθιασμένη σειρά ρούχων.
Κατά μήκος του δρόμου κάτω
η υδροφόρα έρχεται

εκσφενδονίζοντας τους συριγμούς της, χιονάτα ριπίζοντας αντίπερα
φλούδες κι εφημερίδες. Το νερό στεγνώνει
φωτεινό-ξηρό, σκοτεινό-υγρό, το καλούπι
του δροσερού καρπουζιού.

Ακούω της μέρας το σαλτάρισμα καθώς εξαπολύεται το πρωινό
από πέτρινους τοίχους και σάλες και σιδερένια κρεβάτια,
σκόρπιοι ή ομαδικοί καταρράκτες,
συναγερμοί για το αναμενόμενο:

αλλόκοτοι έρωτες όλων των ειδών σηκώνονται,
που το βραδινό τους γεύμα θα προετοιμάζουν όλη μέρα,
θα γευματίσεις καλά
με τη δικιά του καρδιά, τη δικιά του, και τη δικιά του,

λοιπόν στείλε τους για τις δουλειές σου στοργικά,
να σέρνουν στους δρόμους τις μοναδικές τους αγάπες.
Μαστίγωσέ τους με τριαντάφυλλα μόνο,
φωτίσου ωσάν το ήλιο,

για πάντα στον ένα, ή αρκετούς, ερχομούς πρωινών
που το κεφάλι του θα έχει πέσει στο χείλος του κρεβατιού του,
που το πρόσωπό του θα στρέφει
λοιπόν έτσι η εικόνα

της πόλης μεγαλώνει μέσα στ’ ανοιγμένα μάτια του
ανεστραμμένη και παραμορφωμένη. Όχι. Εννοώ
παραμορφωμένη και φανερωμένη,
αν το βλέπει καθόλου


Ελίζαμπεθ Μπίσοπ

Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"
Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Ενώ η Χωροφυλακή προστάτευε τον όχλο
Πυροβολώντας στην περιοχή Falls, εγώ το μόνο που υπέφερα
Ήταν ο μαινόμενος ήλιος της Μαδρίτης.
Κάθε απόγευμα, μέσα στη σαν σε χύτρα ζέστη
Του διαμερίσματος, καθώς ίδρωνα να βγάλω το δρόμο
Της ζωής του Τζόυς, και μπόχα από την ψαραγορά
Αναδυόταν, όπως η βρώμα από το λιναροπήγαδο.
Τη νύχτα στο μπαλκόνι, κόκκινα βάμματα κρασιού,
Μια αίσθηση παιδιών στις σκοτεινές γωνίες τους,
Γριές γυναίκες με μαύρα σάλια στα ανοιχτά παράθυρα,
Ο αέρας ένα φαράγγι με τον ποταμό των Ισπανικών να ρέει μέσα του.
Μιλούσαμε σε όλο το δρόμο γυρνώντας σπίτι μέσα από ξάστερες πεδιάδες
‘Οπου το χαρακτηριστικό δέρμα της Εθνοφρουράς
Γυάλιζε σαν τις κοιλιές των ψαριών στα βρωμερά από λινάρι νερά.


''Γύρνα πίσω'', ένας μου είπε, ''προσπάθησε να αγγίξεις τους ανθρώπους''
΄Ενας άλλος φαντάστηκε τον Λόρκα να κατεβαίνει από τον λόφο του.
Παρακολουθούσαμε υπομονετικά για αριθμούς νεκρών και ρεπορτάζ για ταυρομαχίες.
Στην τηλεόραση, διασημότητες
Ερχόντουσαν από εκεί που όντως συνέβαιναν τα πράγματα.


Eγώ κατέφυγα στη δροσιά του Πράδο. Του Γκόγια οι ‘Πυροβολισμοί της 3ης Μαίου’
Κάλυπταν έναν τοίχο -τα σηκωμένα χέρια
Και ο σπασμός του αντάρτη, οι κρανιοφόροι
Με τα σακίδια στην πλάτη στρατιώτες, το αποτελεσματικό
Γάζωμα του αποσπάσματος. Στο επόμενο δωμάτιο,
Οι εφιάλτες του, μπολιασμένοι στον τοίχο του παλατιού, -
Μαύροι Κυκλώνες, ορμούν, ξεσπούν. Ο Κρόνος
Κοσμημένος με το αίμα των ολόδικών του παιδιών
Το Γιγάντιο Χάος στρέφοντας τους κτηνώδεις γοφούς του
Στον κόσμο. Και ακόμα, εκείνος ο τσακωμός
‘Οπου δυο αλλόφρονες βαράν ο ένας τον άλλο μέχρι θανάτου
Για την τιμή τους, χωμένοι μέχρι τα γόνατα στις λάσπες, βουλιάζοντας.
Ζωγράφιζε με τις γροθιές του και τους αγκώνες του, κυματίζοντας
Την ματωμένη κάπα της καρδιάς του καθώς η ιστορία ορμούσε.


Seamus Heaney


Το λευκό σπίτι με τα κάγκελα

Τον βλέπεις εκείνο τον τιποτένιο τενεκέ;
Ο Μαρκ είναι, το καστανόξανθο, χλωμό αγόρι.
Ο Μαρκ μου έχει κλέψει την καρδιά, τριγυρίζει με αυτή
καλά κρυμμένη στο πορτοφόλι του, παρέα με 20 δολλάρια
για αλκοόλ, μπέργκερ και τσιγάρα.

Πάνε οι καιροί που δεν κάπνιζα, τώρα καπνίζω σα μανιακή
για να τον συναντώ μέσα στους καπνούς.
Κάθε μου τσιγάρο , μια τρίλεπτη συνάντηση μαζί του.
Τυχεροί οι δαίμονες που με παρέσυραν μαζί του, τη δουλειά τους κάνουν.
Άτυχη εγώ που ερωτεύτηκα και βάρυνα τους πνεύμονές μου με πέντε κιλά καθαρό θάνατο.
Κι όλα αυτά για να τον βλέπω.

-Κυρία Άναμπελ,δεν είμαι καλά!Υποφέρω λέμε!
-Το ξέρω μικρή μου, εγώ είμαι εδώ.
Η κύρια Άναμπελ δεν ψελλίζει ποτέ παραπάνω από μια δυο προτάσεις ή αυτό
πάντα θυμάμαι εγώ καθώς ξυπνάω με ένα κεφάλι σα χιλιοχτυπημένο από τσιμεντένιες
μπουνιές δώδεκα ώρες μετά. Κάθε μέρα , κάθε μήνα , δέκα μήνες. Πόσο θα κρατήσει;
Αναθεματισμένα άσπρα σκηνικά. Για μένα το άσπρο είναι το χρώμα της κόλασης.

Τον βλέπεις εκείνο τον τιποτένιο τενεκέ;
Ο Μαρκ είναι, είμαι ερωτευμένη μαζί του.
Χαζεύω τον αέρα να καλεί σε χορό το καστανόξανθο μαλλί του καθημερινά
από το λευκό μου σπίτι με τα κάγκελα.


Τζένιφερ Ντέρλεθ

Τόση πολλή βροχή, τόση πολλή ζωή
όπως ο φουσκωμένος ουρανός
αυτού του μαύρου Αυγούστου.

Η αδερφή μου, ο ήλιος,
κλωσά μέσα στο κίτρινο δωμάτιό της
και δεν λέει να βγει έξω.

Όλα πηγαίνουν κατά διαόλου:
τα βουνά φουμάρουν σαν βραστήρες
τα ποτάμια ξεχειλίζουν:
όμως εκείνη δεν θα σηκωθεί
να σταματήσει τη βροχή.

Είναι στο δωμάτιό της και χαιδεύει
παλιά πράγματα,
τα ποιήματά μου,
ξεφυλλίζοντας τo άλμπουμ της.

Aκόμα κι αν κεραυνός πέφτει
σαν μια συντριβή πιάτων από τον ουρανό,
αυτή δεν βγαίνει έξω.

Δεν ξέρεις πως σ' αγαπώ, αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα να ορίσω τη βροχή;
Ωστόσο, μαθαίνω αργά να αγαπώ τις σκοτεινές μέρες, τους λόφους που αχνίζουν
τον αέρα με τα κουνούπια που κουτσομπολεύουν
και να αργοπίνω το φάρμακο της πικρίας,
έτσι ώστε όταν αναδυθείς, αδερφή μου,
χωρίζοντας τις σταγόνες της βροχής,
με το μέτωπό σου των λουλουδιών και τα μάτια της συγνώμης,
τίποτα δεν θα είναι όπως ήταν,
αλλά θα είναι αληθινό

(βλέπεις, δεν θα με αφήνουν να αγαπώ όπως θέλω)
γιατί, αδερφή μου,
τότε
θα έχω μάθει να αγαπώ τις μαύρες μέρες όπως τις φωτεινές.

Τη μαύρη βροχή, τους λευκούς λόφους,
ενώ κάποτε
αγαπούσα μόνο την ευτυχία μου και σένα.

ΝΤΕΡΕΚ ΓΟΥΟΛΚΟΤ


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"
Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Μια νύχτα του Σεπτέμβρη

“Timor mortis conturbat me' ?
Κοίλο τύμπανο
γδούπος
στην ξένη νύχτα
στους κόμβους τού αίματος. Πέφτουν κοράκια
ανάμεσα στο χιόνι φτασμένα από μολύβι
τής σιωπής. Ξάφνου το σώμα μου
σκαρφαλώνει στην κορφή μιας πορτοκαλιάς
στο Ιόνιο. Μα είσαι δω, επιτέλους,
δίχως ένα σημάδι να διασταυρώνεται στην παράδοση
τού πνεύματος, μόνο μαζί σου άκουσα
τις απόμακρες σκέψεις, τούς τελευταίους
κρεμασμένους από μιαν αψίδα γοτθική.
Ποιός ο τόπος των υπόγειων σκιών ;
Όμοιος με τον εαυτό του ο θάνατος :
ανοίγει μια πόρτα, ακούγεται ένα πιάνο
στο video, στο διάδρομο με τα παραπετάσματα
των ναρκωτικών. Εισέρχεται στο νου
ένας διάλογος με το επέκεινα,
με συλλαβές σπειροειδείς που τυλίγουν
το requiem στις καμπύλες τής σκιάς΄
σίγουρα ή πιθανώς ακούσιος.
Δεν οφείλω εξομολόγηση στη γη,
ούτε σε σένα θάνατε, πέρα από την
ανοιχτή σου πόρτα στο video τής ζωής.


Salvatore Quasimodo


Νέα στήλη:

"Ό,τι διαβάζω"
Ενημερώνεται κάθε εβδομάδα

Κατοικίδιος σκορπιός

Έγινε βράδυ πάλι
Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ’ το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Αυτός και το βράδυ
Σ’ αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ’ τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης
Μια Σαχάρα από καθρέφτες
Όπου εγώ και ο θάνατος
Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
Τις ίδιες νύχτες
Βλέποντας κι απόψε
Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
Με μια σκόρπια διάθεση
Απ’ το καπνισμένο μάτι
Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
Να πλέει μέσα σ’ αυτό το κουβαριασμένο
Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες
Για τι πράγμα Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω
Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
Αυτό να φωτογραφίσεις
Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
Προς τα ‘κει που αυτό καταστρέφεται
Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του '77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα
Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
Μετά που φεύγει
Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
Μετά που μένει
Γιατί τέλειωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Που γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα
Αυτή 'ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ’ όλα τα πλάτη
Η γεωγραφία μ’ άρεζε κάποτε
Όμως τώρα τόσο χαμένες
Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
Σε μια δίνη

Αλέξης Τραϊανός

αγάπη

Χαλίλ Γκιμπράν

- Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την,
Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα.

Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.

Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ’ όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.

Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.

Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,

Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.

Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.

Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.

Σε αλέθει για να σε λευκάνει.

Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.

Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,

Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.

Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.

Όταν αγαπάς, δε θα ‘πρεπε να λες: “Ο Θεός είναι στην καρδιά μου”, αλλά μάλλον “Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού”.

Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.

Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.

Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.

Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.

Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά

Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ’ έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
κατοχυρωμένα . Από το Blogger.