Οι κόκκινες βεντάλιες στέγνωναν
Τον ιδρώτα της νύχτας
Πάνω στην θερμή πλάτη του αγέρα
Μικροί κωπηλάτες τις είχαν ανασύρει
Από τα αμπάρια ναυαγισμένων πλοίων
Μεσοκαλόκαιρο
Ο περιοδεύων θίασος έπαιζε
Για εκατοστή φορά την ίδια ερωτική σκηνή
Τα παιδιά σώπαιναν
Μασώντας άπληστα κόκκινα κοκοράκια
Οι μανάδες είχαν φύγει νωρίς για τους αγρούς
Να δέσουν βιαστικά στο πλατάνι το φαρί του νεκρού ποιητή
Οι άντρες βουβοί κι απορροφημένοι
Χτυπούσαν το πόδι τους στη πέτρα
Δεν μπορούσαν να κρύψουν τη μεγάλη τους χαρά
Με ένα νεύμα και το πεζοδρόμιο ανθούσε
Το τενεκεδένιο δισκάκι του ζητιάνου
Αχνογελούσε απαστράπτον
Σε ένα πεντοδόλαρο φθαρμένο
Πιο πολύ φθαρμένο κι από τις εσωτερικές
Τσέπες του γιορτινού του κοστουμιού
Γύπες εφορμούσαν
Από τα υπώρεια των βουνών
Κι έρχονταν να τους συναντήσουν οι θεατές
Αρμυρή μέρα και το ψωμί πικρό
Σαν τα κυπαρισσόμηλα στις απότομες ράχες του Μιστρά
Εκκεντρικές φιγούρες μάζευαν τις βεντάλιες
Από τις πλατείες
Δροσίζονταν και σφούγγιζαν με τρόπο
Τη γραμμή του σάλιου τους στο κάτω χείλι
Στα σπασμένα σανίδια η παράσταση συνεχίζονταν
Εξάμηνα δύο κράτησαν οι πρόβες
Μαθητεία στο φως
Ποιος θα μαζέψει τώρα τα παιδιά από τις στράτες
Τώρα που οι μανάδες φούρνιζαν άζυμους άρτους
Σκεφτική έγραψα ένα τελευταίο γράμμα
Με στυλό που στίχους αποτύπωνε μόνο στο χαρτί
Παραλήπτης: Άγνωστος
Οι κόκκινες βεντάλιες στέγνωναν
Τον ιδρώτα της νύχτας
Πάνω στην θερμή πλάτη του έρωτα
Μεσοκαλόκαιρο
Κι οι κωπηλάτες σταθερά ακουμπούσαν το χερούλι της πόρτας
Σαστισμένοι έπιαναν το σφυγμό τους
Αναπηδούσε το αίμα γέμιζαν οι τοίχοι σχήματα
Τραβούσαν μια κόκκινη κλωστή και μας τη χάριζαν