Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Αιχμαλωσία

Έζησα σε μια άγνωστη, αφιλόξενη νήσο 
στ' απόμακρα του κόσμου.
Έρημος τόπος, άνυδρος με κυρίαρχη την πέτρα. 
Παντού καχεκτικές ελιές, φραγκοσυκιές και σπάνια 
βότανα που δεν ονομάστηκαν ποτέ από κανένα. 
Πέτρινα σπίτια χαμηλόροφα, πέτρινοι όγκοι,
βουνά αρσενικά, κρύπτες των αετών απλώνονταν
απειλητικά γύρω.
Με λίγους ανθρώπους μίζερους συνδιαλλάχτηκα και 
με τα πουλιά μιλούσα σε δάση απολιθωμένα.
Αγάπη δεν πήρα μολεμένη η καρδιά δεν σκιρτούσε
στα ξαφνιάσματα.

Μελαγχολικοί άνθρωποι μπροστά σε ιατρεία 
ζητούσαν απελπισμένοι την γιατρειά.
Ουρές σχημάτιζαν κυματιστές σαν ρυάκια με αίμα.
Οι γιατροί φορούσαν άσπρες μπλούζες γεμάτες 
με αιμάτινα σημάδια.
Χειρουργούσαν σε υπόγεια δίπλα σε περιττώματα
ποντικών και σε φωλιές νυχτερίδων.
Παντού η μυρωδιά της φορμόλης να διατρυπά τα 
ρουθούνια και να αποκοιμίζει τη φαντασία. 

Ιερείς έκαναν διαρκώς τρισάγια διαταράσσοντας
τον ύπνο των νεκρών.
Θυμωμένοι οι νεκροί άνοιγαν τα μνήματα, 
έβγαιναν στο φως για να τους νουθετήσουν.
Οι ιερείς φορούσαν βιαστικά τα μαύρα γυαλιά κι 
έφευγαν έντρομοι. 
Τους έπεφταν τα κομποσκοίνια, οι ιερές γραφές, 
τα ιερατικά σκεύη.
Αλλόφρονες έτρεχαν κι οι νεκροί τους έπαιρναν 
στο κατόπι, τους απειλούσαν με τα τεράστια 
σαν αρπαχτικών νύχια. 
Τους έφταναν και νερό της λήθης τους πρόσφεραν.
Κλείνονταν στα σπίτια φοβισμένοι μέρες τρεις.  
Διπλοκλείδωναν κι άλυσο έβαζαν. 

Αμνήμονες οι ιερείς έκαναν κηρύγματα από 
σαρακοφαγωμένους άμβωνες χωρίς κανείς να τους 
ακούει ή να τους παρακολουθεί.
Το κουταλάκι της μετάληψης ξύλινο ήταν, σκαλιστό
στην λαβή με σχέδια αποτροπιαστικά.
Κανείς δεν μεταλάμβανε και τα παιδιά σκορπούσαν 
τα αντίδωρα στις πάπιες της λίμνης.
Τα μαύρα ράσα παρήλαυναν στους δρόμους
και δεν έκαναν χώρο για να περάσει κανείς.

Τα βουνά φορούσαν μαύρους τσόχινους σκούφους  
Δεν χιονίζονταν, δεν ανθούσαν, ρίζες δεν έριχναν.
Άκαρπες οι καρδιές χωρίς αντικλείδια έβαλλαν 
με πείσμα εναντίον τους
Απόρθητα ήταν. 
Δεν τα κατάφερναν, κρυψώνες αναζητούσαν σε 
σώματα ετοιμοθάνατα.
Κρύος ιδρώτας, σπασμοί πυρετού, ακατάσχετες 
αιμορραγίες κι ο τόπος της πέτρας να γεμίζει 
σκοτωμένα όνειρα χαμένων δεκαετιών.
Εκεί έζησα χρόνια πολλά κουβαλώντας ταφόπλακες
με σβησμένα τα ονόματα.
Ο εφιάλτης με πρόδιδε συνεχώς στους εισβολείς. 
Όλες τις μάχες τις έχανα ζωντανή νεκρή 
στο τέλος αιχμάλωτη κατέληγα στα χέρια τους
εγκιβωτισμένη.