Πολιόρκησα τις πύλες των κάστρων σου απόψε όταν βαριά η ανάμνηση σου λάγγεψε το σώμα μου.
Λίγα είχα πολεμοφόδια μα εκλεκτοί οι χορηγοί που συνέτρεξαν κοντά μου.
Στους ώμους μου κρατούσα καλογυαλισμένα βέλη από των μαθητικών χρόνων τα τριμμένα τετράδια.
Στα χέρια μου είχα μυτερά κοντάρια απ' του Αη Γιώργη το ετήσιο χοροστάσι.
Στις τσέπες κοφτερές είχα τις λάμες απ' του έρωτα τα κρυφά συναπαντήματα
Κλειδιά βρήκα πολλά που να ταιριάζουν στις κλειδωνιές της καρδιάς σου.
Σε κατέκτησα χωρίς προσπάθεια καμία.
Σαν λωτός ώριμος έπεσες στο χώμα των κήπων μου.
Θεράπευσα με γιατρικά δικά σου τα άτακτα στρατεύματα των Αγίων σπάργανων.
Κρυσταλλάκια κρατούσες στα ανοιχτά σου φυλλοκάρδια για να μαρτυρούν τις μάχες που έδωσες με τον πονηρό όφι της λήθης.
Έφοδο έκανα και τα συγκέντρωσα στου τσόχινου καπέλου σου την αλητεία, ποτέ να μην ξεχάσεις το άλικο φιλί που στα χρόνια της πείνας έθρεφε το σώμα μας.
Τώρα δικό μου σε έκανα και τους δείκτες του ρολογιού τους γύρισα στο σήμερα.
Εδώ να μένεις.
Εδώ να σιγοτραγουδάς τους σκοπούς μας.
Εδώ να μιλάς με τα ηλιοτρόπια και τις λεύκες.
Εγώ στην εικόνα σου καρφίτσωσα της αγάπης
τα λιανοτράγουδα στο πλευρό μου να ζεις και τις αναρίθμητες να φτιάχνεις σαΐτες σου.
Θεός να είσαι, κεφαλόσκαλο ασπρισμένο και γλάστρα βασιλικών και θυμαριών να ευωδιάζει του έρωτα η βεβηλωμένη πόλη.
Λίγα είχα πολεμοφόδια μα εκλεκτοί οι χορηγοί που συνέτρεξαν κοντά μου.
Στους ώμους μου κρατούσα καλογυαλισμένα βέλη από των μαθητικών χρόνων τα τριμμένα τετράδια.
Στα χέρια μου είχα μυτερά κοντάρια απ' του Αη Γιώργη το ετήσιο χοροστάσι.
Στις τσέπες κοφτερές είχα τις λάμες απ' του έρωτα τα κρυφά συναπαντήματα
Κλειδιά βρήκα πολλά που να ταιριάζουν στις κλειδωνιές της καρδιάς σου.
Σε κατέκτησα χωρίς προσπάθεια καμία.
Σαν λωτός ώριμος έπεσες στο χώμα των κήπων μου.
Θεράπευσα με γιατρικά δικά σου τα άτακτα στρατεύματα των Αγίων σπάργανων.
Κρυσταλλάκια κρατούσες στα ανοιχτά σου φυλλοκάρδια για να μαρτυρούν τις μάχες που έδωσες με τον πονηρό όφι της λήθης.
Έφοδο έκανα και τα συγκέντρωσα στου τσόχινου καπέλου σου την αλητεία, ποτέ να μην ξεχάσεις το άλικο φιλί που στα χρόνια της πείνας έθρεφε το σώμα μας.
Τώρα δικό μου σε έκανα και τους δείκτες του ρολογιού τους γύρισα στο σήμερα.
Εδώ να μένεις.
Εδώ να σιγοτραγουδάς τους σκοπούς μας.
Εδώ να μιλάς με τα ηλιοτρόπια και τις λεύκες.
Εγώ στην εικόνα σου καρφίτσωσα της αγάπης
τα λιανοτράγουδα στο πλευρό μου να ζεις και τις αναρίθμητες να φτιάχνεις σαΐτες σου.
Θεός να είσαι, κεφαλόσκαλο ασπρισμένο και γλάστρα βασιλικών και θυμαριών να ευωδιάζει του έρωτα η βεβηλωμένη πόλη.