Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

το τραγούδι του νεκρού ψαρά

Στις όχθες της λίμνης τέσσερα αγάλματα τυφλά
Φρουρούσαν την στένωση των υδάτων
Ένας ακροβάτης χάιδευε τα ακρόπρωρα της φυγής του
Ταγμένος από αιώνες για μια μυστική αποστολή
Μια απόχη σκιρτούσε στην πλάτη του
Χάρτινα τα πόδια του κι η παλάμη του μνηστευμένη
Με το εύηχο ξύλο της οξιάς
Φορούσε ένα κυανόχρωμο χιτώνα και στα μαλλιά του
Ανέμιζαν κορδέλες μεταμεσονύχτιων απουσιών
Μωβ αποχρώσεις Θανάτου
Θαυματοποιός ή μύστης
Κυνηγός ή της ζωής απόσταγμα
Βάδιζε στο ασύμμετρο όριο της λίμνης
Και στους ιστούς που μια αράχνη έπλεκε στις λυγαριές
Προσεκτικός κι αμίλητος
Ανάσταινε την εφηβεία των γυρίνων
Στα χέρια του μια επιστολή με το χρυσόβουλο της λήθης
Εκστατικά παρακολουθούσαν τα αγάλματα
Μέσα από τις τυφλές κόγχες των ματιών τους
Ο ακροβάτης εξημέρωνε τους κυματισμούς της πέτρας
Κι άφηνε ελεύθερα τα πουλιά να βρέχουν τις φτερούγες τους
Στα νεκρά νούφαρα
Στο περιλαίμιο του θρηνούσε μια μικρή αχιβάδα
Και το μπακιρένιο κλειδί του Δράκου
Ο παραλήπτης της επιστολής είχε μετοικήσει
Πριν χρόνια στα χωριά του νότου
Ανύποπτος άνοιξε το φάκελο
Ένα χαρτί με δώδεκα γωνίες χαράκωσε το βλέμμα του
Αρώματα του ποταμού ξεχύθηκαν
Στους μαρμάρινους πόρους των αγαλμάτων
Βραχύς ο λόγος και ζεστός
Σαν τα ψάθινα καπελίνα που φορούν οι κοπέλες
Στις βόλτες του απογεύματος
Ένα άγαλμα μετακινήθηκε και μάδησε θριαμβευτικά
Το κεφάλι μιας μαργαρίτας
Έδεσε το κορδόνι του αργά σαν τον ψαρά που τυλίγει
Το παραγάδι του πριν κοιμηθεί
Βραχύς ο λόγος και μεστός με τις εξάγωνες αμαρτίες στα χείλη
«Την Άνοιξη θα ανέβει στην χλόη ένα τραγούδι αγάπης
Που ποτέ δεν έχει γραφεί
Καρτέρεψε το μονάχα το πρωί για να το ακούσεις»
Δεκάστιχο μειδίαμα ανέβαζε η λίμνη στις όχθες
Έκλεισε την επιστολή
Καρτέρεψε…
Θαυματοποιός ή μύστης
Κυνηγός ή της ζωής απόσταγμα
Διάβασε τον αποστολέα
Άγνωστος
Μια πέστροφα ξάφνιασε την πρεμιέρα του τοπίου
Τα αγάλματα είχαν φύγει
Στο βάθρο τους ένα τυφλό τριζόνι κούρντιζε απαλά
Τις φλέβες των μοναχικών μαρμάρων
Η Άνοιξη διάβαινε βουβή πάνω στο μουδιασμένο
Σώμα του ακροβάτη
Ένα τραγούδι μόνο σαν εφτάψυχο κύτταρο
Έβγαινε μέσα από τη στοά της γης
Ερωτευμένο το χώμα ερωτοτροπούσε με τις λέξεις
Άγνωστος ο αποστολέας
Ελένη, Έλλη, Ελπινίκη, Ελισάβετ
Κανείς
Στους καλαμιώνες μια κοπέλα παρακολουθούσε
Το σκηνικό σιγοψιθυρίζοντας τραγούδια αγάπης
Άγνωστος ο αποστολέας
Κι οι βλεφαρίδες της λίμνης υγρές
Από τα βάθη της αναδύθηκε ο νεκρός ψαράς
Παρέλαβε την επιστολή και χάθηκε πίσω από τους καλαμιώνες
Ένα ολοζώντανο τραγούδι θρόιζε μέσα στους θρόμβους
Της καμένης φοινικιάς
Η κοπέλα περπατούσε ξυπόλυτη στον ίσκιο των τυφλών αγαλμάτων
Ο νεκρός ψαράς ονειρεύονταν ένα δάσος από μάτια
Ένα τραγούδι αγάπης ενορχήστρωνε η πένα της χλόης
Καρτέρεψε με…
Τα στοιχεία συμφωνούσαν απόλυτα
Ταυτοποίηση αναχώρησης
Στην εσχάτη των ποινών καταδικάστηκε ο ακροβάτης