Απ' την ημέρα που έφυγες γύρισα
στο μακρινό παρελθόν και στην εμβρυακή επέστρεψα ηλικία.
Μέσα σε μια ευρεία μήτρα μπήκα,
ατελές έχω σώμα και τα νύχια στα
χέρια μου λεπτά κι εύθραυστα είναι
σαν ροδοπέταλα από κήπους άγνωστους
που κανείς δεν κλαδεύει.
Στο ζεστό αμνιακό υγρό κολυμπώ
κι ανάσα δεν βγάζω, εκτινάξεις κάνω
για να βγω στη ζωή, δεν τα καταφέρνω.
Σώμα μάγισσας ξακουστής με φιλοξενεί
που τα πλήθη την κυνηγούν σιδηροδέσμια
να την οδηγήσουν στην πυρά.
Κινδυνεύω με αόριστη να μείνω φύση.
Παραδέρνω ανάμεσα σε κυματισμούς
κι έξοδο δεν βρίσκω στου ήλιου το
μαξιλάρι να βγω το σκοτάδι να νικήσω.
Ο ομφάλιος λώρος της με θρέφει αργά
και οξυγόνο από τα χείλη της παίρνω.
Βλέννες με καλύπτουν, κλειστό έχω
στόμα και η γλώσσα μου σαν ψάρι βουβό
μοιάζει που δεν γνωρίζει να μιλά.
Ξέχασα τα ποιήματα, τα τραγούδια κι οι
όρκοι μου μείναν χωρίς αποδέκτη.
Οριοθετημένη η ύπαρξη μου αναζητά
των στίχων σου την ελεύθερη οδό.
Μόνο να ονειρεύομαι μπορώ αδιαλείπτως
Τα όνειρα μου εσύ, φορούν των φιλιών
σου τα αρώματα, κρατούν την σκυτάλη
του έρωτα και μπροστά σε δικαστές
στέκονται και ζητούν χάρη.
Ξόρκια και μαγικά κόλπα έμαθα πολλά.
Ίσως αυτά με βοηθήσουν κάποτε τις
στράτες σου να διαβώ και να σε φέρω πίσω.
Γιατί όπως και να το κάνεις κάποτε
στον πάνω κόσμο θα βγω.
Το ξέρω πως σταυρωτήδες θα με κυνηγήσουν
κι άκαμπτοι νόμοι θα με περιμένουν.
Μα εγώ όμορφη, με κλωνάρια μυγδαλιάς
θα σε καρτερέψω, τον άπονο χειμώνα να
διώξω από τη ζωή σου και τους φυσικούς
να καταλύσω νόμους.
Η δεύτερη γέννηση μου μέσα στων άστρων
σου την παχιά θράκα θα σημειωθεί.
Με την άνοιξη θα φτάσω φορώντας αέρινα
πέπλα για να τυλίξω το σεπτό σου σώμα.
Η μάγισσα μου αφιλοκερδώς μια άμαξα
θα μου χαρίσει χρυσοποίκιλτη με αυτή
να οδηγηθούμε σε άλλες πολιτείες ερωτικές
εκεί που δεν υπάρχουν του θανάτου οι
σκληροί δεσμώτες με τις τρύπιες βάρκες.
σου την παχιά θράκα θα σημειωθεί.
Με την άνοιξη θα φτάσω φορώντας αέρινα
πέπλα για να τυλίξω το σεπτό σου σώμα.
Η μάγισσα μου αφιλοκερδώς μια άμαξα
θα μου χαρίσει χρυσοποίκιλτη με αυτή
να οδηγηθούμε σε άλλες πολιτείες ερωτικές
εκεί που δεν υπάρχουν του θανάτου οι
σκληροί δεσμώτες με τις τρύπιες βάρκες.